Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 7η]

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 7η]


ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 
ΕΝΟΤΗΤΑ 7η

23. Διότι καί ἄν —ὡς ὀφειλόταν— εἶχε ἀπορριφθῆ ὁ ὄφις, θά ἔτρωγαν ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς καί δέν θά ἐμποδίζονταν ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς γνώσεως, διότι ἀπ᾽ τό ἕνα (δένδρο) θά εἶχαν ἐπιτύχει γνῶσι ἀπλανῆ καί ἀπ᾽ τό ἄλλο θά λάμβαναν ζωή αἰώνια· θά εἶχαν ἐπιτύχη τή θέωσι ἐν τῇ ἀνθρωπότητι καί κάτω σ᾽ αὐτό τό ἴδιο τό σῶμα τόσο τήν ἀπλανῆ σοφία ὅσο καί τήν αἰώνια ζωή εἶχαν ἀποκτήσει· μέ τίς ἴδιες ὑποσχέσεις του, λοιπόν τό φίδι (τούς) ἀφαιροῦσε ὅ,τι (στό μέλλον) θά εἶχαν (ἀποκτήσει).
Τούς ἔκανε νά πιστεύσουν ὅτι θά τό ἀποκτήσουν διά τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς, καί, ὅπως συνέβει, δέν τό ἀπέκτησαν μέ μιά τήρησι ἐντολῆς [δέν τό ἀπέκτησαν, ἀφοῦ δέν τήρησαν τήν ἐντολή].
Τούς ἐμπόδισε ἀπ᾽ τή θέωσι μέ τό νά τούς ὑποσχεθῆ θέωσι καί τούς ἐμπόδισε ἀπ᾽ τό νά φωτισθοῦν οἱ ὀφθαλμοί τους διά τῆς ὑποσχέσεως περί τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς, σ᾽ αὐτούς πού εἶχε δοθῆ σάν ὑπόσχεσι τό ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν διά τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως.
῎Αν, ὅμως, εἶχαν θελήσει καί εἶχαν μετανοήσει μετά τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς, ἀκόμη κι ἄν αὐτό πού ἀπέκτησαν δέν εἶχαν ἀποκτήσει· ὅ,τι εἶχαν ἐπιδιώξει πρίν ἀπ᾽ τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς, δέν εἶχαν διακρατήσει, ὅμως τίς κατάρες τίς κυρωθεῖσες κατά τῆς γῆς καί κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους θά (τίς) εἶχαν ἀποφύγει. Διότι ὅλη ἡ βραδύτητα πού ἐπέδειξε ὁ Θεός κατεβαίνοντας πρός ἐκείνους (ἔγινε) γιά νά τούς δώση τόπο ἀμοιβαίας διορθώσεως καί αἰτήσεως εὐσπλαχνίας πρός τόν πρός αὐτούς ἐρχόμενο κριτή. Διότι ἡ ἄφιξι τοῦ ὄφως δέν εἶχε καθυστερήσει, γιά νά μήν τυχόν ὁ πειρασμός τους ἕνεκα τῆς θέας τοῦ γοητευτικοῦ δένδρου γινόταν μεγαλύτερος. Ὁ Κριτής, ὅμως, ἄργησε νά ἔλθη πρός αὐτούς, γιά νά τούς δώση τόπο ἑτοιμασίας τῆς αἰτήσεως (συγγνώμης). ᾽Αλλ᾽ οὔτε ἡ σπουδή τοῦ πειρασμοῦ τούς ὠφέλησε, ἄν καί αὐτή ὑπῆρξε πρός ὠφέλειά τους· ἀλλά οὔτε ἀπ᾽ τήν καθυστέρησι τοῦ Κριτοῦ ὠφελήθηκαν, ἄν κι ἐκείνη ἡ ἐπιβράδυνσι ἐπίσης ἔγινε γι᾽ αὐτό τό λόγο.
24. “Καί ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ, τό δειλινόν καί ἐκρύβησαν... ἀπό προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου”(Γεν 3, 8) (Καί τό δειλινό ἄκουσαν τήφωνήτοῦ Κυρίου, καθώς περπατοῦσε στόν Παράδεισο, καί κρύφθηκαν ἀπ᾽ Αὐτόν ἀνάμεσα στά δένδρα τοῦ Παραδείσου).
Καθόλου βέβαια δέν θέλησε νά τούς βοηθήση μόνο μέ τή μακροθυμία πού τούς παραχωρήθηκε, ἐκεῖνος πού καί μέ τόν ἦχο τῶν ποδιῶν του θέλησε νά τούς ὠφελήση. Διότι καί ἦχος ἐκπέμφθηκε ἀπ᾽ τά ἤρεμα βήματά του, γιά νά προετοιμασθοῦν (αὐτοί) μέ τόν ἦχο, γιά νά ἱκετεύσουν ἐκεῖνον, πού ἐξέπεμψε τόν ἦχο.
᾽Αλλά, ὅμως, ἐπειδή οὔτε μέ τήν ἐπιβράδυνσι (τῆς ἀφίξεώς) του, οὔτε μέ τόν ἦχο πού τούς προεκπέμφθηκε ὁδηγοῦνταν (αὐτοί) στό νά προσευχηθοῦν σ᾽ αὐτόν (τό Θεό), αὐτός χρησιμοποίησε, ἐκτός τοῦ ἤχου τῶν βημάτων του, ἀκόμη καί τή φωνή τῶν χειλέων του, καί εἶπε: “᾽Αδάμ, ποῦ εἶσαι;”. Ὁ δέ ᾽Αδάμ, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποχρέωσι νά ὁμολογήση τό ἁμάρτημά του καί νά ζητήση ἔλεος προτοῦ ἐκδοθῆ κατ᾽ αὐτοῦ ἡ ἐτυμηγορία, εἶπε: “῎Ακουσα τή φωνή σου στόν παράδεισο καί φοβήθηκα, ἐπειδή εἶδα ὅτι εἶμαι γυμνός, καί κρύφθηκα”(Γεν 3, 9-10). Ὁ ἦχος δέ τῶν ποδῶν προπορευόμενος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος φανερωνόταν γιά νά διορθώση τούς ἀδαμῖτες, ὑπῆρξε προτύπωσι τῆς φωνῆς τοῦ ᾽Ιωάννου, πού θά ἐρχόταν πρίν ἀπ᾽ τόν Υἱό, “Κρατᾶ φτυάρι στό χέρι του καί καθαρίζει τό ἁλώνι του· τό ἄχυρο θά τό κατακαύση διά πυρός, ἐνῶ τά σιτηρά θά τά καθαρίση, γιά νά τά εἰσαγάγη στό σιτοβολῶνα του”(Μθ 3, 12· Λκ 3, 17).
25. “῎Ακουσα τή φωνή σου καί κρύφθηκα”. Εἴθε ἔστω καί τώρα νά εἶχες ἀκούσει τή φωνή του. Διότι, ἰδού, ἐνῶ σ᾽ ἔπλαθε καί σ᾽ ἔβαζε στόν παράδεισο, κι ἐνῶ σοῦ ἐνέβαλλε ὕπνο καί ἀφαιροῦσε τήν πλευρά σου καί κατασκεύαζε καί σοῦ ἔφερνε τή γυναῖκα, δέν ἄκουσες τή φωνή του; ῎Αν ἄκουσες, ἑπομένως, μόλις τώρα τή φωνή του, νά κατανοήσεις, ἔστω καί τώρα, αὐτή τή φωνή τῶν βημάτων, ἡ ὁποία σοῦ δόθηκε, νά τήν ἀκούσης, γιά νά κινηθοῦν τά χείλη σου σέ ἱκεσία. Πές, λοιπόν, σ᾽ ᾽Εκεῖνον, πρίν σέ ρωτήση γιά τό πλησίασμα τοῦ ὄφεως καί γιά τήν παράβασι τή δική σου καί τῆς Εὔας, ἐπειδή ἡ τυχόν ὁμολογία τῶν χειλέων σας θά σᾶς καθαρίση ἀπ᾽ τίς ἁμαρτίες τίς ὁποῖες (διέπραξαν) τά δάκτυλά σας, δρέποντας τόν καρπό. ᾽Αμέλησαν, ὅμως, νά ἐξομολογηθοῦν τό τί ἔπραξαν, καί νά ποῦν αὐτά, τά ὁποῖα ἔγινανἀπ᾽ αὐτούς, σ᾽ Αὐτόν ὁ ὁποῖος τά ξέρει ὅλα.
26. “Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;”. Στή θέωσι, πού σοῦ ὑποσχέθηκε ὁ ὄφις, ἤ ὑποταγμένος στό θάνατο, τόν ὁποῖο σοῦ προανήγγειλα (ὅτι θ᾽ ἀποκτήσης), ἄν προσβλέψης στούς καρπούς; Σκέψου ὦ ᾽Αδάμ, ἄν στή θέσι τοῦ πάντων ἀχρειοτάτου ὄφεως, πού σέ πλησίασε, ἐρχόταν ἕνας ἄγγελος ἤ ἄλλος θεός, μήπως ἔπρεπε νά περιφρονήσης τήν ἐντολή ᾽Εκείνου, πού σοῦ εἶχε δώσει ὅλα αὐτά, καί νά ἀκούσης τίς ὑποσχέσεις αὐτοῦ ἀκριβῶς πού δέν σοῦ εἶχε κάνει μέχρι τώρα κανένα καλό;
Κακό θεωρεῖς Αὐτόν πού σέ εἶχε πλάσει ἐκ τοῦ μηδενός καί σέ εἶχε κάνει δεύτερο θεό ἐπί τῆς δημιουργίας;
Καί ἀγαθό θεωρεῖς αὐτόν πού μόνο παχειά λόγια σοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ; Καί ἄν μέ θαυμαστή δύναμι εἶχε ἔλθει σ᾽ ἐσένα ἄλλος θεός καί δέν ἔπρεπε νά συγκατατεθῆς στήν ὑπόσχεσί του, πόσο μᾶλλον (τώρα) πού σέ πλησίασε ὄφις χωρίς δυνάμεις οὔτε θαύματα. Καί μέ τό γυμνό λόγο, πού σοῦ εἶπε (ὁ ὅφις), ἔκανες τό Θεό σου ψεύτη, καί ἀξιόπιστο αὐτόν πού σέ ἐξαπάτησε. Ψεύτη ἔκανες τόν Εὐεργέτη σου, ὁ Ὁποῖος σέ ἔκανε κύριο τοῦ σύμπαντος· ἀξιόπιστο δέ ἔκανες τό δολερό πού μέ τούς δόλους του σοῦ ἡφάρπαξε τήν παγκόσμια κυριαρχία σου.
῎Αν, ὅμως, ὁ ὄφις εἶχε ἐμποδισθῆ νά ἔλθη πρός τόν ᾽Αδάμ γιά νά τόν πειράξη, ὅσοι σήμερα μεμψιμοιροῦν γιά τόν ἐρχομό του, οἱ ἴδιοι θά κατηγοροῦσαν ὅτι ἐμποδίσθηκε αὐτός (ὁ ὄφις) νά ἔλθη. Διότι θά ἔλεγαν ὅτι ἀπό φθόνο ἐμποδίσθηκε νά ἔλθη ὁ ὄφις, γιά νά μήν ἀποκτήση (ὁ ᾽Αδάμ) μέ στιγμιαῖο πειρασμό τήν αἰώνια ζωή. ῞Οσοι πάλι λένε ὅτι δέν θά εἶχε πλανηθῆ ὁ ᾽Αδάμ, ἄν ὁ ὄφις δέν εἶχε ἔλθει, οἱ ἴδιοι θά ἔλεγαν: “Διότι καί ἄν εἶχε ἔλθη ὁ ὄφις, ὁ ᾽Αδάμ δέν θά εἶχε ἁμαρτήσει”. ῞Οπως, ὅμως, φρονοῦν ὅτι αὐτοί θά ἔπρατταν ὀρθῶς, οἱ λέγοντες: ᾽Εάν ὁ ὄφις δέν εἶχε ἔλθει, οἱ ᾽Αδαμῖτες δέν θά ἐπλανῶντο, τόσο περισσότερο ὅσο θά νόμιζαν ὅτι αὐτοί ἄριστα πράττουν ὅταν λένε: “῎Αν εἶχε ἔλθει ὁ ὄφις στούς ᾽Αδαμῖτες, δέν θά τούς εἶχε παρασύρει”.
Διότι, ποιός θά πίστευε παρά μόνο ἐπειδή τοῦτο συνέβη ὅτι θά συνέβαινε ὁ Ἀδάμ νά ὑπακούση στό φίδι, εἴτε ὅτι ἡ Εὔα θά ἔδινε συγκατάθεσι στό ἑρπετό;
27. “῎Ακουσα τή φωνή Σου... φοβήθηκα... καί κρύφθηκα”, λέει, παρακάμπτοντας τό ζητούμενο καί ἀντί γι᾽ αὐτό λέγοντάς του κάτι πού δέν ἦταν τό ζητούμενο. Διότι, βέβαια, αὐτός πού ὤφειλε νά ἐξομολογηθῆ ὅ,τι εἶχε κάνει —πρᾶγμα πού θά τόν ὠφελοῦσε— διηγεῖται τί τοῦ συνέβη, πρᾶγμα πού δέν ὠφελεῖ. Τοῦ εἶπε ὁ Θεός, “Ποιός σοῦ ἔδειξε ὅτι εἶσαι γυμνός; ᾽Ιδού, ἔφαγες ἀπ᾽ τό δένδρο ἀπ᾽ τό ὁποῖο σέ εἶχε συμβουλεύσει νά μή φᾶς”(Γεν 3, 11). Εἶδες τή γυμνότητά σου μέ τήν ὅρασι πού σοῦ ἔδωσε τό δένδρο, μ᾽ ἐκείνη ἀναμφίβολα μέ τήν ὁποία σοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ (ὁ ὄφις) (ὅτι θ᾽ ἀποκτήσης) τήν ἔνδοξη ὄψι τῆς θεότητος. Πάλι ἀμέλησε ὁ ᾽Αδάμ νά ὁμολογήση τό ἁμάρτημά του καί κατηγοροῦσε τήν ὅμοιά του γυναῖκα: “Ἡ γυναῖκα πού μοῦ ἔδωσες, ἐκείνη μοῦ ἔδωσε καί ἔφαγα”(Γεν 3, 12).
Δέν πλησίασα, λέει, ἐγώ τό δένδρο, οὔτε τό χέρι μου τόλμησε ν᾽ ἁπλωθῆ σ᾽ αὐτό. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ᾽Απόστολος εἶπε, “Ὁ ἴδιος ὁ ᾽Αδάμ δέν ἁμάρτησε· ἡ Εὔα παραβίασε τήν ἐντολή”(Α´ Τιμ 2, 14). Καί ἄν (ὁ Θεός) σοῦ ἔδωσε, ὦ ᾽Αδάμ, τή γυναῖκα ὡς βοηθό, σοῦ τήν ἔδωσε ὄχι δέ πρός βλάβην (σου) καί (σοῦ τήν ἔδωσε) σάν αὐτή πού θά δέχεται διαταγές (σου) καί ὄχι (σάν αὐτή πού) θά σέ διατάζη.
28. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ ᾽Αδάμ δέν ἤθελε νά ἐξομολογηθῆ τήν ἁμαρτία του, κατέβηκε ὁ Θεός γιά νά ρωτήση τήν Εὔα καί τῆς εἶπε, “Γιατί τό ἔκανες αὐτό;”. Καί ἡ Εὔα, ἡ ὁποία ὄφειλε μέ τά δάκρυά της νά (τόν) ἱκετεύση, ἀναλαμβάνοντας (τήν εὐθύνη γιά) τό ἁμάρτημά της, μήπως καί τῆς δινόταν ἔλεος σ᾽ αὐτή καί στόν ἄνδρα, τί ἄραγε ἀπάντησε καί εἶπε; (Μήπως εἶπε) ὁ ὄφις μοῦ ὑπεσχέθη, ἤ, μέ ἔθελξε; (Κάθε ἄλλο) ἀλλά ἀνοικτά εἶπε, “Τό φίδι μέ ἀπάτησε καί (γι᾽ αὐτό) ἔφαγα”(Γεν 3, 13).
᾽Αφοῦ δέ ἀμφότεροι ρωτήθηκαν καί βρέθηκαν στερημένοι συντριβῆς καί ἀληθινῆς συγγνώμης, κατέβηκε ὁ Θεός πρός τόν ὄφι, ὄχι ρωτώντας (τον) ἀλλ᾽ ἐκφέροντας τή δικαστική (του) ἀπόφασι. Διότι, ὅπου ὑπῆρχε τόπος μετανοίας, ὁ Θεός εἶχε χρησιμοποιήσει τήν ἐρώτησι, ἀλλά πρός αὐτόν πού ἦταν ἀλλότριος μετανοίας χρησιμοποίησε τήν καταδίκη. Καί γιά νά γνωρίσης ὅτι ὁ ὄφις δέν μποροῦσε νά μετανοήση, ὅταν ὁ Θεός τοῦ ἔλεγε: “᾽Επειδή ἔκανες αὐτό, θά εἶσαι καταραμένοςμπροστά ἀπόὅλα τά ζῶα”(Γεν 3, 14), δέν εἶπε (ὁ ὄφις) ὅτι αὐτός (ὁ ὄφις) δέν τό ἔκανε, ἐπειδή φοβόταν νά ψευσθῆ, οὔτε (καί) ὁμολόγησε ὅτι τό ἔκανε, διότι ἦταν ξένος πρός τή μετάνοια. Θά εἶσαι καταραμένος μπρός σ᾽ ὅλα τά ζῶα, γιατί ἐξαπάτησες τούς κυρίους ὅλων τῶν ζώων. Καί σύ, πού ἤσουν φρονιμότερος ἀπ᾽ ὅλα τά ζῶα, θά εἶσαι καταραμένος μπρός σέ ὅλα τά ζῶα, καί θά περπατᾶς πάνω στήν κοιλιά σου, γιατί, ἐξαιτίας σου μπῆκαν στό γένος τῶν γυναικῶν οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ. Καί ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς σου θά τρῶς χῶμα, ἐπειδή στέρησες τούς ᾽Αδαμῖτες ἀπ᾽ τή βρῶσι τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς. Καί θά θέσω ἔχθρα ἀνάμεσα σ᾽ ἐσένα καί στή γυναῖκα καί ἀνάμεσα στό σπέρμα σου καί στό δικό της, διότι μέ τήν ἀπατηλή σου ἀγάπη, τήν ἐξαπάτησες καί ὑπέταξες στό θάνατο ἐκείνη καί τούς ἀπογόνους της. Δείχνει δέ τήν ἔχθρα πού μπῆκε ἀνάμεσα στόν ὄφι καί στή γυναῖκα καί ἀνάμεσα στό σπέρμα της και στό σπέρμα ἐκείνου καί εἶπε: “Τό δικό σου κεφάλι θά τό σπάση, γιατί θέλησες νά ξεφύγης ἀπ᾽ τή δουλεία τοῦ σπέρματός της. Καί σύ θά τρώσης ἐκεῖνο (δηλ. τό σπέρμα της) ὄχι στήν ἀκοή, ἀλλά στήν πτέρνα”.
30. ῎Αν δέ καί βγῆκε δικαίως ἡ δικαστική ἀπόφασι κατά τοῦ ὄφεως —διότι ἡ καταδίκη ἐπιπίπτει ὅπου ὑπῆρξε ὡς αἰτία της τό πταῖσμα— ὅμως, αὐτή ὑπῆρξε μόνο (ἡ αἰτία), γιατί ἄραγε ν᾽ ἀρχίση (ὁ Θεός) ἀπ᾽ αὐτόν τόν ἀχρειότατο, ἀφοῦ ἡ Δικαιοσύνη εἶχε καταπραΰνει τήν ὀργή Του κατ᾽ αὐτοῦ, ἴσως νά φοβοῦνταν οἱ ᾽Αδαμῖτες καί νά μετανοοῦσαν, καί νά γινόταν τόπος χάριτος πρός συγχώρησι ἐκείνων (καί πρός ἀπαλλαγή τους) ἀπ᾽ τίς κατάρες τῆς δικαιοσύνης. ᾽Επειδή δέ τό φίδι ἔγινε ἀντικείμενο κατάρας καί οἱ ᾽Αδαμῖτες δέν παρακαλοῦσαν (τό Θεό), ἦλθε (ὁ Θεός) γιά νά ἐπιβάλη ποινή. Ἦλθε πρός τήν Εὔα, ἐπειδή ἀκόμη μέσῳ αὐτῆς διαβιβάσθηκε ἡ ἁμαρτία στόν ᾽Αδάμ. ῞Ορισε, λοιπόν, κατά τῆς Εὔας λέγοντας: “Πληθύνων πληθυνῶ τάς λύπας σου καί τόν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα”(Γεν 3, 16) (Θά πληθύνω τίς θλίψεις σου· μέ πόνους θά γεννᾶς παιδιά).
Λοιπόν, ἄν καί ἡ Εὔα θά γεννοῦσε ἐξαιτίας τῆς εὐλογίας γιά τοκετό, τήν ὁποία μαζί μέ ὅλα τά ζῶα (αὐτή) εἶχε λάβει, ὅμως δέν θά εἶχε πολλούς τοκετούς (ἐάν δέν μεσολαβοῦσε ἡ παρακοή), διότι θά ἦταν ἀθάνατοι ἐκεῖνοι τούς ὁποίους θά γεννοῦσε.
Θά ἦταν (ἡ ἴδια) ἀπαλλαγμένη ἀπ᾽ τούς πόνους τοῦ τοκετοῦ τους καί ἀπ᾽ τή μομφή γιά (κακή) ἀνατροφή τους, καί ἀπό θρήνους ἐξαιτίας θανάτου τους. Καί πρός τόν ἄνδρα θά στραφῆς, πρός λῆψι συμβουλῆς καί ὄχι πρός παροχή (συμβουλῆς). Καί αὐτός ὁ ἴδιος θά σέ κυριεύη, ἐπειδή ἤλπισες ὅτι ἐφεξῆς μέ τή βρῶσι τοῦ καρποῦ θά κυριαρχῆς σ᾽ αὐτόν.
31. Ἀφοῦ, ἐπίσης, ὅρισε στήν Εὔα καί στόν ᾽Αδάμ (τίς ἀποφάσεις Του), ἐπειδή δέν φανέρωναν μετάνοια, στράφηκε καί πρός ἐκεῖνον, προκειμένου νά ἐκδώση καταδικαστική ἀπόφασι καί εἶπε: “᾽Επειδή παρασύρθηκες ἀπ᾽ τή φωνή τῆς γυναικός σου κι ἔφαγες ἀπ᾽ τό δένδρο, ἀπ᾽ τό ὁποῖο σοῦ εἶχα πεῖ νά μή φᾶς, ἡ γῆ ἐξαιτίας σου θά εἶναι καταραμένη”(Γεν 3, 17).
Μολονότι δέ ἡ γῆ πού δέν ἁμάρτησε ἐπλήγη ἐξ ἀμοιβαιότητος πρός τόν ἁμαρτήσαντα ᾽Αδάμ, ὅμως, (ὁ Θεός) κάνει νά πάθη ὁ ἀπαθής ᾽Αδάμ διά κατάρας κατά ἀπαθοῦς πράγματος (τῆς γῆς): διότι μ᾽ αὐτή, πού ἦταν καταραμένη, ἔλαβε κατάρα ἐκεῖνος πού δέν ἦταν καταραμένος. Δέν διέφυγε, ὅμως, (ὁ ᾽Αδάμ) ἀπ᾽ τήν ἐκδοθεῖσα ἀπόφασι γιά κατάρα κατά τῆς γῆς, ἐπειδή κατ᾽ αὐτοῦ ὅρισε (ὁ Θεός), λέγοντας, “Μέ κόπους θά τρῶς (ἐξ) αὐτῆς, ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου, μετά τή (μή τηρηθεῖσα) ἐντολή. ᾽Εκείνη, (ἀπό) τήν ὁποία χωρίς κόπους θά εἶχες φάη, ἄν τηροῦσες τήν ἐντολή, θά βλαστήση πρός λύπη σου ἀγκάθια καί τριβόλους, μετά τό ἁμάρτημα, τά ὁποῖα (βλαστήματα), ἐκείνη (ἡ γῆ) δέν θά εἶχε παραγάγει, ἄν δέν λάμβανε χώρα ἡ ἁμαρτία. Θά φᾶς τό χόρτο τοῦ ἀγροῦ, διότι καταφρόνησες, ἐξαιτίας τῶν λίγων γλυκόλογων τῆς συζύγου σου, τούς ἐπιθυμητούς καρπούς τοῦ παραδείσου.
Καί μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θά τρῶς τό ψωμί σου, ἐπειδή δέν σοῦ ἄρεσε νά καρπώνεσαι χωρίς κόπο τίς τέρψεις μέσα στόν κῆπο. Αὐτά δέ νά σοῦ συμβαίνουν μέχρι πού νά ἐπιστρέψης στή γῆ, ἀπ᾽ τήν ὁποία ἐλήφθης, ἐπειδή καταφρόνησες στιγμιαία ἐντολή, ἡ ὁποία θά σοῦ εἶχε δώσει αἰώνια ζωή μέσῳ τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς, τό ὁποῖο σοῦ ἦταν ἐπιτετραμμένο νά φᾶς.
Κι ἐπειδή προέρχεσαι ἀπ᾽ τή γῆ καί τό ξέχασες (αὐτό), θά ἐπιστρέψης στή γῆ σου καί διά τῆς εὐτελείας σου θά μάθης τί πράγματι εἶσαι”.
32. Ἐπίσης ὁ Σατανᾶς, ὁ ὁποῖος ἐπί ἕξι ἡμέρες μαζί μέ τήν ἄβυσσο, μέσα στήν ὁποία δημιουργήθηκε, ἐκεῖνος πού μέχρι τήν ἕκτη ἡμέρα ἦταν ὡραῖος, ὅπως ὁ ᾽Αδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ ὁποῖοι μέχρι τό χρόνο τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς ἦταν ὡραῖοι, ὁ Σατανᾶς, λοιπόν, ὁ ὁποῖος αὐτή τήν ἡμέρα κρυφίως ἔγινε σατανᾶς, τήν ἴδια αὐτή, ἡμέρα ἐπίσης, κρυφίως δικάσθηκε καί καταδικάσθηκε. Διότι δέν θέλησε (ὁ Θεός) νά γνωστοποιήση τήν κρίσι του ἐνώπιον ἐκείνων πού δέν εἶχαν ἀντιληφθῆ τόν ὑπ᾽ αὐτοῦ (τοῦ Σατανᾶ) πειρασμό. Διότι εἶπε ἡ γυνή, ὁ ὄφις εἶναι πού μέ ἐξαπάτησε καί ὄχι ὁ Σατανᾶς. ᾽Εκρίθη, λοιπόν, μυστικῶς καί μαζί του καταδικάσθηκαν ὅλες οἱ στρατιές του.
᾽Επίσης δέ, ἐπειδή, βέβαια, τό ἁμάρτημα ἦταν μεγάλο, καί καθένας τους ἀπ᾽ Αὐτόν (τόν Θεό) θά ἐλάμβανε ἄνιση ποινή, (γι᾽ αὐτό), ὅπως κυρώθηκαν οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ κατά τῆς Εὔας καί τῶν θυγατέρων της, καί ὅπως κυρώθηκαν οἱ μόχθοι καί ὁ θάνατος κατά τοῦ ᾽Αδάμ καί τῶν υἱῶν του καί ὅπως κυρώθηκε κατά τοῦ ὄφεως νά περιφρονῆται ὁ ἴδιος καί κάθε ἀπόγονός του, ἔτσι κυρώθηκε κατ᾽ ἐκείνου πού ἦταν μέσα στό φίδι, νά πορεύεται στό πῦρ μαζί μέ ὅλα τά στρατεύματά του. Διότι ὁ Κύριός μας μέ τήν Καινή Διαθήκη φανέρωσε ὅ,τι ἦταν κρυμμένο στήν Παλαιά Διαθήκη καί εἶπε, “Περί δέ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται”(᾽Ιω 16, 11) (Καί περί κρίσεως, διότι ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἔχει καταδικασθῆ καί ὑποστῆ τιμωρία).
33. Ἀφοῦ ἔκανε λόγο γιά τήν καταδίκη πού εἰσέπραξαν, πειραστής καί πειρασθέντες, γράφει: “᾽Εποίησε Κύριος ὁ Θεός τῷ ᾽Αδάμ καί τῇ γυναικί αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καί ἐνέδυσεν αὐτούς” (῎Εφτιαξε ὁ Κύριος δερμάτινους χιτῶνες γιά τόν ᾽Αδάμ καί τή γυναῖκα του καί τούς ἔντυσε μ᾽ αὐτούς). Οἱ χιτῶνες, ὅμως, αὐτοί εἴτε εἶναι ἀπό δέρματα ζώων, εἴτε δημιουργήθηκαν ὅπως τά ἀγκάθια καί οἱ τρίβολοι, πού δημιουργήθηκαν ἀφοῦ συμπληρώθηκαν τά ἔργα (τῆς δημιουργίας). ᾽Επειδή λέχθηκε, “᾽Εποίησε Κύριος ὁ Θεός... καί ἐνέδυσεν αὐτούς”, εἶναι πιθανό ὅτι ἐκεῖνοι (οἱ ᾽Αδαμῖτες), θέτοντας τά χέρια τους πάνω στά φύλλα, παρατήρησαν ὅτι ἐνδύθηκαν μέ δερμάτινους χιτῶνες. ῎Αραγε ἐνώπιον τῶν ἴδιων (τῶν ᾽Αδαμιτῶν) φονεύθηκαν τά ζῶα, γιά νά τραφοῦν (αὐτοί) μέ τή σάρκα τους (τῶν ζώων) καί γιά νά καλύψουν μέ δέρματα τή γύμνια τους, ἡ ὁποῖα τούς προκαλοῦσε ντροπή, καί γιά νά δοῦν τό θάνατο τοῦ σώματός τους μέσῳ τοῦ θανάτου αὐτῶν (τῶν ζώων).
34. Ἀφοῦ δέ συμπληρώθηκαν ὅλα αὐτά, εἶπε: “᾽Ιδού ὁ ᾽Αδάμ ἔγινε ὡς εἷς ἐξ ὑμῶν, γνωρίζων τό ἀγαθόν καί τό κακόν” (Ὁ ᾽Αδάμ ἔγινε σάν ἕνας ἀπό ἐμᾶς, γνωρίζοντας τό ἀγαθό καί τό κακό). Μέ αὐτό δέ τό ὁποῖο εἶπε, “῎Εγινε ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν”, ἄν καί ἀποκάλυπτε (ὁ Θεός), ἔστω καί μυστηριωδῶς τήν Τριάδα, ὁ Θεός, ὅμως, εἰρωνευόταν τόν ᾽Αδάμ, στόν ὁποῖο εἶχε λεχθῆ (ἀπ᾽ τό Σατανᾶ): “Θά εἶσθε ὡς ὁ Θεός, γνωρίζοντας τό ἀγαθό καί τό κακό”. (Εἶναι ἀληθές), βέβαια, ὅτι οἱ ᾽Αδαμῖτες τά γνώρισαν ἐκεῖνα τά δύο ἐξαιτίας τῆς βρώσεως τοῦ καρποῦ· διότι καί πρό τοῦ καρποῦ μόνο δι᾽ ἔργου καταλάβαιναν τό ἀγαθό καί ἄκουγαν γιά τό κακό διαμέσου τοῦ ἀγαθοῦ· ἀφοῦ, ὅμως, ἔφαγαν, ἔγινε μετατροπή, οὕτως ὥστε διά ψιθύρων ν᾽ ἀκοῦν γιά τό ἀγαθό, δι᾽ ἔργου δέ νά γεύωνται τό κακό, διότι ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾽ αὐτούς ἡ δόξα, μέ τήν ὁποία ἦταν ντυμένοι καί κυριάρχησαν πάνω τους οἱ μόχθοι, οἱ ὁποῖοι προηγουμένως ἀποχωροῦσαν ἀπ᾽ αὐτούς.
35. “Καί τώρα γιά νά μήν ἁπλώση τό χέρι του καί δρέψη ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς καί φάη καί ζήση αἰωνίως”. Διότι, ἐπίσης, ἄν τόλμησε νά φάη ἀπό ἐκεῖνο (τό δένδρο) τοῦ ὁποίου ἡ βρῶσι τοῦ ἦταν ἀπαγορευμένη, πόσο μᾶλλον σπεύδει πρός αὐτό τό δένδρο, πού δέν τοῦ ἦταν ἀπαγορευμένο; ᾽Επειδή ὅμως, βγῆκε καταδικαστική διαταγή κατ᾽ ἐκείνων νά ζοῦν μέ κόπο καί ἱδρῶτα καί μόχθους καί πόνους (ὑπῆρχε φόβος), μήπως τυχόν τρώγοντας ἀπ᾽ αὐτό τό δένδρο, ζοῦν αἰώνια καί παραμένουν σ᾽ αὐτή τήν ἐπίμοχθη ζωή αἰώνια, (γι᾽ αὐτό) τούς ἐμπόδισε (ὁ Θεός), αὐτούς πού εἶχαν ντυθῆ σάν ροῦχο τήν κατάρα, ἀπ᾽ τή βρῶσι ἐξ ἐκείνου (τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς), τό ὁποῖο (δένδρο) σκόπευε νά τούς τό δώση, σ᾽ αὐτούς δηλ. πού (πρίν τήν παράβασι) ἦταν ντυμένοι μέ δόξα καί πού (αὐτό) τούς ἀφαιρέθηκε διά τῆς κατάρας.
Γιά νά μή γίνη, λοιπόν, ἐκεῖνο τό ζωοποιό δῶρο (εἰς διαιώνισι) τοῦ μόχθου καί ὅ,τι εἶχαν λάβει ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς γίνη γι᾽ αὐτούς κάτι τό χειρότερο ἀπ᾽ ὅ,τι εἶχαν ἀποκτήσει ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς γνώσεως, διότι ἀπ᾽ αὐτό (τό δένδρο τῆς γνώσεως) εἶχαν ἀποκτήσει (μόνο) ἐφήμερους μόχθους, (ὑπῆρχε ὁ φόβος μήπως) τοῦτο (τό δένδρο τῆς ζωῆς) κάνη τούς πρόσκαιρους μόχθους αἰώνιους· ἀπό ἐκεῖνο (τό δένδρο τῆς γνώσεως) ὑποτάχθηκαν στό θάνατο, ὁ ὁποῖος λύνει τά δεσμά τῶν μόχθων τους, ἐνῶ αὐτό (τό δένδρο τῆς ζωῆς) θά τούς ἔκανε στή ζωή τους ἐνταφιασμένους ζωντανούς νεκρούς, ἀφοῦ αἰωνίως θά τούς εἶχε κάνει σταυρωθέντες διά τῶν μόχθων τους· τούς ἐμπόδιζε, λοιπόν, ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς, διότι βέβαια πάνω στήν καταραμένη γῆ ἔπρεπε νά ἐπιτραπῆ μιά ζωή ὄχι μέ ἄφθονες τέρψεις, οὔτε (πάλι) ἔπρεπε νά βρίσκεται ἡ αἰώνια ζωή μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο φευγαλέο. ᾽Εάν εἶχαν φάει τό ἄλλο (τό τῆς ζωῆς, πρίν τήν παράβασι) θά εἶχε συμβεῖ ἕνα ἀπ᾽ τά δύο: “εἴτε ἡ ἀπόφασι τοῦ θανάτου θά ἀποδεικνυόταν ψευδής, εἴτε ἡ ζωοποιός δύναμι τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς θά εἶχε ἐξελεγχθῆ ψευδής”. Γιά νά μή γίνη, λοιπόν, ἄκυρη ἡ ἀπόφασι περί θανάτου καί μολυνθῆ διά ψεύδους ἡ ζωοποιοῦσα δύναμι τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς, (ὁ Θεός) ἐμποδίζει στό ἑξῆς τόν ᾽Αδάμ, γιά νά μήν τυχόν ἐπιπλέον φανερωθῆ βλάβη προερχόμενη ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς, ὅπως ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς γνώσεως (αὐτός) βλάφθηκε. Δηλ. “᾽Εξαπέστειλεν αὐτόν Κύριος ὁ Θεός... ἐργάζεσθαι τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη”(Γεν 3, 23) (Τόν ἀπέστειλε νά ἐργάζεται στή Γῆ, ἀπ᾽ τήν ὁποία τόν δημιούργησε), πάλι γιά νά λάβη εὐεργεσία ἀπ᾽ τήν κοπιαστική ζωή, ἐκεῖνος πού ἔλαβε βλάβη ἀπ᾽ τήν ἡσυχία τοῦ κήπου.
36. Γιά δέ τήν ἔξοδο ἀπ᾽ τόν παράδεισο, γράφθηκε, “(ὁ Θεός) ἔκανε ὥστε πρός τήν ἀνατολική πλευρά τοῦ παραδείσου τῆς ᾽Εδέμ νά περιστρέφεται ἕνα Χερουβίμ καί ὀξύτητα ξίφους περιστρεφομένου, γιά τή φύλαξι τῆς ὁδοῦ πρός τό δένδρο τῆς ζωῆς”. Τό περίφραγμα αὐτοῦ ἦταν ζῶν, διότι ἀφ᾽ ἑαυτοῦ κυκλοφοροῦσε γιά τή φύλαξι τῆς ὁδοῦ πρός τό δένδρο τῆς ζωῆς καί (πρός παρεμπόδισι) ὁποιουδήποτε θά ἤθελε νά τολμήση νά δρέψη τόν καρπό του. Διότι θά ἀφάνιζε μέ τήν κόψι τοῦ ξίφους του ὁποιονδήποτε θνητό, πού θά πορευόταν πρός ἁρπαγήν τῆς αἰωνίας ζωῆς γιά τόν ἑαυτό του.

Το έργο θα δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου στην ιστοσελίδα
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου για εμπορικούς ή κερδοσκοπικούς λόγους. Τα δικαιώματα αυτά ανήκουν εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα κ.Χρίστο Βασιλειάδη.

 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
9  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2011 


Read more:http://www.egolpion.net/efraim_genesis_7.el.aspx#ixzz2kmW4bhCs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου