Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 6η]

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 6η]


ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 
ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤ’

10. Ὁ Ἀδάμ, λοιπόν, ἔλαβε ἐξουσία πάνω στή γῆ κι ἔγινε κύριος τοῦ σύμπαντος αὐτή τήν ἴδια ἡμέρα, πού εἶχε εὐλογηθῆ. Ἡ εὐλογία του ἦλθε σέ πραγματοποίησι τοῦ λόγου τοῦ Δημιουργοῦ καί ἔμπρακτα τελειοποιήθηκε.
Γεννημένος κατ᾽ αὐτή τήν ἴδια ἡμέρα, δέσποζε στό σύμπαν ἄν καί ταχύτατα ἀντιστάθηκε στόν Κύριο τοῦ σύμπαντος. Οὔτε ἀληθινά τοῦ ἔδωσε μόνο τήν ἐξουσία τοῦ σύμπαντος —τήν ὁποία τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ— διότι ἐπιπλέον τοῦ πρόσθεσε τήν προσηγορία τῶν ὀνομάτων, τήν ὁποία δέν τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ. Καί, ἄν τοῦ ἔκανε (ὁ Θεός) τό ἐξοχότερο, ὅ,τι δηλ. δέν εἶχε ζητηθῆ, πῶς θά τόν εἶχε στερήσει ἀπ᾽ ὅσα (τοῦ) εἶχε ὑποσχεθῆ, παρά μόνο ἐξαιτίας τοῦ ἁμαρτήματος; Διότι βέβαια δέν εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα νά δίνηὁ ἄνθρωπος ὀλιγάριθμα ὀνόματα, ἄν (αὐτά) διατηροῦνται ἀπ᾽ τή μνήμη. Ξεπερνᾶ, ὅμως, τήν ἀνθρώπινη φύσι καί εἶναι ὑψηλότερό της, ἄν κάποιος σέ μιά ὥρα ἐπιθέτη χίλια ὀνόματα καί ὀνομάζει ἄλλα, ὄχι μέ τά ὀνόματα τῶν προηγουμένων. Διότι εἶναι δυνατόν νά προφέρη κάποιος πολλά ὀνόματα γιά πολλά εἴδη ἑρπετῶν καί ζώων καί κτηνῶν καί πτηνῶν· ἀλλά ὄχι νά ὀνομάζη κάποιο εἶδος μέ ὑψηλότερο ὄνομα· τοῦτο εἶναι τοῦ Θεοῦ παρά τοῦ ἀνθρώπου, στόν ὁποῖον παραχωρήθηκε (τοῦτο) ἀπ᾽ τό Θεό.
῎Αν, βέβαια, τοῦ ἔδωσε (ὁ Θεός) τήν αὐθεντία καί τόν ἔκανε μέτοχο τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως καί τόν περιέβαλε μέ δόξα καί τοῦ ἔδωσε κῆπο, τί περισσότερο ὤφειλε νά τοῦ κάνη καί δέν τό ἔκανε, ὥστε νά τόν καταστήση προσεκτικό (στήν τήρησι) τῆς ἐντολῆς;
11. Ἀφοῦ εἶπε γιά τήν πλάσι τῶν ζώων καί γιά τά ὀνόματα πού ἔλαβαν τά ζῶα, πάλι ἔγραψε γιά τόν ὕπνο τοῦ ᾽Αδάμ καί γιά τήν πλευρά πού τοῦ ἀφαιρέθηκε καί ἀπετέλεσε τή γυναῖκα, λέγοντας τά ἑξῆς: “Γιά τόν ᾽Αδάμ δέν βρέθηκε βοηθός ὅμοιός του”. “Βοηθό” δέ ὀνόμασε τήν Εὔα, διότι, ἄν καί ὁ ᾽Αδάμ εἶχε βοηθούς τά ζῶα καί τά κτήνη, ὅμως, χρειαζόταν κάποιον τοῦ ἴδιου καί ὁμοίου του γένους, δηλ. τήν Εὔα, γιά νά φροντίζη αὐτή ὁλόψυχα καί νά μεριμνᾶ γιά τά πρόβατα καί τίς ἀγέλες καί τά βόδια καί τά ἄλογα καί τούς χοίρους τῶν ἀγρῶν καί γιά νά βοηθᾶ αὐτόν στά οἰκοδομήματα καί στίς τέχνες, πού ἐπρόκειτο νά κάνουν τήν ἐμφάνισί τους. Γιατί, ἄν καί ἦταν τά ζῶα ὑποταγμένα, ὅμως, δέν μποροῦσαν νά βοηθήσουν σ᾽ ἐκεῖνα, καί γι᾽ αὐτό τοῦ ἔκανε βοηθό (ὁ Θεός) αὐτή, γιά νά ἔχη (αὐτή) μαζί του τή φροντίδα οἰουδήποτε πράγματος καί βέβαια γιά νά τόν βοηθᾶ σέ πολλά.
12. Προκάλεσε ὁ Κύρος λήθαργο στόν ᾽Αδάμ καί (αὐτός) κοιμήθηκε καί τοῦ ἀφήρεσε μία ἀπ᾽ τίς πλευρές καί τήν ἐπένδυσε μέ σάρκα: “καί ὁ Κύριος μορφοποίησε σέ γυναῖκα τήν πλευρά πού εἶχε ἀφαιρέσει ἀπ᾽ τόν ᾽Αδάμ· καί τήν ὁδήγησε στόν ᾽Αδάμ”(Γεν 2, 22).
᾽Ανήρ δέ ἄγγελος, ἐπειδή ἐχρίσθη μέ λάμψι καί ἀγνοώντας μέχρι τότε τί εἶναι ὕπνος, ἔπεσε κατά γῆς γυμνός καί ἐκοιμήθη· καί εἶναι πιθανόν ὅτι προβλήθηκε μέ ὅραμα στόν κοιμώμενο ᾽Αδάμ ὅ,τι τότε στόν ἴδιο γινόταν (δηλ. αὐτή ἡ τρόπον τινα χειρουργική ἐπέμβασι).
᾽Αφοῦ δέ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ πλευρά, ἐναλλάξ ἡ μέν σάρκα του ἐπίσης ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ συμπληρώθηκε (ἀφενός), καί (ἀφετέρου) ἀφοῦ ἐξήχθη ἡ πλευρά, διαμορφώθηκε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τῆς μορφῆς καί διακοσμήθηκε ἁρμοδίως· καί (ὁ Θεός) τήν ὁδήγησε καί τήν παρουσίασε στόν ᾽Αδάμ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἕνας καί δύο· ἕνας (ὑπῆρξε) μιᾶς καί ἦταν ὁ ᾽Αδάμ, ἐνῶ δύο (ὑπῆρξε) κατά τό ὅτι δημιουργήθηκε ἄρσεν καί θῆλυ (Γεν 1, 27, 5, 2).
13. Ἀφοῦ εἶπε γιά τόν ὕπνο του καί γιά τήν ἀφαιρεθεῖσα πλευρά καί γιά τήν γυναῖκα πού πλάσθηκε ἀπ᾽ αὐτή (τήν πλευρά) καί ἡ ὁποία (γυναῖκα) ὁδηγήθηκε πρός αὐτόν, ἔγραψε: “Εἶπεν ᾽Αδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου. Αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρός αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη”(Γεν 2, 23) (Εἶπε ὁ ᾽Αδάμ: αὐτό τώρα εἶναι ὀστό ἀπ᾽ τά ὀστά μου καί σάρκα ἀπ᾽ τή σάρκα μου. Αὐτή θά ὀνομασθῆ γυνή, διότι λήφθηκε ἀπ᾽ τόν ἄνδρα της).
Λέει “νῦν”, δηλαδή: αὐτή που ἦλθε μετά τά ζῶα, δέν ἔγινε ὅμοια μ᾽ αὐτά. Διότι αὐτά εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἐκείνη δέ ὀστό ἀπ᾽ τά ὀστά μου καί σάρκα ἀπ᾽ τή σάρκα μου. Βεβαίως, τοῦτο τό εἶπε (ὁ ᾽Αδάμ) εἴτε προφητικῶς εἴτε εἶδε διά τῆς ὁράσεως τοῦ ὕπνου ὅπως εἴπαμε παραπάνω, καί τήν ἀναγνώρισε.
Μετά ἀπ᾽ αὐτό, ὅλα τά ζῶα δέχθηκαν ἐκείνη τήν ἡμέρα τά ὀνόματα τῶν οἰκογενειῶν τους· ἐπίσης (ὁ ᾽Αδάμ) δέν ὀνόμασε —διά τοῦ προσωπικοῦ ὀνόματος— τήν πλασθεῖσα πλευρά “Εὔα”, ἀλλά γυναῖκα, διά τοῦ γενικοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπιτεθέντος στό φύλο· Καί τό “Θά ἐγκαταλείψη ὁ ἄνδρας τόν πατέρα του καί τή μητέρα του καί θά προσκολληθῆ στή γυναῖκα του”(Γεν 2, 24) λέχθηκε ἐπειδή θά συνάψουν κοινωνία καί θά εἶναι ἀμφότεροι ἕνα χωρίς διάζευξι (χωρισμό), ὅπως δηλ. ἦταν κάποτε (ἑνωμένοι σ᾽ ἕνα σῶμα, αὐτό τοῦ ᾽Αδάμ).
14. Μετά ἀπ᾽ αὐτά εἶπε: “Ἦταν καί οἱ δύο γυμνοί,... καί (= ἀλλά) δέν αἰσθάνονταν ντροπή”(Γεν 2, 25)· καί τό ὅτι δέν αἰσθάνονταν ντροπή, δέν συνέβη βέβαια ἐπειδή (τάχα) ἀγνοοῦσαν τί εἶναι ντροπή. Διότι ἄν ἦταν στήν ἡλικία παιδιά, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ βέβηλοι, δέν θά γραφόταν ὅτι “ἐκεῖνοι ἦταν γυμνοί, ἀλλά δέν ντρέπονταν” οὔτε ἐπίσης θά λεγόταν (ἐκεῖνος) ᾽Αδάμ καί (ἐκείνη) σύζυγός του παρά μόνο (ἐγράφη) ἐπειδή ἦταν ὥριμοι στήν ἡλικία. ᾽Αρκοῦν ἐπίσης τά ὀνόματα πού ἔδωσε ὁ ᾽Αδάμ, γιά νά πεισθῆ κανείς γιά τή σοφία του καί τό λεγόμενο, “γιά νά ἐργάζεται καί νά τόν φυλάσση” (ἀρκεῖ) πρός δήλωσι τῆς ρώμης του καί ὁ νόμος πού τοῦ τέθηκε εἶναι μάρτυς τῆς ἀκμῆς τῆς ἡλικίας τους· καί ἡ παράβασι τῆς ἐντολῆς εἶναι μάρτυς τῆς ὑποροψίας τους. Λόγῳ τῆς δόξας, μέ τήν ὁποία ἦταν περιβεβλημένοι, δέν αἰσχύνονταν· ἀφοῦ, ὅμως, αὐτή τούς ἀφαιρέθηκε μετά τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς, ντράπηκαν γιά τό ὅτιδημιουργήθηκανγυμνοί. Καί οἱ δύο τους προσέτρεξαν στά φύλλα, γιά νά καλύψουν ὄχι βέβαια τά σώματά τους, ἀλλά τά ἀπόκρυφα μέλη τους.
15. Ἀφοῦ εἶπε ὅτι ἡ γυμνότητά τους εἶχε κοσμηθῆ μέ οὐράνιο ἔνδυμα, καί ὅτι ἐκεῖνοι δέν αἰσχύνθηκαν, πάλι ἔγραψε γιά τήν πονηρία τοῦ φιδιοῦ, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί τό φίδι ἦταν φρονιμότερο ἀπ᾽ ὅλα τά ζῶα τοῦ ἀγροῦ, τά ὁποῖα ὁ Κύριος εἶχε δημιουργήσει”(Γεν 3, 1). Μολονότι δέ ἦταν πανοῦργος —ἦταν πονηρότερος ἀπ᾽ τά ἄλογα ζῶα πού κυβερνοῦσε ὁ ἄνθρωπος— ὄχι γιατί ξεπερνοῦσε στήν πονηρία του τό μέτρο τῶν ζώων, ἤδη (ὁ ὄφις) εἶχε ἀνατραφῆ σύμφωνα μέ τό ἀνθρώπινο μέτρο· ἦταν πονηρότερος ἀπ᾽ τά ἄλογα κτήνη καί πανουργότερος ἀπ᾽ τά ἄπειρα ζῶα. Διότι φαίνεται ὅτι τό φίδι, πού δέν εἶχε τή διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶχε τήν ἀνθρώπινη σοφία καί πάλι φαίνεται ὅτι ὁ ᾽Αδάμ, ὁ ὁποῖος ὑπερεῖχε τοῦ φιδιοῦ στή μορφή, τήν ψυχή, τό νοῦ καί τή δόξα καί τή θέσι, ἦταν ἐπίσης ἀπείρως ἀνώτερος ἐκείνου στήν πανουργία. Διότι ἦταν σοφότερος ἀπ᾽ ὅλα τά ζῶα ὁ ᾽Αδάμ, πού σάν κύριος καί κυβερνήτης ἐπιστατοῦσε στά ζῶα καί ἦταν ἀπ᾽ ὅλα πιό συνετός ἐκεῖνος πού ἔδωσε ὄνομα σέ ὅλα. Διότι, ὅπως ὁ ᾽Ισραήλ δέν μποροῦσε χωρίς κάλυμμα νά κυττάξη τό πρόσωπο τοῦ Μωϋσέως, ἔτσι καί τά ζῶα δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀτενίσουν τήν λάμψι τῶν ᾽Αδαμιτῶν. Μέ χαμηλωμένο τό βλέμμα ἦλθαν μπροστά του, ὅταν λάμβαναν τά ὀνόματα ἀπ᾽ αὐτόν, διότι δέν μποροῦσαν νά χορτάσουν τούς ὀφθαλμούς τους ἀπ᾽ τή δόξα του. Γι᾽ αὐτό, ἄν καί (ὁ ὄφις) ἦταν πανουργότερος τῶν ζώων, σέ σχέσι (ὅμως) πρός τόν ᾽Αδάμ καί τήν Εὔα, τούς κυρίους τῶν ζώων, ἦταν ἠλίθιος.
16. Ἀφοῦ μίλησε γιά τήν πονηρία τοῦ φιδιοῦ, πάλι ἔγραψε γιά τήν ἀπάτη πού συνέβη σέ βάρος τῆς Εὔας, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί εἶπε τό φίδι στή γυναῖκα· Στ᾽ ἀλήθεια εἶπε ὁ Θεός νά μή φᾶτε ἀπό ὅλα τά δένδρα τοῦ παραδείσου;”(Γεν 3, 1). Τό λόγο δέ τοῦ φιδιοῦ, εἴτε τή φωνή τοῦ ἴδιου τοῦ φιδιοῦ γνώρισε ὁ ᾽Αδάμ, εἴτε ὁ Σατανᾶς μίλησε μέσῳ αὐτοῦ, εἴτε ὁ ἴδιος ὁ ὄφις, αὐθόρμητα, ζήτησε καί τοῦ δόθηκε ὁ λόγος, εἴτε ὁ Σατανᾶς ζήτησε ἀπ᾽ τό Θεό νά δοθῆ γιά ἕνα χρονικό διάστημα στό φίδι ἡ ἱκανότητα νά μιλᾶ.
Ὁ λόγος δέ τοῦ πειραστῆ δέν θά εἶχε κάνει καθόλου τούς πειρασθέντες νά ἁμαρτήσουν, ἄν ἡ ἐπιθυμία τους δέν εἶχε γίνει ὁδηγός γιά τόν πειραστή. Διότι, βέβαια, ἀκόμη κι ἄν δέν εἶχε ἔλθη ὁ πειραστής, τό ἴδιο τό δένδρο μέ τήν ὄψι του θά εἶχε ἀνοίξει πόλεμο (κατ᾽ αὐτῶν), ξυπνώντας τους τή λαιμαργία.
Βέβαια, πῆραν τήν ἀφορμή ἀπ᾽ τό φίδι, πού τούς παρακίνησε, ἐκεῖνοι στούς ὁποίους ἡ ἐπιθυμία, ὅπως ἡ παρότρυνσι τοῦ φιδιοῦ καί περισσότερο ἀπ᾽ τήν παρότρυνσι του, ἔγινε καταστροφική.
17. Διότι εἰπώθηκε: “Εἶδε ἡ γυναῖκα ὅτι τό δένδρο ἦταν εὐχάριστο γιά βρῶσι καί τερπνό στά μάτια καί εὐχάριστο στήν ὄψι. Καί πῆρε ἀπ᾽ τούς καρπούς του κι ἔφαγε”(Γεν 3, 6). Βέβαια, ἄν ἡττήθηκε ἀπ᾽ τήν τερπνότητα τοῦ δένδρου καί ἀπ᾽ τό θέλγητρο τοῦ καρποῦ του, δέν ἡττήθηκε ἀπ᾽ τήν παρότρυνσι πού ἐνέβαλε στήν ἀκοή της ἐκείνη, πού ἁμάρτησε ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας τῆς καρδιᾶς της.
Διότι, βέβαια, ἐπειδή εἶχε τεθῆ ἡ ἐντολή στούς ὑποκείμενους σέ πειρασμό, ἔπρεπε κάποτε νά ἔλθη (καί) ὁ πειραστής.
Διότι, —ἐπειδή ὁτιδήποτε ὑπάρχει στόν παράδεισο κι ἔξω ἀπ᾽ τόν παράδεισο, ἔδωσε (ὁ Θεός) στόν ᾽Αδάμ διά τῆς χάριτος, οὔτε ἀπαίτησε (ὁ Θεός) ἀπ᾽ αὐτόν {τό χρέος} γιά τό ὅτι τόν δημιούργησε, ἀλλά οὔτε βέβαια γιά τή δόξα μέ τήν ὁποία τόν εἶχε περιβάλει—, δίκαια τόν ἐμπόδισε ἀπό ἕνα δένδρο, αὐτόν στόν ὁποῖο εἶχε δώσει διά τῆς χάριτος ὁτιδήποτε βρισκόταν στόν παράδεισο καί στή γῆ καί στόν ἀέρα καί βέβαια στή θάλασσα. Διότι, ἐπειδή δημιουργώντας τον (ὁ Θεός) δέν τόν εἶχε κάνει θνητό, οὔτε καί ὑπόχρεο θανάτου, κατά τέτοιο τρόπον ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ᾽Αδάμ —εἴτε τηρώντας εἴτε καί παραβαίνοντας τήν ἐντολή— νά ἐπιτύχη ἀπ᾽ τό ἕνα μόνο ἀπ᾽ τά δένδρα, ὅ,τι τοῦ ἄρεσε.
Δημιούργησε, λοιπόν, ὁ Θεός, τό δένδρο τῆς ζωῆς καί τό ἔκρυψε ἀπ᾽ τούς ᾽Αδαμῖτες, πρῶτον γιά νά μή διεξάγη αὐτό (τό δένδρο) μάχη πρός ἐκείνους μέ τήν ὡραιότητά του καί διπλασιάζη τή μαχητικότητά τους κι ἐπειδή δέν ἦταν σωστό νά προσβλέπουν πρός τήν ἐντολή τοῦ ἀοράτου Θεοῦ ἐξαιτίας τοῦ τεθέντος πρό τῶν ὀφθαλμῶν τους μισθοῦ.
Βέβαια, κι ἄν (ὁ Θεός) ἐπιδαψίλευσε μέ τή χάρι του τά σύμπαντα, ὅμως, ὅρισε γιά λόγους δικαιοσύνης νά τούς δίνη τήν αἰώνια ζωή, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά τούς παραχωρηθῆ μέσῳ τῆς βρώσεως ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς. Τούς ἔθεσε, λοιπόν, ἐντολή. Ἡ ἐντολή, ὅμως, δέν ἦταν βαρειά, ἰσάξια τοῦ ἐξαιρέτου μισθοῦ, πού προετοίμαζε γιά χάρι τους, ἀλλά τούς ἐμπόδισε ἀπό ἕνα δένδρο, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ἀρκοῦσε νά βρίσκωνται ὑπό τήν ἐντολή. Τούς ἔδωσε, λοιπόν, ὁλόκληρο τόν παράδεισο, γιά νά μή καταναγκασθοῦν νά παραβιάζουν τό νόμο.
18. Ἑπομένως, ἐπειδή ἀνεζητεῖτο πειραστής, ὅπως εἶπα, δέν ἐπετράπη στό Σατανᾶ —σάν ἕνα ἀπ᾽ τούς ἀγγέλους ἤ ἀπ᾽ τά Σεραφίμ ἤ ἀπ᾽ τά Χερουβίμ— νά στέλνεται πρός τοῦτο πρός τόν ᾽Αδάμ, ἀλλά οὔτε βέβαια καί στόν ἴδιο τό Σατανᾶ ἐπετράπη μέ τό ἴδιο νά ἔλθη πρός τόν ᾽Αδάμ, στόν κῆπο δηλαδή, μέ μορφή ἀνθρώπινη εἴτε θεία, μέ τήν ὁποία ἦλθε στόν Κύριό μας πάνω στό ὄρος.
Δέν ἦλθαν τά μεγαλύτερα κι εὐγενέστερα ζῶα, δηλ. ὁ Βεεμόθ ἤ ὁ Λεβιάθαν, οὔτε ἦλθε (κανένα) ἀπ᾽ τά ἄλλα ζῶα ἤ ἀπ᾽ τά καθαρά κτήνη, γιά νά μήν τυχόν βρεθῆ σ᾽ ἕνα ἀπό ἐκεῖνα ἀφορμή παραβάσεως τῆς ἐντολῆς. ᾽Αλλά παραχωρήθηκε νά ἔλθη πρός αὐτούς (τούς ᾽Αδαμῖτες) αὐτό τό φίδι, πού, ἄν καί πονηρό, ὅμως, ἦταν ἄπειρα περιφρονημένο καί δυσειδές. Καί τό φίδι ἦλθε καί, χωρίς νά νοῆ, δίνει σημάδια ἀληθινά ἤ ἄν καί ἀλλάζοντας ἀπατηλή ὄψι, ὅμως, ἦλθε μόνος, ταπεινός, μέ τά μάτια χαμηλωμένα, διότι δέν μποροῦσε ν᾽ ἀτενίση τή λάμψι ἐκείνης πού ἐπρόκειτο νά πειράξη. Καί ἀπό φόβο δέν ἦλθε πρός τόν ᾽Αδάμ, ἀλλά πρός τήν Εὔα, γιά νά τήν ἐξωθήση σέ βρῶσι ἀπ᾽ τό δένδρο, ἀπ᾽ τό ὁποῖο τῆς ἦταν ἀπαγορευμένο νά φάη καί ἡ ὁποία (Εὔα) δέν εἶχε ἀκόμη γευθῆ ἀπ᾽ τίς χιλιάδες καί μυριάδες (δένδρων) πού τίς εἶχαν παραχωρηθῆ· καί δέν τό εἶχε γευθῆ, ὄχι λόγῳ νηστείας· ἡ πεῖνα δέν τήν εἶχε ἀκόμη βασανίσει, ἐπειδή εἶχε δημιουργηθῆ κατ᾽ αὐτό τόν ἴδιο χρόνο.
῞Ολη (ἡ αἰτία), γιατί ὁ ὄφις δέν εἶχε ἐμποδισθῆ νά ἔλθη ἐσπευσμένος, ὑπῆρξε τό ὅτι ἡ ἴδια ἡ βιασύνη τοῦ φιδιοῦ ἦταν ἐναντίον τοῦ φιδιοῦ. Διότι ἦταν χρόνος κατά τόν ὁποῖον δημιουργήθηκε ἡ Εὔα καί δέν γνώριζε ἀκόμη τί εἶναι πεῖνα, οὔτε μέχρι αὐτό τό χρονικό σημεῖο ἠνωχλεῖτο ἀπ᾽ τόν ἀγῶνα μέ τά θέλγητρα τοῦ δένδρου.
Βέβαια, ἐπειδή (ἡ Εὔα) δέν πεινοῦσε οὔτε εἶχε ἡττηθῆ στή μάχη πρός τό δένδρο, δέν ἐμποδίσθηκε τό φίδι νά γίνη πειραστής, μέ σκοπό —ἄν (ἡ Εὔα) νικοῦσε σέ μάχη στιγμιαῖα καί σέ βραχύ ἀγῶνα— ν᾽ ἀναγγείλη ὁ ὄφις κι ἐκεῖνος πού ἦταν μέσα στόν ὄφι τήν ποινή, πού οἱ ἴδιοι ὑπέμειναν, καί γιά νά φάη ἡ ἴδια μέ τόν ἄνδρα της ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς καί γιά νά ζήσουν αἰώνια καί γιά νά τούς δοθῆ, ἐπιπρόσθετα στήν ὑποσχεθεῖσα σ᾽ αὐτούς ζωή, τήν ὁποία ἐκ δικαιοσύνης θά εἶχαν ἀποκτήσει· ἐκ δικαιοσύνης ὅ,τι προηγουμένως τούς δόθηκε ἐκ χάριτος. Σπεύδοντας, λοιπόν, ἦλθε ὁ πειραστής, οὔτε ἐμποδίσθηκε ἔτσι, ὥστε ἀπ᾽ τό (γεγονός) ὅτι (ἀμέσως) μέ τήν ἐντολή ἦλθε ὁ πειραστής, νά γνωρίζουν ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ὁ πειραστής, γιά νά προφυλαχθοῦν ἀπ᾽ τήν ἀπάτη του. Ἦλθε λοιπόν καί τούς ἔδωσε μεγάλη ὑπόσχεσι, ἐκεῖνος πού, βέβαια, οὔτε μικρό ὄνομα εἶχε μπορέσει νά δώση σ᾽ αὐτούς.
19. Εἶπε, λοιπόν, στή γυναῖκα μέσῳ τοῦ ὄφεως ἐκεῖνος πού ἦταν μέσα στόν ὄφι· “Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός εἶπε: ῾Δέν θά (= δέν ἐπιτρέπεται νά) φᾶτε ἀπό κανένα δένδρο τοῦ παραδείσου;᾽”. Πρέπει, ὅμως, νά θεωρήσουμε τόν τρόπο (τοῦ πειρασμοῦ), διότι ἄν εἶχαν ἐμποδισθῆ ἀπ᾽ ὅλα τά δένδρα, ὅπως εἶπε ὁ ὄφις, τέτοια ἐντολή θά ἦταν βαρειά. ᾽Επειδή ἀντιθέτως (τούς) κυρώθηκε (ἐντολή), σάν νά ἦταν μηδαμινή, διότι μικρή καί πρόσκαιρη τούς ἐτέθη, μέχρι ν᾽ ἀπομακρυνθῆ ὁ πειραστής.
“᾽Απάντησε δέ ἡ Εὔα στό φίδι: ῾᾽Απ᾽ τούς καρπούς τοῦ δένδρου τοῦ παραδείσου τρῶμε καί ἀπ᾽ τόν καρπό τοῦ δένδρου πού βρίσκεται στό μέσο τοῦ παραδείσου εἶπε (ὁ Θεός): Δέν θά φᾶτε ἀπ᾽ αὐτό οὔτε θά τό πλησιάσετε, γιά νά μήν πεθάνετε᾽”(Γεν 3, 2-3). Τό φίδι δέ καί αὐτός πού ἦταν μέσα του, ἀκούγοντας ὅτι ὅλα τά δένδρα τοῦ παραδείσου τούς δόθηκαν πρός βρῶσι καί ὅτι τούς ἀπαγορεύθηκε ἕνα, νόμισαν ὅτι θάἀνατραπῆἐπονείδιστα, ἐπειδή εἶδαν ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα περιθώριο γιά ὑπόσχεσι.
20. ῎Εστρεψε, λοιπόν, ὁ πειραστής τό πρόσωπο πρός τήν ἐντολή τοῦ δεσπότη καί (εἶδε) ὅτι, ὄχι μόνο τούς εἶχε ἀπαγορευθῆ νά φᾶνε ἀπ᾽ τό δένδρο, ἀλλά καί νά τό προσεγγίσουν καί ἀντιλήφθηκε ὅτι (ὁ Θεός), γιά νά μήν παρασυρθοῦν ἀπ᾽ τή γοητεία τοῦ δένδρου τούς εἶχε προειδοποιήσει νά φυλάγωνται ἀπ᾽ τή θέα του· γι᾽ αὐτό (ὁ πειραστής), γιά νά στρέψη τό πρόσωπό της πρός αὐτό, παρωθώντας τήν Εὔα, εἶπε: “Δέν θά πεθάνετε. ᾽Επειδή γνωρίζει ὁ Θεός ὅτι τήν ἡμέρα πού θά φᾶτε ἀπό ἐκείνους (τούς καρπούς) θ᾽ ἀνοίξουν οἱ ὀφθαλμοί σας καί θά εἶσθε ὅπως ὁ Θεός, θά γνωρίζετε δηλ. τό ἀγαθό καί τό κακό”(Γεν 3, 4-5).
᾽Αμέλησε δέ ἡ Εὔα νά ἐρευνήση τά λόγια τοῦ ὄφεως, πῶς δηλ. εἶχε πεῖ ὁ πειραστής αὐτό —ἀντίθετα μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ— καί νά τόν ὀνειδίση (ἡ Εὔα) καί νά πῆ: “Πῶς νά ἀνοιγοῦν οἱ ὀφθαλμοί μου, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι κλειστοί; Καί πῶς ἀπ᾽ τή βρῶσι τοῦ καρποῦ νά διακρίνω τό ἀγαθό ἀπ᾽ τό κακό, ἀφοῦ, ἰδού, πρίν νά φάω τά ἔχω αὐτά;”. ᾽Αμέλησε δέ νά πῆ κατά τοῦ ὄφεως ὅσα ἔπρεπε καί —σύμφωνα μέ τή θέλησι τοῦ ὄφεως— ἀποστρέφοντας τούς ὀφθαλμούς της ἀπ᾽ τόν ὄφι, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐνώπιόν της, ἔρριξε τό βλέμμα πρός τό δένδρο, τό ὁποῖο τῆς εἶχε ἀπαγορευθῆ νά προσεγγίση.
᾽Εσιώπησε δέ ὁ ὄφις, ἐπειδή εἶχε ἀντιληφθῆ ἤδη τό παράπτωμά της.
Διότι δέν τήν ὠθοῦσε τόσο νά φάη ἀπ᾽ τό δένδρο ἡ ὑποβολή εἰσερχόμενη διά τῆς ἀκοῆς, ὅσο τό βλέμμα, τό ὁποῖο ἔστρεφε πρός τό δένδρο, τήν δελέαζε στό νά δρέψη καί νά φάη ἀπ᾽ τούς καρπούς του.
Διότι βέβαια μποροῦσε νά πῆ στόν ὄφι: “῎Αν (τώρα) δέν βλέπω, πῶς νά δῶ ὁτιδήποτε ὁρατό; Καί ἄν (τώρα) δέν μπορῶ νά διακρίνω ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό, πῶς νά διακρίνω τήν ὑπόσχεσί σου, ἄν δηλ. εἶναι ἤ ὄχι ἀγαθή; ῞Οτι ἡ θεότητα εἶναι ἀγαθή καί ὅτι τό ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν εἶναι ὡραῖο, πῶς ἄραγε (μπορῶ καί) κατανοῶ; (ἀφοῦ λές ὅτι τώρα δέν μπορῶ καθόλου νά διακρίνω;).
Καί ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κακός, πῶς ἄραγε τό διακρίνω; ῎Αν δέ αὐτά δέν τά ἔχω, γιατί ἐσύ ἦλθες σ᾽ ἐμένα; Ἡ ἔλευσί σου πρός ἐμᾶς μαρτυρεῖ ὅτι αὐτά ἐμεῖς τά ἔχουμε (ἤδη).
Διότι βέβαια μέ τήν ὅρασι πού ἔχω, καί μέ τή νόησι τοῦ ἀγαθοῦ καί κακοῦ ἡ ὁποία εἶναι δική μου, ἐξετάζω τήν ὑπόσχεσί σου, καί, ἄν κρατῶ ὅσα ὑπόσχεσαι, ποῦ εἶναι ὅλη σου ἡ σύνεσι, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά καλύψη τήν ἀπιστία σου;”.
Αὐτά δέν τά εἶπε (ἡ Εὔα) στό φίδι, μήπως τυχόν καί τό νικοῦσε, ἀλλά ἐντατικά κάρφωσε τό βλέμμα της στό δένδρο, ὥστε γρήγορα ἡττήθηκε. ᾽Ακολουθώντας, λοιπόν, τήν ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν της καί ἐπιζητώντας τή θέωσι, πού τῆς ὑποσχέθηκε ὁ ὄφις, ἔφαγε κρυφά ἀπ᾽ τόν ἄνδρα της καί μετά ἀπ᾽ αὐτό ἔδωσε στόν ἄνδρα της κι ἐκεῖνος ἔφαγε μαζί της. Διότι, βέβαια, ἐπειδή πίστευσε ὅτι ὁ ὄφις εἶναι ἀξιόπιστος, ἔφαγε προηγουμένως (ἡ Εὔα) μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά μεταβληθῆ σέ θεότητα σέ σχέσι μ᾽ ἐκεῖνον ἀπ᾽ τόν ὁποῖο ὡς γυνή προῆλθε.
Βιαστικά ἔφαγε πρίν ἀπ᾽ τόν ἄνδρα γιά νά γίνη η κεφαλή τῆς κεφαλῆς της καί γιά νά τόν κυριεύη, αὐτόν πού εἶχε αὐτοκυριαρχία καί γιά νά γίνη ἀρχαιότερη (τοῦ ᾽Αδάμ) κατά τή θεότητα, ἐπειδή ἦταν νεότερη ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη κατάστασί (φύσι) της.
21. Ἀφοῦ δέ ἔφαγε, οὔτε μεγαλύτερη οὔτε μικρότερη ἔγινε, οὔτε ἀπέκτησε τή διάνοιξι τῶν ὀφθαλμῶν —διότι οὔτε τή θεότητα, στήν ὁποία προσέβλεπε, ἥρπασε, οὔτε τή διάνοιξι τῶν ὀφθαλμῶν, τήν ὁποία θά εἰσήγαγε στόν παράδεισο, βρῆκε— ἐπιπλέον προσέφερε στόν ἄνδρα της καί μέ πολλά παρακάλια τόν ἔκανε νά φάη, κι ἄς μήν εἶναι γραμμένο (στή Γένεσι) ὅτι τόν παρακάλεσε. ᾽Αφοῦ δέ ἔφαγε ἡ Εὔα οὔτε μέ θάνατο πέθανε, ὅπως εἶχε πῆ ὁ Θεός, οὔτε ἀπέκτησε τή θέωσι, ὅπως εἶχε πῆ ὁ ὄφις. Διότι, ἄν εἶχε γυμνωθῆ, θά φοβόταν ὁ ᾽Αδάμ καί δέν θά ἔτρωγε, καί ἄν (ὁ ᾽Αδάμ) δέν θά εἶχε ἡττηθῆ ἀπ᾽ αὐτό πού δέν θά εἶχε φάει, ὅμως δέν θά ἦταν (καί) νικητής, ἀφοῦ δέν θά εἶχε πειρασθῆ. Διότι ἡ γυμνότητα τῆς συζύγου του θά τόν εἶχε ἐμποδίσει νά φάη, καί ὄχι ἡ ἀγάπη ἤ ὁ φόβος τοῦ ἐντολέως. Βέβαια, ἐπειδή ἔπρεπε νά δοκιμασθῆ ὁ ᾽Αδάμ γιά ἕνα χρονικό διάστημα ἀπ᾽ τίς κολακεῖες τῆς Εὔας, ὅπως ἐκείνη δοκιμάσθηκε μέ τήν ὑπόσχεσι τοῦ Σατανᾶ, πλησίασε (ἡ Εὔα) κι ἔφαγε καί δέν γυμνώθηκε.
22. ῞Οταν δέ εἶχε εἰσαγάγη (ἡ Εὔα) τόν ᾽Αδάμ στή βρῶσι, εἶπε ἡ Γραφή, “᾽Ανοίχθηκαν οἱ ὀφθαλμοί καί τῶν δύο καί συνειδητοποίησαν ὅτι εἶναι γυμνοί”(Γεν 3, 7).
᾽Ανοίχθηκαν, λοιπόν, οἱ ὀφθαλμοί τους, ὄχι γιά νά γίνουν σάν τό Θεό, ὅπως εἶχε πῆ ὁ ὄφις, ἀλλά γιά νά δοῦν τή γύμνωσί τους, ὅπως ἤλπιζε ὁ ἐχθρός. Εἶχαν ἀνοιχθῆ λοιπόν οἱ ὀφθαλμοί τους καί εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ. Ἦταν ἀνοικτοί γιά νά διακρίνουν τά πάντα, καί εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ γιά νά μή βλέπουν τό δένδρο τῆς ζωῆς καί τή γύμνωσί τους. Διότι καί γιά τό ἑξῆς ἀκόμη τούς φθονοῦσε ὁ ἐχθρός, ἐπειδή οἱ ἴδιοι ἦταν κυρίαρχοι ὅλων τῶν ἐπιγείων κατά τή δόξα καί τό λογικό, καί (διότι) σ᾽ ἐκείνους μόνο εἶχε δοθῆ ὡς ὑπόσχεσι ἡ αἰώνια ζωή, τήν ὁποία ἔπρεπε νά λάβουν ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς.
Αὐτά, λοιπόν, τά ὁποῖα εἶχαν ἤδη οἱ ᾽Αδαμῖτες καί αὐτά πού ἐπρόκειτο ν᾽ ἀποκτήσουν, φθόνησε ὁ ἐχθρός καί μέ δόλο πολέμησε καί τούς ἡφάρπαξε, μέ στιγμιαία μάχη, ὅσα μέ μακρό ἀνοικτό πόλεμο δέν θά εἶχαν ἀπολεσθῆ (γι᾽ αὐτούς).

Το έργο θα δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου στην ιστοσελίδα
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου για εμπορικούς ή κερδοσκοπικούς λόγους. Τα δικαιώματα αυτά ανήκουν εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα κ.Χρίστο Βασιλειάδη.

 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
8  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2011 


Read more:http://www.egolpion.net/efraim_genesis_6.el.aspx#ixzz2kmVk0dbU

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου