Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας 1998
ΑΡΘΡΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

«Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν τού Θεού τον μονογενή, τον εκ τού Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων.Φώς εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τώ Πατρί, δι' ου τα πάντα εγένετο».


       Από το άρθρο αυτό μέχρι και το έβδομο τού Συμβόλου της Πίστεως εκτίθεται στα βασικά της σημεία η πίστη της Εκκλησίας στο Πρόσωπο και το έργο τού Ιησού Χριστού. Παρέχεται στις γενικές της γραμμές η Χριστολογία, που αναμφισβήτητα είναι το σπουδαιότερο κεφάλαιο της Ορθόδοξης Δογματικής. Και τούτο γιατί ο Χριστός, ο άπειρος Λόγος τού Πατρός ενωμένος με τη φύση τού πλάσματός του, δεν είναι μονάχα το όργανο διά τού οποίου ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο, αλλά και ο εισηγητής της απολυτρώσεως τού πεπτωκότος στην αμαρτίαν ανθρώπου. Ας δούμε κάπως λεπτομερέστερα τα πράγματα.

Η πτώση τού ανθρώπου είχεν επιφέρει -όπως ήδη υπεδηλώσαμε- καθολικήν αχρείωση της φύσεως. Ο άνθρωπος αποκομμένος από τις φυσικές οντολογικές ρίζες του, κουβαλούσε μέσα του τη νέκρωση, τον πνευματικό θάνατο. Έχασε τη χάρη τού Πλάστη του, η οποία κρατούσε και ομόρφαινε τη ζωή του. Είχε καταντήσει άσκοπος στην πλάση, ένα υπαρξιακό μηδενικό χωρίς νόημα και σκοπό. Η αμαρτία, σαν μια τεράστια φωτιά έζωνε στις καυτές φλόγες της το γένος, κατατρώγοντας ανελέητα τις φθαρμένες σάρκες του. Με την πάροδο τού χρόνου, η ελεεινότητα της αμαρτίας προσελάμβανε διαστάσεις εκρηκτικές. Ο άνθρωπος στέναζε κάτω από την πίεση της πικρής κακοδαιμονίας του. Τα αγριεμένα πάθη και η κακότητα της ξεπεσμένης φύσεως όργωναν ανεμπόδιστα και μετέτρεπαν σε καυτή κόλαση τη ζωή του. Μοιάζοντας με καράβι που είχε χάσει τον προσανατολισμό του, κλυδωνιζόταν στην αφρισμένη θάλασσα τού βίου. Έπαυσε να ελπίζει στη σωτηρία του με βάση τις ενδογενείς δυνάμεις της φύσεως και της ιστορίας του. Ήταν «πεπραμένος» (πουλημένος) στην αμαρτία. Μη έχοντας δε κανένα άλλο στήριγμα, η πονεμένη ψυχή του αναζητούσε το θαύμα· στρεφόταν στον ουρανό, ζητώντας από εκεί οίκτο και συμπάθεια. Ζητούσε από τον Θεό, τον οποίο τόσο αλόγιστα εγκατέλειψε, λύση τού θλιβερού δράματος της υπάρξεώς του.

Ο Θεός φυσικά δεν άφησε το πλάσμα του έρημο στην τραγικότητα της ζωής του. Δεν επιμέτρησε τη δικαιοσύνη του στη βάση τού αδικήματος τού πλάσματος. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την εξαφάνιση τού τελευταίου. Απαντώντας με συμπόνια στην απόνοια της ξεπεσμένης φύσεως, εφρόντισε να διατηρεί, όσο ήταν δυνατό, αναμμένα τα ζώπυρα της φθαρμένης συνειδήσεως τού παραβάτη, καλλιεργώντας μέσα της την ιδέα της αληθινής μονοθείας και παρέχοντας το νόμο του σαν ρυθμιστή της ζωής τού λαού του, τον οποίον όρισε σαν θεματοφύλακα τού πνεύματος της αληθινής θρησκείας, σ ένα περιβάλλον ειδωλολατρικό που μαστιζόταν από την ηθική σήψη και την αγνωσία της πλάνης. Το Πνεύμα τού Θεού, αν και ελλιπώς, δούλευε στην παλαιά εποχή, ετοιμάζοντας με το Νόμο και το προφητικό κήρυγμα τις καρδιές των ανθρώπων για να δεχτούν την άνω βοήθεια, όταν θα έφθανε ο κατάλληλος προς τούτο καιρός. Παράλληλα και ο σπερματικός λόγος δούλευε στις ψυχές των εθνικών, φωτίζοντας αμυδρά τη διάνοια τού ειδωλολατρικού κόσμου για την αποδοχή τού σωστικού μηνύματος της θείας αποκαλύψεως.

Όλο αυτό το προπαρασκευαστικό έργο της πρόνοιας τού Θεού κατέληγε στο «πλήρωμα τού χρόνου», δηλαδή τον κατάλληλο καιρό που υπήρχε στο απειρόσοφο σχέδιο της θείας βουλής για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο χρόνος δε αυτός έφθασε, όταν το pax romana εδέσποζε επί τού τότε κόσμου με αυτοκράτορα τον Οκταβιανό Αύγουστο, και την Παλαιστίνη υποτελή στην εξουσία του. Περιττό να σημειώσουμε, ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τη συμπαγή πειθαρχία και την τάξη της, με το ενοποιητικό έργο της και τη διευκόλυνση της πληθυσμιακής και πνευματικής επικοινωνίας των λαών και με επίκεντρο τη συγκρητιστική ανάλυση θρησκειολογικών και άλλων πολιτιστικών ρευμάτων της εποχής, εμόρφωσε την έτοιμη εκείνη πνευματική κοίτη στην οποίαν έμελλαν να ρεύσουν κρυστάλλινα τα νάματα της νέας χριστιανικής πίστεως.
Ο Λόγος τού Θεού έγινεν άνθρωπος, όταν το αίτημα της λυτρώσεως κατέστη καθολικό στις συνειδήσεις των ανθρώπων, τροφοδοτούμενο από την γενική κατάπτωση των ηθών τού ελληνορωμαϊκού κόσμου, τις αιματοχυσίες και τους αδελφικούς σπαραγμούς και την αβεβαιότητα γενικά της ζωής σ ένα κόσμο παραδομένο στην ηθική διαφθορά, τη θηριωδία και τον πνευματικό θάνατο!

Ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στην Ιουδαία. Φάνηκε επί της γης και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους. Ήταν ο άνθρωπος, όπως τον θέλησε ο Δημιουργός. Επλησίασε τον άνθρωπον αυτός, μια και εκείνος ξεμάκρυνεν από τον Θεό και έπαυσε να είχε τη δυνατότητα να γυρίσει και πάλι κοντά του. Πήρε στα χέρια του τη χαμένη υπόθεση τού Αδάμ και συνέχισε το έργο του εκεί που εκείνος το διέκοψε. Πήρε τη χαλασμένη φύση τού προπάτορα και τη διόρθωσε. Της αφαίρεσε τα δηλητήρια και τις βρωμιές της παρακοής. Την οδήγησε στην παλαιά της εύκλεια, ελάμπρυνε τους θεοειδείς χαρακτήρες της και αποκατέστησε τη θεία εικόνα στην πρωτογενή της ευγένεια.

Οδήγησε τον άνθρωπο στον αληθινό προορισμό του, στη θέωση της φύσεώς του. Έγινε άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο θεό. Ο Χριστός έδειξε ποιός είναι ο αληθινός άνθρωπος, το πλάσμα το θεοειδές και θεόμορφο, όπως το θέλησε ο Πλάστης του. Παράλληλα, με το σωτήριο έργο του έκανε τον άνθρωπο και πάλι παιδί τού Θεού αγαπητό. Πλήρωσε αυτός το χρέος τού παραβάτη, εξόφλησε τη συναλλαγματική τού θανάτου που έσυρεν η Εύα εις βάρος των ανθρώπων στον κήπο της παρακοής. Εξιλέωσε τον Πατέρα για την παράβαση ολοκλήρου τού γένους. Με το πανάσπιλο αίμα του έπλυνε τον κόσμον από το αίσχος της αποστασίας, άνοιξε τον ουρανό για να μπει μέσα σ αυτόν το πλάσμα το εξαγορασμένο από τη φθορά και το θάνατο, το λυτρωμένο από τη δυναστεία τού εχθρού. Ως μεσίτης Θεού και ανθρώπων «ήνωσε τα το πριν διεστώτα», εκάλυψε την άβυσσο που διεχώριζε Θεό και άνθρωπο και γκρέμισε το μεσότοιχο της έχθρας που χώριζε τον Πλάστην από τα πλάσματά του.

Ο Χριστός υπήρξεν ον περίεργο και αλλόκοτο. Εξωτερικά μεν φαινόταν σαν ένας των πολλών ανθρώπων. Το πράγμα όμως δεν ήταν έτσι. Το φαινόμενον απατούσε. Γιατί εσωτερικά ήταν και κάτι άλλο. Ήταν και Θεός. Ο Χριστός δεν είχε μέσα του απλώς τη θεία δύναμη όπως την είχαν και οι άλλοι θεοφόροι άνθρωποι, αλλ' είχε τη θεότητα και την υπόσταση τού Λόγου βαθιά ενωμένες με την ανθρωπότητά του. Ήταν ένσαρκος Θεός και όχι θεοφόρος άνθρωπος. Ήταν Θεάνθρωπος! Το μυστήριο τού Χριστού είναι φοβερά συντριπτικό για την αντοχή της φυσικής τού ανθρώπου διάνοιας. Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν σε ένα εγώ, ενιαίο και αδιάσπαστο, να υπάρχουν συγχρόνως δύο πλήρεις και τέλειες φύσεις, χωρίς η ενότητα τού προσώπου να βλάπτει τη διπλότητα των φύσεων, και τανάπαλιν, η διπλότητα των φύσεων να μην καταστρέφει την ενότητα τού προσώπου; Το μυστήριο τού Χριστού είναι το κατ εξοχήν μυστήριο, ανάλογο με εκείνο της αγίας Τριάδος, όπου -κατ αντίστροφο λόγο- η τριαδικότητα των υποστάσεων δεν καταλύει την ενότητα της θείας φύσεως. Μυστήριο, μπροστά στην απειρία τού οποίου καταθέτει τα όπλα ο φυσικός λόγος και κάθε κτιστή καταληπτική δυνατότητα. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξον ότι γύρω από το αινιγματικό Πρόσωπο τού Κυρίου δόθηκαν από την αρχή τόσοι αγώνες, διεξήχθησαν τόσες συζητήσεις και έγιναν τόσες έριδες, με σκοπό να διαφωτίσουν έστω και μια περιοχή τού πυκνού μυστηρίου, το οποίον ασφυκτικά το περιβάλλει. Κατά την προφητική ρήση τού Συμεών, ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Έτσι το μυαλό των αιρετικών, που προσπαθούν με τις φυσικές τους δυνάμεις να κατανοήσουν το ανερμήνευτο και ακατανόητο, κατακαίει η φωτιά τού Θεού, στερώντας τους τη δυνατότητα της σωτηρίας· ενώ την ευσεβή διάνοια των πιστών που με απλότητα φέρεται στα φτερά της πίστεως, πυρπολεί το μακάριο φώς τού Χριστού και την οδηγεί σε ησυχία και ανάπαυση στην άυλη δόξα της αγίας Τριάδος. Τό μυστήριο τού Χριστού είναι πραγματικά ζωοποιόν.

Όποιος το προσεγγίζει με αφελότητα καρδίας, παρά τη φυσική αδυναμία της διάνοιας να ψαύσει το απερινόητο βάθος του, όποιος το ατενίζει με νου χριστοποιημένο και θεόμορφο, δέχεται τη μαρμαρυγή της χάριτος τού Θεού, αναπαύεται στην αλήθεια τού Κυρίου που αναμοχλεύει και λαμπρύνει την ύπαρξη, τη λυτρώνει από τη σύμφυτη αδυναμία της και την οδηγεί στις ολόφωτες αυλές τού ουρανού! Αντίθετα· στο στείρο και άγονο νου, στην ανθρώπινη διάνοια που δεν λειτουργεί στη φωτεινή διάσταση της χάριτος, και στον υπερφίαλο λόγο που έχει την αξίωση να κρίνει τα πάντα κάτω από το φακό των περιορισμένων δυνατοτήτων του, δεν κατοικεί το ζωογόνο πνεύμα τού Χριστού, η λυτρωτική θεία αλήθεια που ανυψώνει τα ταπεινά πνεύματα στην ολόφωτη χώρα της θείας βασιλείας.


      «Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν».

Ο σύνδεσμος και εξυπακούει το ρήμα «πιστεύω». Δηλαδή, πιστεύω και εις ένα Κύριον... Η σύνταξη κατά παράταξη σημαίνει, ότι η πίστη στον Ιησούν Χριστόν είναι ισοδύναμη προς την προεκτεθείσα πίστη στον ένα Θεό Πατέρα. Ομολογείται επί ίσοις όροις.
Βασικό σημείο της πίστεώς μας είναι ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ένας. Δεν υπάρχουν πολλοί παράλληλοι Χριστοί, μεσσίες τού κόσμου και λυτρωτές. Αυτό θα κατέλυε τη μοναδικότητά του· θ' αποτελούσε αναίρεση τού λυτρωτικού έργου του. «Εις Κύριος... Ιησούς Χριστός», λέγει η Γραφή. Ένας ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, μία και «εφ' άπαξ» η ιλαστήρια θυσία του, μία η Εκκλησία του (μία η πίστη και το βάπτισμά της) και μία η αιώνια θεία βασιλεία του. Η πολλότητα, σημαίνουσα διαίρεση και κατατομή και προερχόμενη από τη διασπαστική ενέργεια των δυνάμεων της αμαρτίας, καταστρέφει το ενοποιητικό έργο της σωτηρίας. Οι πολλοί Χριστοί φαλκιδεύουν το έργο τού Ενός, καταργώντας το σχέδιο της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας, που επικεντρώνεται στον ένα Υιόν και Λόγον τού Θεού, στον οποίον ο Πατήρ αναθέτει την εκπλήρωση της απ αιώνος λυτρωτικής θείας του βουλής. Το Ευαγγέλιο και η Εκκλησία με σφοδρότητα αντέκρουσαν την παρουσία πολλών μεσσιών και Χριστών και στηλιτεύουν το λαοπλάνο έργο των ψευδοπροφητών, των οποίων κύριος στόχος υπήρξε πάντοτε η κατατομή της ποίμνης τού Χριστού και η καταστροφή της χριστιανικής γαλήνης και αγάπης, που είναι τα κύρια συστατικά στοιχεία ζωής της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.
Ο ένας Χριστός είναι παράλληλα και Κύριος. Ενότητα και κυριότητα συμβαδίζουν. Όπως ο ένας Θεός Πατήρ είναι και Παντοκράτωρ, στο ίδιο μέτρο και ο Υιός, ντυμένος την ανθρώπινη μορφή, είναι Κύριος και Παντοκράτωρ. Με την παράσταση δε αυτή ζωγραφίζεται στον κεντρικό τρούλο των ορθοδόξων ναών. Ο Χριστός είναι Κύριος τού ουρανού και της γης. Τίποτε δεν υπάρχει που να μην προέρχεται από το ζωοποιό και παντοδύναμο λόγο του. Μέσω αυτού ο Θεός έπλασε τα όντα και στο Πρόσωπο του μονάχα λαμβάνει νόημα η ύπαρξη τού κόσμου. Όλα προέρχονται απ αυτόν και συγκλίνουν προς αυτόν. Είναι ο Κύριος των ανθρώπων και των πνευμάτων, ο άρχων των αγγέλων και ο τιμωρός των δαιμονικών δυνάμεων τού σκότους. Είναι ο Κύριος της Εκκλησίας, την οποίαν εξαγόρασε από το δεσμό της κατάρας με το πανάγιο αίμα του. Είναι ο άρχων της ζωής όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα των πιστών. Και όχι μόνον Κύριος της ζωής, αλλά και Κύριος τού θανάτου. Είναι το κέντρο της μακαριότητος των όντων. Έξω από αυτόν υπάρχει άλλη κυριότητα, η βασιλεία της φθοράς και τού θανάτου, η καταδυνάστευση της αμαρτίας. Κάτω από την κυριότητα αυτή τα όντα χάνουν την αληθινή τους ταυτότητα, μεταχωρούν στην ανυπαρξία, δηλαδή στη ζωή χωρίς ζωή, στη ζωή που είναι μπολιασμένη στο θάνατο, και στο θάνατο που απλώνεται και δυναστεύει τη ζωή.

Το όνομα τού Λυτρωτή είναι Ιησούς, όνομα πολύ συνηθισμένο στις τότε ιουδαϊκές οικογένειες. Το Χριστός, είναι επώνυμο, που εκφράζει ιδιότητα· αυτόν που έχει χρισθεί, τον κεχρισμένο. Η χρίση με έλαιο στην παλαιά εποχή ήταν η επίσημη καθιέρωση προσώπων σε ένα υψηλό λειτούργημα, όπως αρχιερέων και βασιλέων. Με τη χρίση αυτή οι χριόμενοι (αρχιερείς) έμπαιναν επίσημα στη διακονία τού Θεού, καθιερώνοντο στο υπούργημά τους ως υπηρέτες τού Υψίστου. Μιά τέτοια χρίση έπρεπε να έχει και ο ενανθρωπήσας Λόγος τού Θεού, ο παίς Κυρίου και ο λυτρωτής τού κόσμου. Έπρεπε και αυτός να χριστεί επίσημα, να καθιερωθεί στο διακονικό του αξίωμα. Η χρίση αυτή έγινε πραγματικά, όχι βέβαια με αγιασμένο έλαιο, αλλά με τη δύναμη τού παναγίου Πνεύματος. Έτσι το έργο της σωτηρίας που συλλαμβάνει προ των αιώνων ο Πατήρ και πραγματοποιεί εν χρόνω ο Υιός, το καθιερώνει με την τελειωτική του ενέργεια το Πνεύμα το άγιο. Φυσικά η χρίση τού Πνεύματος δεν προσθέτει τίποτε το οποίον απουσίαζε από τον Χριστό, γιατί αυτός, ως Θεάνθρωπος, είναι ανεπιδεής και τέλειος. Ο Χριστός χρίεται κατά την ανθρωπότητα, η οποία άλλωστε ήταν δημιούργημα τού παναγίου Πνεύματος, και όχι κατά τη θεότητα. Χρίεται ως Θεάνθρωπος, για να δηλωθεί, ότι η αποστολή του είναι θελημένη από τον Πατέρα και σ αυτήν ευδοκεί το Πνεύμα τού Θεού. Επαναλαμβάνουμε· σε κάθε ενέργεια της θεότητος συμμετέχουν από κοινού όλα τα Πρόσωπα της αγίας Τριάδος. Έτσι η σάρκωση δεν ήταν έργο μονάχα τού ενανθρωπήσαντος Λόγου, αλλά σ αυτό συμμετέχουν, κατά διάφορη τάξη, και τα δύο άλλα Πρόσωπα της Τριαδικής θεότητος. Ο Πατήρ συλλαμβάνει το έργο της ενανθρωπήσεως, ο Υιός το εκτελεί και το Πνεύμα το άγιο το καθιερώνει και το τελειοποιεί. Έργο, δηλαδή, σφαιρικά πλήρες και τέλειο, θελημένο και σφραγισμένο από ολόκληρη την αγία Τριάδα.


          «Τον Υιό του Θεού τον μονογενή»

Ο Ιησούς Χριστός είναι ο μονογενής Υιός τού Θεού. Είναι ο ένας και μόνος Υιός τού Πατρός. Δεν υπάρχουν δίπλα του άλλοι Υιοί ομοούσιοι και ισότιμοι με αυτόν. Η μοναδικότητα αυτή μας προσανατολίζει προς τη φύση της υιότητος τού Λόγου. Η γέννησή του είναι θεοπρεπής προέλευση εκ της ουσίας τού Πατρός, τον τρόπο της οποίας μονάχα ο Θεός γνωρίζει. Είναι το απόκρυφο μυστήριο τού Θεού. Φυσικά ο όρος «γέννηση» δεν είναι άγνωστος στις φυσικές εμπειρίες μας. Και ο άνθρωπος γεννά, έχει υιούς, είναι πατέρας. Καμιά όμως σχέση δεν μπορεί να έχει η φυσική γέννηση των ανθρώπων με την απερινόητη γέννηση τού Υιού τού Θεού. Η ανθρώπινη γέννηση είναι ενήδονη και εμπαθής. Είναι καρπός της γαμικής συνάφειας ανδρός και γυναικός. Το γεννηθέν υπάρχει ως ίδιο ον ανεξάρτητο από τη φύση τού γεννήτορα. Δεν είναι ομοούσιο με τον πατέρα του, αν και φέρει τη φύση αυτού που το γέννησε. Άλλος είναι ο πατέρας ως ουσία και άλλος ο υιός. Οι σχέσεις αυτές τις οποίες σοφά όρισεν ο Θεός για την οικονομία της φύσεως, καμιά αναλογία δεν μπορούν να έχουν στις μεταφυσικές σχέσεις των προσώπων της Τριάδος. Ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα απαθώς. Δεν προέρχεται κατά διαίρεση και αποκοπή. Δεν είναι μέρος της ουσίας τού Πατρός. Φέρει την ίδια ουσία με τον Πατέρα, είναι «ομοούσιος τω Πατρί». Για το λόγο αυτό η ουσία τού Υιού δεν είναι άλλη ή μικρότερη της ουσίας τού Πατρός. Ο,τι είναι ο Πατήρ, το ίδιο απαράλλακτα είναι και ο Υιός. Ούτε πάλιν ο Υιός, επειδή γεννάται, είναι κατώτερος τού Πατρός. Τέτοιες διακρίσεις κοινές στις φυσικές σχέσεις των ανθρώπων, είναι άγνωστες στις σχέσεις της αγίας Τριάδος. Τη γέννηση τού Υιού τού Θεού που υπερβαίνει κάθε νοητική μας κατάληψη, την τιμούμε εν μυστηρίω στά άδυτα της πιστευούσης καρδίας μας.


         «Τον εκ τού Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων».

Πρόταση επεξηγηματική της γεννήσεως τού Υιού. Στην πρόταση αυτή η Σύνοδος τονίζει δύο τινά· το υποστατικόν ιδίωμα τού Υιού και την αϊδιότητα της γεννήσεώς του. Και σε προηγούμενο σημείο της εργασίας μας κάναμε λόγο για το ζήτημα αυτό. Ετονίσαμεν ότι ο Υιός δεν είναι άναρχος, επειδή έχει αρχήν, προέρχεται από τον Πατέρα. Δεν υπάρχει εν εαυτώ και καθ εαυτόν· δεν είναι αυθύπαρκτος. Το είναι του λαμβάνει από τον Πατέρα, από τον οποίο δέχεται τη θεότητά του. Η γέννηση τού Λόγου καθορίζει το υποστατικό του ιδίωμα, το οποίον είναι ακοινώνητο και αμετάδοτο. Ενώ όλα τα άλλα (ουσίαν, βουλήν, θείες ενέργειες) τα έχει κοινά με τον Πατέρα και το Πνεύμα το άγιον, η γέννηση είναι αποκλειστικά δική του. Είναι αφοριστική της υποστάσεώς του. Δεν τη μοιράζεται με κανένα άλλο Πρόσωπο. Δεν σημαίνει δε η γέννηση διαφορότητα ουσίας, γιατί ο Υιός είναι φορέας της θεότητος σε ίσο μέτρο που είναι και ο Πατήρ.
Ούτε πάλιν είναι ψιλή, ονοματική διάκριση στη θεότητα, όνομα που κατ' ουσίαν δεν λέγει τίποτε, είναι κενό περιεχομένου. Η γέννηση είναι πραγματική υποστατική διάκριση, χωρίς αυτό να επιφέρει σύνθεση και κατατομή στην ουσία της θεότητος. Δηλώνει τον τρόπο υπάρξεως τού Υιού. Ότι δηλαδή ο Υιός υπάρχει, επειδή γεννάται από τον Πατέρα. Είναι διάκριση θεοπρεπής, ανεξιχνίαστη και ανερμήνευτη.

Η γέννηση τού Υιού είναι αΐδια. Αν και ο Υιός δεν είναι άναρχος κατά την εκ τού Πατρός προέλευση, είναι άναρχος κατά την άποψη της χρονικής αρχής. Η Σύνοδος εδώ στοχεύει στην αναίρεση της κακοδοξίας τού Αρείου, ο οποίος, δεχόμενος τον Υιόν ως κτίσμα, απέρριπτε το άχρονο της υπάρξεώς του, λέγοντας ότι δεν υπήρχε πάντοτε και δεν υπήρχε προτού δημιουργηθεί από τον Πατέρα. Περισσότερα όμως περί αυτού στη συνέχεια της εκθέσεώς μας. Δεν έχει, λοιπόν, χρονική αρχή ο Υιός, είναι αΐδιος. Άλλωστε οι χρονικές κατηγορίες καμιά σχέση δεν μπορούν να έχουν προς το απειροτέλειο ον, τον Θεό. Είναι κατηγορίες που ισχύουν αποκλειστικά στο φυσικό κύκλο των κτισμάτων. Ο χρόνος άλλωστε δεν υπάρχει ουσιαστικά. Είναι πλάσμα της δικής μας φαντασίας, το οποίον επινοούμε για να σημαδέψουμε την κίνηση και την εξέλιξη των φυσικών κτισμάτων και φυσικά τού εαυτού μας. Στο μεταφυσικό όμως πεδίο υπάρξεως τού Θεού τέτοιες κατηγορίες είναι εντελώς περιττές και άχρηστες. Δεν υπάρχει το «πρότερον» Και το «ύστερον» στις σχέσεις των τριαδικών προσώπων. Μιά τέτοια ιδέα και αντιφατική είναι και παράλογη. Διότι, πώς θα ήταν ο Θεός Πατήρ, αν δεν υπήρχε πάντοτε ο Υιός τού οποίου εκείνος να είναι Πατήρ; Το υποστατικό ιδίωμά του επομένως το οφείλει στη γέννηση τού Υιού. Είναι Πατήρ ενόσω γεννά τον Υιό. Χωρίς τη γέννηση θα κατέρρεε και το δικό του υποστατικό ιδίωμα. Θα έχανε την πατρότητά του και σε τελική ανάλυση θα καταστρεφόταν και η δική του έννοια. Τα Πρόσωπα της Τριαδικής θεότητος συνυπάρχουν αϊδίως στην άπειρη ουσία τού Θεού. «Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα και Πνεύμα άγιον», χωρίς μεσότητες, αποστάσεις και χρονικά διαστήματα. Ένα ενιαίο όλον, συνεχές και αδιαχώριστο.

Την αϊδιότητα της γεννήσεως τού Υιού εκφράζει ο χρονικός προσδιορισμός «προ πάντων των αιώνων». Πριν από κάθε αρχή, χωρίς αφετηρία χρονική. Στο σημείο αυτό πρέπει ν αποκλείσουμε τη θεωρία περί διπλής γεννήσεως τού Λόγου, την οποίαν εδίδαξαν ωρισμένοι Απολογητές στην αρχαιότητα. Ότι δηλαδή ο Λόγος τού Θεού γεννάται σε δύο φάσεις από τον Πατέρα· μίαν ως ενδιάθετος Λόγος, υπάρχων εσωτερικώς στον Θεό, και μίαν ως προφορικός, προβαλλόμενος προς τα έξω από τον Πατέρα, διά να πραγματοποιήσει τη δημιουργία. Η θεωρία αυτή, θέτουσα σε αμφιβολία την αϊδιότητα της γεννήσεως τού Υιού τού Θεού, είναι πολύ επικίνδυνη, καταλήγουσα -ως και κατέληξε- στον Αρειανισμό. Γι' αυτό και δεν βρήκε ευρύτερη απήχηση στη συνείδηση της Εκκλησίας. Ότι φυσικά μέσω τού Υιού δημιουργήθηκαν τα όντα, είναι δίδαγμα πίστεως υγιές. Αυτό όμως καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με τη γέννηση τού Λόγου, η οποία είναι άσχετη με τη δημιουργική βουλή τού Θεού, αποτελούσα εσωτερικήν αναγκαιότητα στην ουσία τού Θεού.

Στο σημείον αυτό, πριν προβούμε στην εξέταση και της υπόλοιπης περί Χριστού διδασκαλίας τού παρόντος άρθρου, καλόν θα είναι να δούμε ποιά ήταν η αιρετική διδασκαλία τού Αρείου, η οποία έγινεν αφορμή συγκλήσεως της Α´ Οικουμενικής Συνόδου.
Κατά τον Άρειο, μόνον ο Θεός Πατήρ είναι αγέννητος, άναρχος και αιώνιος, αίτιος και δημιουργός όλων των όντων που βρίσκονται έξω από αυτόν, τα οποία είναι κτίσματα δικά του στο χρόνο. Σ αυτά περιλαμβάνεται και ο Υιός. Στην αρχήν υπήρχε μονάχα ο Θεός· δεν υπήρχαν ακόμη ο Λόγος και η Σοφία του. Κατόπιν, θέλοντας να δημιουργήσει τα όντα, έπλασε κάποιον που ονόμασε Λόγον και Σοφίαν και Υιόν, ώστε μέσω αυτού να δημιουργήσει όλους εμάς. Δεν θα υπήρχε φυσικά ο Υιός, σε περίπτωση που ο Θεός δεν ήθελε να μας δημιουργήσει. Συνεπώς ο Θεός δεν ήταν πάντοτε Πατήρ, ούτε ο Υιός υπήρχεν από την αρχή, αλλά πλάστηκε και αυτός από το μηδέν, κατά τον ίδιο τρόπο που πλάστηκαν και τα υπόλοιπα όντα. Ο Άρειος έλεγε· «Ην ποτέ (ο Υιός) ότε ουκ ήν και ουκ ήν πριν γένηται, αλλ' αρχήν τού κτίζεσθαι έσχε και αυτός». Ο Υιός πλάστηκε με το θέλημα και τη βουλή τού Θεού και διά τούτο είναι «κτίσμα και ποίημα», «κτίσμα όμως Θεού τέλειον».

Ο Υιός συνεπώς δεν είναι ίδιος με τον Πατέρα. Δεν είναι αληθινός «κατά φύσιν» Θεός, αλλ' έγινε Θεός μόνο «κατά μετοχήν χάριτος». Η φύση του δεν είναι η αυτή με την ουσία τού Πατρός, ούτε είναι φύσει αληθινός Λόγος τού Πατρός, αλλά είναι ένα των ποιημάτων και γενητών, καταχρηστικώς μόνον λεγόμενος Λόγος τού Θεού. Είναι δε ανόμοιος με την ουσία και την ιδιότητα αυτού που τον εγέννησε.
Διά τούτο ο Υιός δεν είναι άτρεπτος όπως ο Πατήρ, αλλά τρεπτός, μένοντας στο αγαθό μόνο με τη δύναμη τού αυτεξουσίου του. Ο Θεός, προβλέποντας ότι ο Υιός έμελλε να γίνει καλός, τον προώρισε σ' αυτό, που κατόπιν, ως άνθρωπος, πέτυχε με τη δική του αρετή. Από την άλλη μεριά ο Υιός, ως κτίσμα πεπερασμένο και έγχρονο, δεν μπορεί να γνωρίσει τον άπειρο Θεό. Δεν γνωρίζει τον Πατέρα ακριβώς, ούτε τον βλέπει όπως είναι, αλλ' ούτε και τον κατανοεί. Διότι, πλασμένος στο χρόνο, αδυνατεί να γνωρίσει τον άπειρο και άναρχο. Τα ίδια έλεγε ο Άρειος και για το Πνεύμα το άγιον.

Επίκεντρο της διδασκαλίας ήταν -όπως βλέπουμε- η άρνηση της θεότητος τού Λόγου. Ο Άρειος δεν μπορούσε να δεχτεί δύο αγέννητα. Σ αυτό τον εμπόδιζαν οι φιλοσοφικές προκαταλήψεις του. Αγέννητος είναι μονάχα ο Θεός. Ο,τι άλλο υπάρχει έξω από αυτόν είναι ποίημα, κτίσμα δικό του στο χρόνο. Ούτε ο Υιός ούτε το Πνεύμα το άγιον εξαιρούνται από τον κανόνα αυτόν. Ο Λόγος, ως δημιούργημα, είναι από τη φύση του αλλοιωτός και τρεπτός. Δεν έχει σημασίαν αν είναι το τελειότερο των κτισμάτων. Σημασίαν έχει ότι είναι ξένος της ουσίας τού Πατρός, περιορισμένος και πεπερασμένος. Οι δοξασίες αυτές κατέσκαβαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηριζόταν το οικοδόμημα της πίστεως, εκθεμελίωναν την Εκκλησία, και έκοβαν τις ρίζες τού Χριστιανισμού, ο οποίος ήταν ακλόνητα χτισμένος στην πέτρα της πίστεως στη θεότητα τού ιδρυτή του.
Η Α´ Οικουμενική Σύνοδος αντιμετώπισε σθεναρά τον Αρειανισμό. Ας παρακολουθήσουμε τις δογματικές διατυπώσεις της.


            «Φώς εκ φωτός».

Αντιμετωπίζοντας την κακοδοξία τού Αρείου περί ετερότητος ουσίας μεταξύ Πατρός και Υιού, η Σύνοδος χρησιμοποιεί εικόνα παρμένην από τη φυσική ζωή, για να τονίσει την ταυτότητα της φύσεως των δύο προσώπων της αγίας Τριάδος, την εικόνα της αναμμένης δάδας (τού κεριού), από το φώς της οποίας ανάβονται άλλες δάδες (άλλα κεριά). Το παράδειγμα είναι πολύ ζωντανό, το εχρησιμοποίησαν δε πριν από τη Σύνοδο οι Απολογητές. Έτσι ο Τατιανός, στην προσπάθειά του να τονίσει, ότι ο Λόγος δεν προέρχεται από τον Πατέρα «κατ αποκοπήν», δηλαδή δεν μειώνει, δεν αφήνει γυμνή τη φύση τού γεννήτορα (το πρόβλημα των σχέσεων Πατρός και Υιού απασχολούσε έντονα τη θεολογία προ της Νίκαιας και μάλιστα τους Απολογητές), έφερε το παράδειγμα της αναμμένης δάδας· «ώσπερ γάρ από μιάς δαδός ανάπτονται μεν πυρά πολλά, της δε πρώτης δαδός διά την έξαψιν των πολλών δαδών ουκ ελαττούται το φώς, ούτω και ο λόγος προελθών εκ της τού πατρός δυνάμεως ουκ άλογον πεποίηκε τον γεγεννηκότα». Στη φράση «φώς εκ φωτός» η Σύνοδος επικεντρώνει τη διδασκαλία της όχι στην αμέριστη γέννηση τού Λόγου (όπως ο Τατιανός), αλλά στην ταυτότητα ουσίας μεταξύ γεννήτορα και γεννωμένου, πράγμα που αφορούσε κυρίως στην κακοδοξία τού Αρείου. Όπως δηλαδή το φώς της δάδας που προέρχεται από το φώς μιας άλλης δάδας, είναι απαράλλακτα το ίδιο με το φώς εκείνης, έτσι και η φύση τού Υιού που προέρχεται από τον Πατέρα, είναι απαράλλακτα ίδια με τη φύση τού γεννήτορα. Δεν είναι φύση αλλότρια, ξένη. Είναι μία και η αυτή υπάρχουσα στα δύο Πρόσωπα (Πατέρα και Υιόν), όπως ένα είναι και το φώς που υπάρχει στις δύο αναμμένες λαμπάδες.


          «Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού».

Και στη φράση αυτή τονίζεται η ενότητα φύσεως μεταξύ Πατρός και Υιού. Ο Χριστός είναι Θεός αληθινός που προέρχεται από Θεόν αληθινόν. Η ουσία του δεν είναι άλλη σε σχέση με την ουσία τού Πατρός. Ο Υιός δεν είναι Θεός ξένος, κατώτερος από τον Πατέρα, όπως εδίδασκαν οι εισηγητές της θεωρίας της υποταγής. Ούτε πάλιν είναι «όμοιος» ή «ομοιούσιος» προς τον Πατέρα, όπως θα διδάξουν αργότερα άλλες αποχρώσεις τού Αρειανισμού. Αλλ' είναι πραγματικός Θεός, που προέρχεται από πραγματικό Θεό, χωρίς καμιά διαφορά να υπάρχει στη φύση τού ενός Θεού. Ο Υιός, ως τέλειος Θεός, φέρει όλες τις ιδιότητες τού Πατρός. Έτσι δεν μπορεί να είναι ούτε τρεπτός ούτε αλλοιωτός. Τη θεότητά του δεν την έχει «κατά μετοχήν χάριτος», δεν είναι δηλαδή «θεοφόρος», όπως θεοφόροι ονομάζονται οι ενάρετοι άνθρωποι, στους οποίους ενοικεί με τη χάρη του ο Θεός. Επομένως ο Υιός γνωρίζει πλήρως τον Πατέρα ως ισόθεος και ισότιμος με αυτόν, και δεν τον αγνοεί, όπως ισχυριζόταν ο Άρειος. Αφού δε ο Υιός είναι κατά πάντα όμοιος με τον γεννήτορα, δεν μπορεί να είναι κτίσμα, ποίημα αυτού. Είναι πλήρης και τέλειος Θεός.


          «Γεννηθέντα ου ποιηθέντα».

Στην προηγούμενη συνάφεια η Σύνοδος έκανε λόγο για το υποστατικό ιδίωμα τού Υιού, που είναι η εκ τού Πατρός αΐδια γέννηση· «Τον εκ τού Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Δηλαδή ο Υιός γεννάται πριν από το χρόνο. Επομένως η εκ τού Πατρός προέλευσή του δεν τοποθετείται σε όρια χρονικά, αλλ' είναι αΐδια, που σημαίνει ότι δεν έχει χρονική αφετηρία και αρχή. Τα αντίθετα ακριβώς έλεγεν ο Άρειος, τού οποίου η διδασκαλία επικεντρώνετο στην έγχρονη αρχή τού Λόγου. Αφού ο Υιός, κατά τον αιρεσιάρχη, είναι κτίσμα, πρέπει να έλαβε αρχή μέσα στο χρόνο. Δεν μπορούσε να ήταν συναΐδιος με τον Πατέρα, διότι αλλιώτικα θα ήταν Θεός αληθινός, ιδέα που λειτουργούσε σαν κόκκινο πανί στα μάτια τού αιρεσιάρχη. Γι' αυτό και έλεγε, ότι υπήρχε καιρός που δεν ήταν στο είναι ο Υιός και δεν υπήρχε προτού δημιουργηθεί από τον Πατέρα.
Με τη φράση της «γεννηθέντα ου ποιηθέντα» η Σύνοδος πλήττει στην καρδία της την αρειανική κακοδοξία. Διότι, άλλο είναι «γέννηση» και άλλο είναι «ποίηση». Η γέννηση φανερώνει τη θεοπρεπή προέλευση τού Λόγου από τον Πατέρα, της οποίας τη φύση αγνοούμε. Λέγουμε δε «θεοπρεπή», για να τη διαστείλουμε από κάθε άλλη γέννηση που παρατηρείται στα υλικά δημιουργήματα. Είναι γέννηση υπερφυής και ακατάληπτη, τη φύση της οποίας γνωρίζει μόνον ο Τριαδικός Θεός. Η ποίηση εξ άλλου είναι πράγμα τελείως διαφορετικό. Είναι δημιουργία εκ τού μηδενός. Και αυτή βέβαια προέρχεται από τον Θεό, κατά τρόπον όμως διαφορετικό. Η γέννηση είναι κάτι αναγκαίο στη θεότητα. Γι αυτό και είναι προέλευση εσωτερική, αΐδια και άχρονη. Δεν μπορεί να νοηθεί Πατήρ, που να μη γεννά τον Υιόν. «Άμα Πατήρ άμα και Υιός». Εγχρονη γέννηση τού Λόγου είναι κάτι αντιφατικό στη θεότητα, που τελικά καταστρέφει την ίδια τη φύση της. Η ποίηση αφ' ετέρου είναι πράξη που τελείται έξω από τη φύση τού Θεού, παρά το γεγονός ότι και αυτής ο λόγος βρίσκεται μέσα στη δημιουργική ενέργεια τού Θεού. Δεν αποτελεί εσωτερική ανάγκη στη θεότητα, δεν αναβλύζει από το εσωτερικό βάθος της ουσίας τού Θεού, αλλ' είναι προϊόν της θείας βουλής. Αν θέλει ο Θεός, δημιουργεί τα όντα. Αν όχι, αυτά δεν θα έλθουν εις το είναι. Γι αυτό και τα φυσικά όντα έχουν χρονική αρχή. Αρχίζουν να υπάρχουν από τη στιγμή που τα φέρνει στο είναι η δημιουργική ενέργεια τού Θεού. Η διαφορά είναι εξόφθαλμη στους δύο αυτούς τρόπους υπάρξεως. Το σημείο αυτό ήταν Καίριο στη συζήτηση με τους Αρειανούς, γι' αυτό και οι Πατέρες δεν παρέλειπαν να τονίζουν τη διαφορά αυτή, διαστέλλοντας την άχρονη και φυσική γέννηση τού Λόγου από τον Πατέρα, από την έγχρονη προέλευση των κτισμάτων από τη θεία του ενέργεια.


          «Ομοούσιον τώ Πατρί».

Η φράση αυτή υπήρξε φράση κλειδί στον αγώνα της Ορθοδοξίας εναντίον της αρειανικής κακοδοξίας. Η Σύνοδος τη δανείστηκε από το λεξιλόγιο της ελληνικής φιλοσοφίας, διότι σ αυτήν εύρισκε όρο που μπορούσε, όσο γίνεται καλύτερα, να εκφράσει το μυστήριο της πίστεως σχετικά με τη γέννηση και τη σχέση τού Υιού προς τον Πατέρα. Ο Υιός είναι «ομοούσιος τω Πατρί», δηλαδή έχει ακριβώς την ίδια ουσία με τον Πατέρα και όχι άλλην που να μοιάζει με αυτήν. Στη φράση «ομοούσιος» συνοψίζεται θαυμάσια η ορθόδοξη διδασκαλία περί της θεότητος τού Χριστού. Με αυτήν κόβονται στη ρίζα τους οι κακοδοξίες τού Αρείου, που ήθελε τον Χριστό κτίσμα, ξένον και ανόμοιον της ουσίας τού Πατρός, ο οποίος έλαβε το είναι στο χρόνο και καταχρηστικώς ονομάζεται Θεός, μετέχων «κατά χάριν» της θεότητος, όπως και όλοι οι άλλοι ευσεβείς και δίκαιοι άνθρωποι. Το ομοούσιον αναδεικνύει την πληρότητα της θεότητος τού Χριστού, ο οποίος είναι «ίσος τω Πατρί», δεν υπάρχει ιδιότητα τού Πατρός που να μην την έχει και αυτός· έχει την αυτή τιμή και την αυτή δόξα με τον γεννήτορα και είναι ισοδύναμος με αυτόν που αϊδίως τον γεννά. Θα λέγαμε ότι το ομοούσιον είναι η λυδία λίθος στη βάση της οποίας ελέγχονται τόσο η αλήθεια περί της θείας φύσεως τού Λόγου, όσο και όλες οι χριστολογικές και τριαδολογικές κακοδοξίες, που διαμορφώθηκαν από πολύ νωρίς γύρω από το Πρόσωπο τού αρχηγού τού Χριστιανισμού και της Εκκλησίας.


         «Δι ού τα πάντα εγένετο».

Η φράση αυτή στηρίζεται σε αντίστοιχη φράση τού τετάρτου Ευαγγελίου· «Πάντα δι' αυτού εγένετο», την οποίαν ο ιερός Ευαγγελιστής συνδέει με τη θεότητα και την άχρονη προέλευση τού Λόγου από τον Πατέρα· «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος». Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο Θεός δεν μπορούσε να πλάσει μόνος του και απ ευθείας τα όντα, λόγω της απολύτου υπερβατικότητος της φύσεώς του και της εντεύθεν αδυναμίας του να έλθει σε άμεση επικοινωνία με τον αισθητό κόσμο, όπως εδίδασκαν οι ιδεοκρατικοί φιλόσοφοι. Η δημιουργική μεσιτική ενέργεια τού Λόγου δεν τον αποχωρίζει από τον Πατέρα, πρώτα λόγω ενότητος φύσεως και έπειτα λόγω ενότητος βουλής και ενέργειας, που τις έχει κοινές με τον Πατέρα (και με το Πνεύμα το άγιον).

Τη διά τού Λόγου δημιουργία των όντων, σ ένα διαφορετικό βέβαια βάθος, εγνώριζε και η ελληνική φιλοσοφία, την οποίαν -ως φαίνεται- είχεν υπόψει του ο άγιος Ευαγγελιστής. Η φιλοσοφία όμως ξεκινούσε από την απόλυτη υπερβατικότητα τού Θεού, δυνάμει της οποίας ούτος είχεν ανάγκην από ενδιάμεσα όντα (πλατωνικές ιδέες) για να έλθει σε επαφή με τον αισθητό κόσμο. Ανάλογη ιδέα απαντάμε και σε κείμενα αρχαίων εκκλησιαστικών συγγραφέων (κυρίως των Απολογητών) με τη μορφή της διδασκαλίας περί δύο καταστάσεων τού Λόγου, γνωστήν ως διδασκαλίαν περί ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου. Και ενδιάθετος μεν είναι ο Λόγος ως αΐδια απρόσωπη δύναμη που υπάρχει εσωτερικά στον Θεόν· προφορικός δε, όταν γίνεται Πρόσωπο, σύρεται δηλαδή έξω από την πρώτη του απρόσωπη κατάσταση, εν όψει της δημιουργίας και με σκοπό να χρησιμεύσει ως όργανο πραγματοποιήσεως της δημιουργίας. Η σχετική διδασκαλία των Απολογητών είναι συγκεχυμένη. Το βέβαιον είναι ότι η αιώνια γέννηση τού Λόγου δεν αμφισβητείται απ αυτούς, έτσι ώστε να εκτίθεται σε κίνδυνο η απόλυτη θεότητά του.

Ανάλογες ιδέες υιοθετούσαν τόσον ο Φίλων ο Ιουδαίος όσο και ο Άρειος. Κατά τον Φίλωνα τα στάδια της υπάρξεως τού Λόγου είναι δύο. Κατά το πρώτον ο Λόγος αποτελεί ιδιότητα απρόσωπη συνυπάρχουσαν στον Θεό, γίνεται δε ον πραγματικόν (Πρόσωπον), ως μονογενής Υιός τού Θεού, μόνο κατά την είσοδό του στο δεύτερο στάδιο της υπάρξεώς του διά τους σκοπούς της δημιουργίας. Κατά το φιλόσοφο ο Θεός, όταν θέλησε να δημιουργήσει τα όντα, προεξετύπωσε το νοητό κόσμο, ο οποίος ως τόπο του είχε το Λόγο, διά τού οποίου πλάστηκαν τα όντα.
Τα φιλώνεια διδάγματα επανελάμβανε και ο Άρειος, ο οποίος στη «Θάλειά» του έγραφε, ότι στην αρχή υπήρχε μονάχα ο Θεός, δεν υπήρχαν δε ακόμη ο Λόγος και η Σοφία. Κατόπιν, όταν θέλησε να μας δημιουργήσει, εποίησεν «ένα τινά», τον οποίον ονόμασε Λόγον και Σοφίαν και Υιόν, ώστε δι' αυτού να δημιουργήσει τον κόσμον.
Τόσο διά τον Φίλωνα όσο και διά τον Άρειο (αλλά και διά τον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή), το ενδιάμεσο έργο τού Λόγου είναι καθαρά υπουργικό. Ο Άρειος το χαρακτηρίζει με τις λέξεις «βοηθός», «συνεργός», «μεσίτης». Ο δε Φίλων χρησιμοποιεί τη λέξη «συνεργοί» για να περιγράψει τις δυνάμεις που περιλαμβάνονται στο Λόγο, οι οποίες πήραν εντολήν από τον Θεό να δημιουργήσουν το σώμα και την ψυχή τού ανθρώπου.

Τη διπλή γέννηση τού Λόγου όπως την εδίδαξαν οι Απολογητές, παρά τα επιλήψιμα στοιχεία, τις ασάφειες και τους κινδύνους που εγκυμονούσε, ακριβώς επειδή δεν απέρριπτε την αιώνια γέννηση τού Λόγου, δεν την κατεδίκασε η Εκκλησία. Ούτε και τον Άρειο κατεδίκασε για τη διδασκαλία του αυτήν. Τον κατεδίκασε μονάχα όταν προέβη ένα βήμα περαιτέρω, αρνήθηκε την αιωνιότητα της γεννήσεως τού Λόγου, τον οποίον δέχτηκε σαν τέλειο κτίσμα τού Θεού, που έλαβε το είναι του στο χρόνο. Με άλλα λόγια, επειδή αρνήθηκε τη θεότητα τού Λόγου. Τα διδάγματα φυσικά των Απολογητών, τα οποία υιοθέτησαν και άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς), και αφότου η Εκκλησία ξεκαθάρισε επίσημα το πράγμα στη βάση της διδασκαλίας τού αγίου Ιωάννη τού Θεολόγου, δεν βρήκαν περαιτέρω ανάπτυξη στη θεολογική γραμματεία της αρχαίας Εκκλησίας.
Τον Αρειανισμό αναθεμάτισε η Α´ Οικουμενική Σύνοδος· «Τούς δε λέγοντας ‘‘ήν ποτε ότε ουκ ήν'', και ‘‘πριν γεννηθήναι ουκ ην'', και ότι ‘‘εξ ουκ όντων'' εγένετο, ή ‘‘εξ ετέρας υποστάσεως'' ή ‘ουσίας'' φάσκοντας είναι, ή ‘‘κτιστόν'' ή ‘‘τρεπτόν'' ή ‘‘αλλοιωτόν'' τον Υιόν τού Θεού, αναθεματίζει η Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».


Read more:http://www.egolpion.net/F781CA5B.el.aspx#ixzz2k8OLEzlG

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου