Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 17η]

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 17η]


Joseph Interprets Pharaoh's Dream (engraving)
ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 
ΕΝΟΤΗΤΑ 17η

Τμῆμα ΛΕ´
1) Ἀφοῦ δέ ὁ ᾽Ιωσήφ πουλήθηκε στόν Πετεφρή, πού ὁ ἴδιος ἔγινε πλούσιος χάρι στόν ᾽Ιωσήφ, ὅπως ὁ Λάβαν εἶχε ὑπάρξει πλούσιος χάρι στόν πατέρα τοῦ ᾽Ιωσήφ, τόν ἐρωτεύθηκε ἡ κυρία του καί τοῦ εἶπε: “Κοιμήσου μαζί μου”(Γεν 39). ᾽Αφοῦ δέ αὐτή ἀπηύδησε ἀπ᾽ τίς μηχανορραφίες της καί δέν τήν ὑπάκουσε ὁ ᾽Ιωσήφ, τόν εἰσήγαγε τεχνηέντως σέ δωμάτιο γιά νά τόν κερδίση. ᾽Αφοῦ δέ τόν ἅρπαξε ἀπ᾽ τόν ἔνδυμά του, ὁ ἴδιος τό ἄφησε στά χέρια της καί διέφυγε ἀπ᾽ τή θύρα. ᾽Επειδή, ὅμως, ἡ γυναίκα ἔκρινε ὅτι θά εἶναι αὐτή παίγνιο τῶν δούλων της, κραύγασε καί συνέρρευσαν οἱ ὑπηρέτες της, γιά νά τῆς χρησιμεύσουν ὡς μάρτυρές της, ὄχι γι᾽ αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε νά κάνη, ἀλλά γι᾽ αὐτό πού σχεδίαζε νά πῆ.
2) Ὁ Ἰωσήφ, ὅμως, ὁ ὁποῖος θά μποροῦσε νά φύγη, κι ἔτσι νά ἔλθη στόν οἶκο τοῦ πατέρα του, ἀποστράφηκε τή λύσι τῆς φυγῆς, πού θά τόν ἔσωζε ἀπ᾽ τήν ἀτίμωσι, καί ἐπέμεινε ὡσότου δῆ ποιά ἔκβασι θά ἔχουν τά ὄνειρα, πού εἶχε δεῖ.
3) Ἦλθε δέ ὁ κύριός του καί ἄκουσε τά λόγια τῆς κυρίας του καί τούς μάρτυρες νά ἐπιβεβαιώνουν τά λόγια της· εἶδε ἐπίσης τό ἔνδυμα τοῦ ᾽Ιωσήφ, τό ὁποῖο ἦταν τεκμήριο κατά τοῦ ᾽Ιωσήφ· καί τόν ἔριξε χωρίς τό ἔνδυμά του στή φυλακή, ὅπως στό παρελθόν τόν εἶχαν ρίξει οἱ ἀδελφοί του στό λάκκο τῆς  ἐρήμου χωρίς τό χιτῶνα του. Ἡ παρηγοριά δέ, πού εἶχαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ κυρίου του, ὅσο βρισκόταν στόν οἶκο τοῦ κυρίου του, ἡ ἴδια ἤλθε πρός τούς φυλακισμένους, ἐνόσῳ ὁ ἴδιος εἶχε κλεισθῆ στή φυλακή.
Πάλι ἑρμήνευσε στούς δύο ὑπηρέτες τοῦ Φαραώ τά δύο ὀνειρά τους καί ὁ ἕνας σταυρώθηκε τήν ἡμέρα πού τοῦ μίλησε ὁ ᾽Ιωσήφ, καί ὁ ἄλλος ἔδωσε τό ποτήρι στά χέρια τοῦ Φαραώ, ὅπως ὁ ᾽Ιωσήφ τοῦ ἑρμήνευσε. Ζήτησε δέ ὁ ᾽Ιωσήφ ἀπ᾽ τόν ἀρχιοινοχόο νά τόν θυμηθῆ ἐνώπιον τοῦ Φαραώ. Τοῦτε δέ τό ἴδιο τό λεχθέν: “Θυμήσου με”, ἔκανε ἐκεῖνον νά τόν λησμονήση ἐπί δύο χρόνια.
4) Πάλι εἶδε ὁ Φαραώ ὄνειρα ἀμφίβολα, τῶν στάχεων καί τῶν ἀγελάδων, καί μολονότι ἡ ἑρμηνεία τους ἦταν εὔκολη σέ ὅλους, (ὅμως) ἐτηρεῖτο ἀποκεκρυμμένη —χάριν τοῦ ᾽Ιωσήφ— καί ἀπ᾽ τούς ἴδιους τούς σοφούς τοῦ Φαραώ. ᾽Αμέσως, ὅμως, μόλις ἔκανε μνεία του (ὁ οἰνοχόος) ἐνώπιον τοῦ Φαραώ, μετά δηλαδή δύο ἔτη, τοῦ ἔστειλε ἀπεσταλμένους, γιά νά τόν ὁδηγήσουν στό Φαραώ. Τήν κόμη, πού ἔγινε μακρυά μέ τήν ἀδημονία του, τήν ἔκοψε ἀπ᾽ τή χαρά του. ᾽Απ᾽ τά λερωμένα ροῦχα, μέ τά ὁποῖα τόν ἔντυσε ἡ θλῖψι, τόν ἔγδυσε ἡ χαρά.
5) Ἀμέσως μόλις ἦλθε ὁ ᾽Ιωσήφ καί ἄκουσε τά ὄνειρα τοῦ Φαραώ, καί εἶδε πόση ἔνδεια μαστίζει τούς Αἰγυπτίους καί τούς εἶπε τήν ἀληθῆ ἑρμηνεία κι ἐπιπροσθέτως ἔδωσε συμβουλή χρήσιμη: “Νά προνοήση ὁ Φαραώ ἄνδρα σοφό, στόν ὁποῖο νά δώση ἐξουσία σέ ὅλη τήν Αἴγυπτο, πρός συλλογή τῶν σιτηρῶν τῶν καλῶν χρόνων”, τά ὁποῖα νά καταναλώνωνται στή διάρκεια τῶν ἑπτά δύσκολων χρόνων. “Γιά νά μήν καταστραφῆ ἀπ᾽ τήν πεῖνα ὁλόκληρη ἡ Αἴγυπτος”. ᾽Εκεῖνο δέ πού εἶπε: “ἄς προνοήση ὁ Φαραώ ἄνδρα”, γιά τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό τό εἶπε. Δέν εἶπε μέ τό ὄνομά του τόν ἑαυτό του φανερά, συμπεριφερόμενος μετριοπαθῶς· οὔτε σέ ἄλλον τό ἀπέδωσε, διότι ὁ ἴδιος γνώριζε ὅτι δέν ὑπῆρχε κανείς ὅμοιός του, πού ν᾽ ἀναλάβη τή φροντίδα γιά τή μεγάλη συμφορά, ἡ ὁποία θά ἐρχόταν ἐναντίον τους.
Φάνηκε σπουδαῖος στά μάτια τοῦ Φαραώ, γιά τήν ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων του (Φαραώ), καί κυρίως ἐξαιτίας τῆς χρήσιμης συμβουλῆς, πού ἡ εὐφυΐα του (τοῦ ᾽Ιωσήφ) ἐπινόησε.
6) Ὁ Φαραώ δέ τοῦ ἔδωσε ἐξουσία πάνω σ᾽ ὅλη του τήν ἐπικράτεια κι ἐπιπλέον δακτυλίδι, μέ τό ὁποῖο ὑποθηκεύονταν οἱ βασιλικοί θησαυροί· διότι ἐκεῖνο τό δακτυλίδι, πού οὐδέποτε εἶχε τεθῆ σέ χέρια Αἰγυπτίων, μετά χαρᾶς ἀφαιρέθηκε ἀπ᾽ τό χέρι τοῦ Φαραώ, καί τέθηκε στό δάκτυλο τοῦ ᾽Ιωσήφ. Διότι, μέ τό δακτυλίδι πού τοῦ δόθηκε, τοῦ δόθηκε γενική ἐξουσία.
᾽Εγώ ὁ Φαραώ, διέταξα: “Καί ἐπί (τῆς ἐξουσίας σου) κανείς ἄς μήν ὑψώση τό χέρι ἤ τό πόδι του σέ ὁλόκληρη τή γῆ τῆς Αἰγύπτου”. Μέ ὅλους, λοιπόν, ὅσοι τοῦ ὑποτάχθηκαν, τοῦ ὑποτάχθηκαν ἀκόμη καί οἱ ἀρχιστράτηγοι καί οἱ πιό ἰσχυροί τοῦ βασιλιᾶ στήν πολιτεία.
7) Ὁ Κύριος, ὅμως, τοῦ ᾽Ιωσήφ ἦταν ἐκεῖ τήν ὥρα πού ἑρμηνεύθηκαν τά ὄνειρα τοῦ Φαραώ. Βλέποντάς τον στό θρόνο νά εἶναι κατώτερος μόνο ἀπ᾽ τόν Φαραώ, ἔφυγε βιαστικά στό σπίτι του κι ἔμπαινε (ἐκεῖ) γιά ν᾽ ἀναγγείλη στή σύζυγό του τήν ἐξύψωσι τοῦ ᾽Ιωσήφ· ἐξαιτίας τῆς βιασύνης του ἔμοιαζε μέ τήν ἴδια τή σύζυγό του, ἡ ὁποία (τώρα) ἀντετίθετο στό νά κατηγορῆ τόν ᾽Ιωσήφ. Τῆς εἶπε δέ: Ὁ ᾽Ιωσήφ ὁ ὑπηρέτης μας, ἔγινε κύριός μας· κι ἐκεῖνος, πού τόν στείλαμε ἔγκλειστο χωρίς ἔνδυμα, ἰδού ὁ Φαραώ τόν ἔντυσε μέ ροῦχα ἀπό βύσσο· κι ἐκεῖνος πού τόν ρίξαμε στή φυλακή, ἰδού κάθεται στό ἅρμα τοῦ Φαραώ· κι ἐκεῖνος, πού τόν συσφίξαμε μέ περιλαίμιο σιδερένιων ἁλυσίδων, στό λαιμό του τοῦ ἔβαλαν χρυσό περιδέραιο. Πῶς, λοιπόν, ἐκ νέου νά κυττάξω αὐτόν, πού τά μάτια μου δέν μποροῦν νά κοιτάξουν;
8) Τοῦ εἶπε δέ (ἡ σύζυγός του): Μή φοβᾶσαι αὐτόν πού δέν τόν ἔβλαψες. Διότι, εἴτε δίκαια εἴτε ἄδικα μπῆκε ἡ ἀτιμία στόν οἶκο μας, ἐκεῖνος εἶναι βεβαιότερος ὅτι ἐκείνη ἡ ἀτιμία διαπράχθηκε μέ τά ἴδια μου τά χέρια. Πήγαινε, λοιπόν, χωρίς φόβο, μέ τούς μεγιστάνες καί ἀρχιστρατήγους, πού ἀκολουθοῦν τό ἅρμα του, γιά νά μή νομίση ὅτι ἐμεῖς λυπόμαστε γιά τήν ὕψωσί του. Καί γιά νά σοῦ δείξω ὅτι αὐτός δέν εἶναι κακός, σήμερα ἄς σοῦ πῶ ἐγώ τήν ἀλήθεια, πού εἶναι ἀντίθετη στό προηγούμενο ψεῦδος μου. ᾽Εγώ εἶχα ἐρωτευθῆ τόν ᾽Ιωσήφ, τότε πού τόν ἔβλαψα· καί ἐγώ ὅρμησα στό ἔνδυμά του, ἐπειδή εἶχα ἡττηθῆ ἀπ᾽ τή λάμψι (τῆς ὀμορφιᾶς) του. ᾽Εάν εἶναι δίκαιος, θά φερθῆ ἄσχημα, ἐξαιτίας τοῦ βάρους (τῆς κατηγορίας) ὄχι σ᾽ ἐσένα, ἀλλά σ᾽ ἐμένα· ἀλλά, ἐάν εἶναι δίκαιος, δέν θά φερθῆ κακῶς, ἐξαιτίας τοῦ ἄχθοῦς, οὔτε πρός ἐμένα, διότι ἐάν δέν τόν εἶχα βλάψει δέν θά φυλακιζόταν· καί ἐάν δέν εἶχε φυλακισθῆ, δέν θά εἶχε ἑρμηνεύση τά ὄνειρα τοῦ Φαραώ, καί δέν θά ἔφθανε σ᾽ αὐτό τό μεγαλεῖο, πού μοῦ διηγήθηκες. ῎Αν καί βέβαια δέν ἤμαστε ἐμεῖς αὐτοί πού τόν ἐξυψώσαμε, εἶναι σάν ἐμεῖς νά τόν ἐξυψώσαμε, γιατί καταπιέζοντάς τον, γίναμε ἐμεῖς ἡ αἰτία πού δοξάσθηκε κι ἔγινε δεύτερος μετά τό βασιλιά.
9) ᾽Αποχώρησε δέ ὁ πρώην κύριος τοῦ ᾽Ιωσήφ καί ἀκολουθοῦσε μαζί μέ ἄλλους ἀνωτέρους του τά ἅρμα τοῦ ᾽Ιωσήφ διά μέσου τῆς ἀγορᾶς τῆς Αἰγύπτου. Κανένα δέ κακό δέν τοῦ ἔκανε ὁ ᾽Ιωσήφ, ἐπειδή γνώριζε ὅτι αὐτός (ὁ Θεός) ἦταν πού ἐπέτρεψε στούς ἀδελφούς του νά τόν ρίξουν στό λάκκο τῆς ἐρήμου, γιά ν᾽ ἀποσταλῆ ὁ ἴδιος μέ σιδερένιες (ἁλυσίδες) ἀπ᾽ τό λάκκο στή φυλακή, καί γιά νά κάθεται ἀπό ἐκείνη τήν ταπεινωτική θέσι πάνω στό ἅρμα τοῦ Φαραώ.
Τμῆμα ΛΣΤ´
1) “Βγῆκε ὁ ᾽Ιωσήφ πρός συλλογή σιταριοῦ”(Γεν 41, 46-47) καί σέ κάθε μιά κώμη, συνέλεγε σύμφωνα μέ τήν ἐτήσια συγκομιδή. Μόλις δέ πέρασαν τά ἀγαθά ἔτη κι ἔφθασαν τά ἔτη τῆς πείνας, ὁ ᾽Ιωσήφ προνόησε γιά τά ὀρφανά καί τίς χῆρες καί γιά ὅλους τούς πτωχούς, πού ἦταν στήν Αἴγυπτο, ὥστε καμμιά ἀνησυχία νά μήν ὑπάρχη στήν Αἴγυπτο.
2) Αὐτός δέ ὁ λιμός ἄν εἶχε ξεσπάση μόνο στήν Αἴγυπτο, ἡ Αἴγυπτος, ἐξαιτίας τοῦ σίτου τοῦ ᾽Ιωσήφ, δέν θά ταρασσόταν· ὅμως ὁ λιμός ἁπλώθηκε σέ ὅλη τή γῆ κι ἐπειδή ὁλόκληρη ἡ γῆ εἶχε ἀνάγκη τῆς Αἰγύπτου, τό σιτάρι ἔγινε σπάνιο καί πολύτιμο πρός ὄφελος τῶν Αἰγυπτίων· διότι λόγῳ τῆς ἀφθονίας του θά τό ἔτρωγαν οἱ Αἰγύπτοι ἔναντι μικρῆς τιμῆς, ἐάν δηλ. ὁλόκληρη ἡ γῆ δέν εἶχε κατεβεῖ στήν Αἴγυπτο πρός ἀντιμετώπισι τοῦ λιμοῦ. Καί πρός δήλωσι, ὅτι ὁλόκληρη ἡ γῆλιμοκτονοῦσε, λέχθηκε: “Ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη ἦλθε στήν Αἴγυπτο, γιά νά προμηθευθοῦν σιτάρι ἀπ᾽ τόν ᾽Ιωσήφ, ἐπειδή εἶχε ἐπικρατήσει λιμός σέ ὁλόκληρη τή γῆ”(Γεν 41, 57).
3) Ἐπειδή δέ κυριαρχοῦσε ἡ πεῖνα ἀκόμα καί στό σπίτι τοῦ ᾽Ιακώβ, “εἶπε ὁ ᾽Ιακώβ στούς γιούς του: Μή φοβᾶσθε· ἄκουσα ὅτι ὑπάρχει σῖτος στή γῆ Αἰγύπτου. Κατεβεῖτε, ἀγορᾶστε γιά μᾶς, γιά νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε”(Γεν 42, 1-2). Αὐτός δέ ὁ λόγος, πού εἶπε: “Μή φοβᾶσθε”, δείχνει πόσο φοβόταν· καί τό “῎Ακουσα ὅτι ὑπάρχει σῖτος”, τό εἶπε ἐξαιτίας τοῦ ὅτι ἔλειπε τό σιτάρι ἀπό ὁλόκληρη τή γῆ· καί τό “᾽Αγορᾶστε γιά μᾶς, γιά νά ζήσουμε καί νά μήν πεθάνουμε”, ἐπειδή εἶχαν ὡς βέβαιο ὅτι αὐτοί θά πέθαιναν μαζί μέ ὅλη τή χώρα τῆς Χαναάν.
4) “Ἦλθαν τά ἀδέλφια τοῦ ᾽Ιωσήφ καί τόν προσκύνησαν ἐδαφιαίως καί τούς ἀναγνώρισε”(Γεν 42, 6-7). ᾽Εκεῖνος, πού προηγουμένως εἶχε ἀγωνία, πότε ἄραγε θά κατέβαιναν (στήν Αἴγυπτο), γιά νά πάρουν σιτάρι (γιά τίς οἰκογένειές τους) —διότι γνώριζε ὅτι κι ἐκεῖνοι μαζί μέ ὅλη τή (γῆ) Χαναάν ἐπλήγησαν ἀπό τή σιτοδεία— καί βλέποντάς τους, χρησιμοποίησε τέχνασμα μ᾽ αὐτούς καί τούς συμπεριφέρθηκε δριμύτατα καί (τούς) εἶπε: “Εἶσθε κατάσκοποι”.
᾽Απάντησαν δέ μέ τά ἑξῆς λόγια: Οὔτε καί τήν αἰγυπτιακή γλῶσσα γνωρίζουμε, γιά νά (μπορέσουμε νά) ἀποκρύψουμε τούς ἑαυτούς μας καί νά κλέψουμε τά σχέδια τῶν Αἰγυπτίων. Καί ὅτι ἐμεῖς κατοικοῦμε τή γῆ Χαναάν, μπορεῖς ἀπό μόνος σου νά τό μάθης ἀπ᾽ τήν προσφορά μας. ῎Αλλωστε εἴμαστε δώδεκα· δέν εἶναι δυνατόν ὅλοι ἐμεῖς νά ἔχουμε μιά κακή θέλησι, νά εἴμαστε δηλ. κατάσκοποι· καί ὅτι ἑκούσια ἤλθαμε καί βρισκόμαστε ἐνώπιόν σου, καί τοῦτο μαρτυρεῖ τήν εἰλικρίνειά μας. ᾽Επειδή βέβαια ἀγνοοῦμε τήν αἰγυπτιακή γλῶσσα καί δέν ντυθήκαμε τήν ἐξωτερική ἐμφάνισι τῶν αἰγυπτίων, εἶναι ἐπιπλέον φανερό ὅτι δέν εἴμαστε κατάσκοποι. Διότι εἴμαστε δώδεκα, οἱ ὁποῖοι παντοῦ εἴμαστε εὐδιάκριτοι ἐξαιτίας τοῦ γένους μας καί τοῦ πλήθους μας. ῞Ενας δέ ἀδελφός μας εἶναι κοντά στόν πατέρα μας, καί ἄλλος (ἐπιπλέον) δέν ὑπάρχει.
5) Βλέποντας δέ ὁ ᾽Ιωσήφ, ὅτι τά ὄνειρά του μέχρι τώρα δέν ἐκπληρώθηκαν —διότι εἶχε δεῖ ἕνδεκα ἀστέρες νά τόν προσκυνοῦν, καί ἐδῶ ἦταν δέκα— ἀπέκρυψε τόν ἑαυτό του ἀπ᾽ αὐτούς, γιά νά μήν καταστήση ὁ ἴδιος, ἐάν φανερωνόταν, λανθασμένα τά ὄνειρά του. “Καί τούς εἶπε: “Γιά νά διαπιστωθῆ ἄν στ᾽ ἀλήθεια εἶσθε ἀδέλφια, νά στείλετε τόν μικρότερο ἀδελφό σας σ᾽ ἐμένα. Καί τούς ἔριξε γιά τρεῖς μέρες στή φυλακή”(Γεν 42, 15-17), γιά νά δοκιμάσουν οἱ ἴδιοι ὅ,τι (αὐτός) ἔπαθε ἔγκλειστος ἐκεῖ ἐπί πολλά ἔτη.
6) Ἀφοῦ ὁ ᾽Ιωσήφ συλλογίσθηκε τά ὄνειρά του, καί εἶδε ὅτι θά συμβῆ ὥστε δυό φορές νά τόν προσκυνήσουν, ὑπό μορφή δεματιῶν δηλ. καί ἀστέρων, αἰσθάνθηκε σωστό νά τούς φανερωθῆ μιά ἄλλη δεύτερη φορά. Ὁδήγησε κι ἔδεσε τόν Συμεών μπροστά στά μάτια τους, προκειμένου νά μάθη ἀπ᾽ αὐτόν μέ ποιό τρόπο ἔπεισαν τόν πατέρα τους γιά τόν ᾽Ιωσήφ κι ἐπίσης ὅ,τι γνώριζε ὅτι θά γίνη, ὥστε οἱ υἱοί καί ἡ σύζυγος τοῦ Συμεών νά σπεύσουν, γιά νά στείλη ὁ ᾽Ιακώβ τό ταχύτερο τόν Βενιαμίν. ῎Ισως δέ αὐτός ὁ ἴδιος (ὁ Συμεών) εἶχε φερθῆ δριμύτερος πρός τόν ᾽Ιωσήφ τόν καιρό πού τόν ἔδεσαν. Δέν ζήτησε, ὅμως, νά τούς ἐκδικηθῆ, αὐτός, πού φανερώνοντάς τους (μετέπειτα) τόν ἑαυτό του, μέ φίλημα τούς περιπτύχθηκε· ἀλλά γιά νά γνωρίζουν —μέ τό νά δεθῆ ἀντί ὅλων ἐκεῖνος, πού φρόντισε νά δεθῆ ὁ ᾽Ιωσήφ— ὅτι ἐκεῖνος ἔλαβε δίκαια ἀνταμοιβή. ᾽Αλλά εἶπαν ἀκόμα οἱ ἴδιοι: “᾽Επάξια ὀφείλαμε νά πάθουμε αὐτά, ἐπειδή εἴδαμε τόν ἀδελφό μας νά μᾶς καθικευτεύη μέ σφιγμένη τήν καρδιά καί δέν τόν λυπηθήκαμε”(Γεν 42, 21). ᾽Αφοῦ δέ ὁ Ρουβήν εἶπε τά γενόμενα, παρόντος τοῦ ᾽Ιωσήφ, καί τοῦ ἰδίου ἀπέχοντος ἀπ᾽ τό ρίξιμο (τοῦ ᾽Ιωσήφ) στό λάκκο, ὁ ᾽Ιωσήφ τό θυμήθηκε καί δάκρυσε, ὄχι βέβαια γιά τό ὅτι τοῦ φέρθηκαν ἔτσι οἱ ἀδελφοί του, ἀλλά διότι ὁ Θεός ἀπ᾽ αὐτόν τόν τόπο τόν ἀνέβασε σ᾽ ἐκεῖνο τό θρόνο.
Τμῆμα ΛΖ´
1) Οἱ ἀδελφοί ἐφοδιασμένοι μέ ἐφόδια ὀδοιπορικά ἀνέβηκαν στή Χαναάν καί διηγήθηκαν στόν πατέρα τους τά δεινά πού ὑπέστησαν σ᾽ αὐτό τό ταξίδι, καί ὅτι ἔγιναν ἀντικείμενο χλευασμοῦ στήν Αἴγυπτο λόγῳ συκοφαντίας γιά κατασκοπεία, πού τούς προσῆψαν καί μέ ποιό τρόπο μόνο χάρι στό Βενιαμίν θά γλύτωναν ἀπ᾽ αὐτό πού ἔπαθαν. ᾽Ενῶ δέ μερικοί ἀπ᾽ αὐτούς διηγοῦνταν αὐτά ἐνώπιον τοῦ πατέρα τους, ἄλλοι ἄδειαζαν τά φορτία τους καί στό στόμιο τοῦ δέματος καθενός ἀπ᾽ αὐτούς βρέθηκε ἀργύριο.
2) Ὁ Ἰακώβ κυριεύθηκε ἀπό στενοχώρια γιά ὅσα τούς συνέβησαν, κυρίως ὅμως γιά τόν φυλακισθέντα Συμεών. Καί μολονότι ἐκεῖνοι καθημερινά ζητοῦσαν ἐπίμονα νά στείλη (ὁ ᾽Ιακώβ) μαζί τους τό Βενιαμίν, ὁ ᾽Ιακώβ δέν συγκατατέθηκε ἀπ᾽ τό φόβο (τοῦ παθήματος) τοῦ ᾽Ιωσήφ. Τέλος, ἐπειδή σώθηκε τό σιτάρι τους καί ὅλοι οἱ οἰκιακοί του κινδύνευαν νά πεθάνουν ἀπ᾽ τό λιμό, τόν πλησίασαν ὅλοι οἱ υἱοί του καί τοῦ εἶπαν: Λυπήσου τό Συμεών χάρι τῶν υἱῶν του καί στερήσου γιά λίγες ἡμέρες τό μικρότερο υἱό σου, χάρι τῆς συζύγου τοῦ Συμεών, γιά νά μήν τόν στερηθῆ αὐτή.
3) Ἐπειδή ὅμως πιέσθηκε ἀπ᾽ τήν πεῖνα, ἐκεῖνος πού μία ἤθελε μία δέν ἤθελε νά στείλη μαζί τους τό Βενιαμίν, τούς ἔστειλε ἐφοδιασμένους μέ ὁδοιπορικά ἐφόδια κι εὐλογίες καί τούς εἶπε: “῞Οπως στερήθηκα τή Ραχήλ, στερήθηκα καί τούς υἱούς της”. Ὁ δέ ᾽Ιοῦδας παρηγόρησε τόν πατέρα του καί εἶπε: “῎Αν δέν σοῦ ξαναφέρω τό Βενιαμίν καί δέν τόν στήσω ἐνώπιόν σου, θά εἶμαι ἔνοχος πταίσματος πρός ἐσένα γιά ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου”(Γεν 43, 8). ῎Ελαβαν δέ ἀπ᾽ τά ἀγαθά τῆς γῆςὀποβάλσαμοκαί καρπούς φυστικιᾶς, δηλ. τερεβίνθου, καί ἄλλα, καί κατέβηκαν στήν Αἴγυπτο καί στάθηκαν ἐνώπιον τοῦ ᾽Ιωσήφ, ὁ ὁποῖος διέταξε τόν οἰκονόμο του, νά τούς τοποθετήση ἐντός τοῦ οἴκου του.
4) Ἐκεῖνοι, βλέποντας τούς δούλους τοῦ ᾽Ιωσήφ νά στρώνουν βιαστικά τά ὑποζύγιά τους καί νά φέρνουν τά φορτία σ᾽ αὐτά, ἔλεγαν ἀγχωμένοι μεταξύ τους: “᾽Απ᾽ τόν πατέρα μας στερήσαμε τό Βενιαμίν, κι ἐμεῖς δέν θά ξαναδοῦμε τό πρόσωπο τοῦ πατέρα μας. Διότι μέ ἀπάτη μπῆκαν τά ἀργύρια στό στόμιο τῶν δεμάτων μας, γιά νά μᾶς κρατήσουν, ἐάν ξεφύγουμε (τή συκοφαντία) ἐκείνων περί κατασκοπείας, καί γιά νά μᾶς κάνουν δούλους ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἄλλης συκοφαντίας περί κλοπῆς. ῎Ας ὁμολογήσουμε, λοιπόν, γιά τό ἀργύριο ἐνώπιον τοῦ οἰκονόμου, προτοῦ ὁ ἴδιος ἀρχίση νά μᾶς ἐνοχοποιῆ, ὥστε νά μᾶς σώση ὁ Βενιαμίν, ὁ ἀδελφός μας, ἀπ᾽ τή συκοφαντία περί κατασκοπίας, καί ἡ ὁμολογία τῶν χειλέων μας ἀπ᾽ τό ἔγκλημα τῆς κλοπῆς”.
5) Πλησίασαν τόν οἰκονόμο τοῦ ᾽Ιωσήφ καί τοῦ εἶπαν, “Φεύγοντας τήν πρώτη φορά, ἀνοίξαμε τούς σάκκους μας καί εἴδαμε ἀργύριο στό στόμιο τοῦ σάκκου τοῦ καθενός μας. ᾽Ιδού δέ τό ἐπιστρέφουμε σ᾽ ἐσένα”(Γεν 43, 20), διότι θά ἦταν ἄδικο νά πάρουμε ἐμεῖς τήν τιμή τοῦ σιταριοῦ μαζί μέ τό σιτάρι. ᾽Εκεῖνος δέ, βλέποντάς τους τόσο φοβισμένους τούς ἐνίσχυσε καί εἶπε, “εἰρήνη σ᾽ ἐσᾶς. Μή φοβᾶστε. Γιατί ὄχι γιά τό ἀργύριο πού ὑπέπεσε στήν ἀντίληψί μου σᾶς εἰσαγάγαμε· ἐξαιτίας τῆς εἰλικρινείας πού ἀνακαλύψαμε σ᾽ ἐσᾶς, σᾶς εἴμαστε εὐμενεῖς· οὔτε εἰσέρχεσθε, γιά νά ὑποστῆτε δίκη γιά πρᾶγμα πού δέν ὑπεξαιρέσατε, εἰσήλθατε ἐσεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχετε προσκληθῆ, γιά ν᾽ ἀνακλιθῆτε καί νά συμφάγετε ἐνώπιόν του. Διότι ὁ κύριός μας εἶναι δίκαιος, καί μ᾽ αὐτή τήν τιμή, μέ τήν ὁποία σᾶς ἀνταμείβει μέ τή δεύτερη φορά τῆς ἀφίξεώς σας, θέλει νά ξεχάσετε τήν ἀδικία πού σᾶς ἔγινε τήν πρώτη φόρα”.
6. “Ἐνῶ δέ ὁ ᾽Ιησήφ ἔμπαινε στόν οἶκο του, τοῦ προσέφεραν προσφορές καί τόν προσκύνησαν, καί οἱ ἴδιοι ἦταν ταραγμένοι. Τούς χαιρέτησε δέ καί πῆραν δύναμι”(Γεν 43, 25-26). Τούς ρώτησε γιά τόν πατέρα τους ἄν ζῆ καί ἡσύχασαν. Καί ἀκόμη τούς ρώτησε γιά τόν ἀδελφό τους, μήπως ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἴδιος, καί τόν εὐλόγησε καί εἶπε, “Ὁ Θεός νά σέ ἐλεῆ, υἱέ μου” καί ἀπ᾽ τήν ψυχή τους ἔφυγε κάθε φόβος. Τόν εἶχε εὐλογήσει σέ γλῶσσα αἰγυπτιακή καί μέσῳ διερμηνέως ἄκουγαν τά προηγούμενα λόγια.
7. “Συγκινήθηκαν δέ τά σπλάχνα του ἐξαιτίας τῶν ἀδελφῶν του καί δακρύζοντας ἀποσύρθηκε στόν κοιτῶνα του, γιά νά τούς προξενήση ἀνακούφισι. ᾽Ανακλίθηκε δέ ὁ ἴδιος μόνος κι ἔδωσε ἐντολή νά ἀνακλιθοῦν οἱ Αἰγύπτιοι· καί ἄρχισε νά κάνη τούς ἀδελφούς του ν᾽ ἀνακλίνωνται, ὡς διά... (μαγικοῦ οἰωνοῦ) τόν πρωτότοκο κατά τά πρεσβεῖα του, καί τό νεότερο κατά τή νεότητά του”(Γεν 43, 30-33).
Θαυμαστό εἶναι τό ἑξῆς, ὅτι οἱ ἀδελφοί του δέν τόν ἀναγνώρισαν ἀπ᾽ τά δῶρα, ἀπ᾽ τό ὅτι τούς ἐπέστρεψε, τήν πρώτη φορά, τό ἀργύριό τους, οὔτε ἀπ᾽ τή φυλάκισι τοῦ Συμεών οὔτε ἀπ᾽ τήν ἐπιστροφή τοῦ Βενιαμίν οὔτε ἀπ᾽ τήν ἐρώτησί του γιά τό γέροντα πατέρα τους, οὔτε ἀπ᾽ τήν κρίσι τοῦ ἴδιου γιά τήν ἐναντίον τους συκοφαντία, οὔτε ἐπιπλέον ἀπ᾽ τό ὅτι τούς δέχθηκε σπίτι του καί εὐλόγησε τόν Βενιαμίν, οὔτε ἀπ᾽ τό ὅτι γνώριζε ὅλων τά ὀνόματα· κυρίως ἐπειδή τή μορφή του ἄν καί ἦταν ὁμοιότατη καί μολονότι ἡ μεγαλοπρέπειά του τούς ἐξαπατοῦσε, θά μποροῦσαν νά θυμηθοῦν τά ὄνειρά του. ᾽Εάν δέ ἐξαιτίας τῆς μεγαλειότητος καί τοῦ ὑψηλοῦ του ἀξιώματος καί τῆς σκληρῆς γλώσσας δέν τόν γνώρισαν, ὅμως, καί ἀπ᾽ τόν Κύριο ἐπετράπη νά καλυφθῆ ὁ ᾽Ιωσήφ ἀπ᾽ αὐτούς, μέχρις ὅτου (στήν πραγματικότητα) ἐκπληρωθοῦν ὅλα του τά ὄνειρα, ἀπό ἐκείνους πού τόν εἶχαν πουλήσει, γιά νά κάνουν τά ὄνειρά του ψεύτικα.
Τμῆμα ΛΗ´
1. Ἀφοῦ δέ συνέφαγαν καί ἤπιαν καί μέθυσαν, τό πρωΐ περιεζώσθησαν γιά τήν πορεία (τῆς ἐπιστροφῆς) —ἀφοῦ τοποθετήθηκε τό ποτήριο (τοῦ ᾽Ιωσήφ) στό σάκκο τοῦ Βενιαμίν, καί ἀφοῦ πάλι (τοποθετήθηκε) τό ἀργύριο ὅλων στούς σάκκους τους— βγῆκε ὁ οἰκονόμος καί τούς συνέλαβε, καί τούς ἀνακοίνωσε ὅσα εἶχε διαταχθῆ ἀπ᾽ τόν Κύριο νά πῆ.
2. Ἐκεῖνοι, ὅμως, ἐπειδή βασίζονταν στήν πεποίθησί τους περί τῆς δικῆς τους εἰλικρινείας, εἶπαν, “᾽Εκεῖνος, στόν ὁποῖο θά βρεθῆ τό ποτήριο, ἄς θανατωθῆ καί ὅλοι ἐμεῖς ἄς γίνουμε δοῦλοι. ᾽Αμέσως δέ ἕνας-ἕνας κατέθεσαν τά φορτία τους... καί ὁ οἰκονόμος ἄρχισε νά ἐρευνᾶ ἀπ᾽ τό φορτίο τοῦ Ρουβήν”(Γεν 44, 9-11), καί, ἐπειδή δέν βρέθηκε (τό ποτήριο) στά προηγούμενα φορτία, ἐξοργίσθηκε ἀπ᾽ τήν ἀδημονία, ἐπειδή δέν θά μποροῦσε πιά νά μένη σ᾽ αὐτή τήν περιοχή.
Τόν παρηγόρησαν δέ οἱ ἀδελφοί τοῦ ᾽Ιωσήφ καί τοῦ εἶπαν, “᾽Ερεύνησε καί στό φορτίο τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ καί γρήγορα γύρισε σπίτι, διότι ἐκεῖ θά βρῆς τό ποτήριο τοῦ κυρίου σου”. ᾽Εκεῖνος δέ σάν νά ἐκτελοῦσε τήν ἐπιθυμία τῶν ἀνδρῶν, ἅπλωσε τό χέρι του στό σάκκο, στόν ὁποῖο δέν ὑπῆρχε (τό ποτήριο) καί θέλησε νά παραλείψη τήν ἔρευνα ἀπό ἐκεῖνον, στόν ὁποῖο ἦταν τό ποτήριο. ᾽Αφοῦ δέ τόν βεβαίωσε μέ ὅρκο ὁ Βενιαμίν, γιά νά ἐρευνήση καί σ᾽ αὐτόν (τό δικό του σάκκο), ἅπλωσε ἀμελῶς τό χέρι του καί ἀφήρεσε τό ἴδιο ποτήριο, ἀληθῶς, μέ τό ἴδιο του τό χέρι.
3. Καθένας τους χωριστά δέν ξέρουν τί νά ποῦν. Δέν μποροῦν νά μήν ἐνοχοποιήσουν βαρειά τόν Βενιαμήν ἐξαιτίας τοῦ ποτηρίου πού βγῆκε ἀπ᾽ τό σάκκο του καί δέν τούς ἐπέτρεψε νά τόν ἐνοχοποιήσουν γιά τό ἀσημικό πού γιά δεύτερη φορά βγῆκε ἀπ᾽ τά φορτία τους. ῎Εκπληκτοι δέ ἀπ᾽ ὅσα τούς συνέβαιναν διαδοχικά, ἔσχισαν τά ἐνδύματά τους καί μπῆκαν κλαίγοντας στόν οἶκο, ἀπ᾽ ὅπου εἶχαν βγῆ χαρούμενοι. Ὁ ᾽Ιωσήφ μέ αἰγυπτιακή ὀργή τούς ἐπέπληξε καί εἶπε: “Τί εἶναι αὐτό πού κάνατε; Εἴπατε ὅτι εἶσθε δίκαιοι καί στό μεγάλο συμπόσιο πού κάναμε πρός τιμήν σας διακηρύξαμε μεταξύ τῶν Αἰγυπτίων τή δικαιοσύνη σας· σήμερα δέ γίνατε περίγελως στά μάτια τῶν Αἰγυπτίων ἀπ᾽ τό ὅτι κλέψατε τό ποτήριο, διά τοῦ ὁποίου προφητεύω γιά ὅλους τούς Αἰγυπτίους. ῎Η μήπως ἀγνοεῖτε ὅτι εἶμαι ἄνδρας πού προφητεύω;”.
Καί ἀπό ποῦ ἄραγε νά γνώριζαν, παρά ἀπ᾽ τό ὅτι χθές ἐνώπιόν τους κτύπησε αὐτό (τό ποτήρι) καί ἔδωσε ἐντολή ν᾽ ἀνακλιθοῦν αὐτοί, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο (μέ τή σειρά τῆς ἡλικίας τους);
4. Καί εἶπε ὁ ᾽Ιούδας, “᾽Ενώπιον τοῦ Θεοῦ βρέθηκαν τά πταίσματα στούς δούλους σου, ὄχι, ὅμως, αὐτό, ἀλλά (ἐκεῖνο) τό ἄλλο, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου λάβαμε αὐτή τήν ἀνταμοιβή καί στό ἑξῆς ὄχι μόνο ἐκεῖνος πού στό φορτίο του βρέθηκε τό ποτήριο, ἀλλά ἐπίσης κι ἐμεῖς θά εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Κυρίου μας”(Γεν 44, 15).
Καί εἶπε ὁ ᾽Ιωσήφ, “Μακρυά ἀπ᾽ τούς δικαίους Αἰγυπτίους τό νά κάνουν αὐτό. Διότι αὐτοί, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης τους καθαρότητος, οὔτε ἄρτο δέν τρῶνε βέβαια μέ τούς ἑβραίους, μήν τυχόν μιανθοῦν ἀπ᾽ αὐτούς· Καί πῶς νά κάνουμε ὅ,τι εἶναι ξένο πρός τή δική μας ἀκεραιότητα; Ἡ δικαιοσύνη, ἡ ὁποία μᾶς ἐμποδίζει ν᾽ ἁμαρτήσουμε ἐναντίον αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἁμάρτησε ἐναντίον μας, ἡ ἴδια μᾶς ὠθεῖ νά ζητήσουμε ἐκδίκησι ἀπ᾽ αὐτόν, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀδίκησε. “Διότι ὁ ἄνδρας, πού στά χέρια του βρέθηκε τό ποτήρι, ὁ ἴδιος θά μείνη καί θά ὑπηρετῆ στή δουλεία, ἡ ὁποία γι᾽ αὐτόν εἶναι ἀνώτερη τῆς ἐλευθερίας, διότι ἡ μεταγενέστερη δουλεία, πού θά τόν ἐλευθερώση ἀπ᾽ τήν κλοπή, θά εἶναι γι᾽ αὐτόν ἀνώτερη ἀπ᾽ τήν προηγούμενη ἐλευθερία, πού τόν ἔρριξε στήν κλοπή”.
Πηγή εικόναςεδώ

Το έργο θα δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου στην ιστοσελίδα
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου για εμπορικούς ή κερδοσκοπικούς σκοπούς. Τα δικαιώματα αυτά ανήκουν εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα κ.Χρίστο Βασιλειάδη.
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
31  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2011 


Read more:http://www.egolpion.net/efraim_genesis_17.el.aspx#ixzz2kmZCgz6Q

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου