Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας 1998

ΑΡΘΡΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

«Τον δι' ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών
και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου και ενανθρωπήσαντα».


    Ενώ στο προηγούμενο άρθρο η Σύνοδος διετύπωσε τη μεταφυσική πλευρά τού Χριστού, δηλαδή την ιδιότητά του ως Υιού και Λόγου τού Θεού (την υποστατική θέση του στην εσωτερική Τριάδα) και με σκοπό να αποκρούσει τα αιρετικά φληναφήματα τού Αρείου, στο παρόν άρθρο διατυπώνει το έργο τού Χριστού ως σαρκωμένου Λόγου, που αποσκοπούσε στη σωτηρία των ανθρώπων, χωρίς να παραλείψει να τονίσει και τη σύσταση τού θεανδρικού προσώπου του. Το άρθρο αυτό είναι πολύ σημαντικό, εξυπακούει δε πολλές άλλες επί μέρους πτυχές τού χριστολογικού δόγματος, τις οποίες θα προσπαθήσουμε να δούμε, σε βασικές πάντοτε γραμμές, στη συνέχεια της εκθέσεώς μας.

                   «Τόν δι ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν...»

Η πρώτη μεγάλη χριστολογική αλήθεια είναι ότι η σάρκωση τού Λόγου έγινε για μας τους ανθρώπους και για τη δική μας σωτηρία. Περί τίνος όμως πρόκειται; Ποιό μεγάλο κίνδυνο διέτρεχε η ανθρωπότητα, ώστε να έχει ανάγκη σωτηρίας;
Τον κίνδυνο αυτό συνιστά η αμαρτία που γεννήθηκε από την αποστασία τού γενάρχη, η οποία -σε περίπτωση που παραμείνει- εγκυμονεί τον αιώνιο πνευματικό θάνατο. Διότι η αμαρτία είναι φθορά της φύσεως. Με αυτή χάλασε εκείνο που τόσο όμορφα έπλασεν ο Θεός. Είναι το δηλητήριο της υπάρξεως. Απέκοψε το δημιούργημα από τις ζωτικές ρίζες του και το παρέδωσε στη νέκρωση. Ξέφτισε τη φύση, την παραμόρφωσε, αφού την απομάκρυνε από τον Θεό, ο οποίος αποτελεί την ομορφιά και το κάλλος της. Η αμαρτία υπήρξε το μεγάλο σφάλμα, το τεράστιο ψεύδος, το πλάνεμα και η αποδιοργάνωση τού πλάσματος που ήταν προορισμένο να ζει και να μένει στην αλήθεια. Επέφερε τον εκτροχιασμό της πλασμένης φύσεως, την τοποθέτησή της σε μια άλλη αφύσικη τροχιά, που οδηγεί στη δυστυχία και τον όλεθρο. Αφού ξέκοψε από τον Θεόν ο άνθρωπος, παραδόθηκε σε άλλες αντίθεες δυνάμεις. Υποβλήθηκε στο ζυγό της φυσικής και πνευματικής δουλείας, που καταθλίβει ό,τι όμορφο και ωραίο βγήκε από την αλήθεια και την ελευθερία τού Θεού. Η αμαρτία είναι η νύχτα τού όντος· ο μηδενισμός (το άδειασμα) της υπάρξεως, το οντικό ψεύδος και η αναλήθεια.
Στο ψεύδος αυτό περιελθών ο άνθρωπος έχανε την υπόθεση της υπάρξεώς του. Αλλά και η σοφία τού Θεού επλήττετο, αφού το πλάσμα της απειρόσοφης θείας βουλής αστοχούσε στην ιδέα και τον προορισμό του. Πώς σε ένα τέλειο, σοφό και παντοδύναμο Πλάστη αστοχεί μια κορυφαία ιδιότητά του; Αυτό σε τελική ανάλυση δεν αναιρεί και την υπόθεση τού Θεού; Ήταν ανάγκη, λοιπόν, να σωθεί το πλάσμα από την καταστροφή του, να επανεύρει την αλήθειά του, να κερδίσει το λόγο του που τόσο ασυλλόγιστα έχασε στο περιβόλι της παρακοής. Πώς όμως θα γινόταν αυτό; Ο πεσμένος άνθρωπος δεν μπορούσε να γυρίσει αυτοδύναμα στον κήπο της αρχέγονης δικαιοσύνης, όπου η φύση του έστιλβε από ευγένεια, ντυμένη στα δώρα της αρχέγονης δικαιοσύνης, την αλήθεια, την καθαρότητα, την αθανασία, την αλυπία και αμεριμνησία, την ευθύτητα, την αθωότητα, την ακακία. Ο Παράδεισος ήταν ερμητικά κλειστός γι' αυτόν. Η ρομφαία τού αγγέλου εμπόδιζε την είσοδο. Έπρεπε κάποιος άλλος να σπεύσει σε βοήθειά του. Αυτός όμως ο άλλος δεν υπήρχε στο φυσικό πεδίο της κτίσεως. Ούτε τα άϋλα πνεύματα τού Θεού, οι άγγελοι, είχαν μια τέτοια δυνατότητα, γιατί και αυτά ήσαν όντα κτιστά, πλάσματα πεπερασμένα. Ο μόνος που μπορούσε να λυτρώσει την πεσμένη φύση ήταν ο ίδιος ο πλάστης της, ο αγαθός, ο σοφός και ο παντοδύναμος δημιουργός της. Αυτός που αγαπούσε πραγματικά το αποστατημένο πλάσμα του, γνώριζε τον τρόπο και διέθετε τη δύναμη να το λυτρώσει. Αλλά όχι μονάχα ο Θεός, γιατί μια τέτοια ενέργεια μονομερής θα φαλκίδευε την αλήθεια της λυτρωτικής θείας ενέργειας και θ αδικούσε και το ίδιο το πλάσμα, τού οποίου θα κερμάτιζε τη φύση. Έπρεπε στο έργο της σωτηρίας να μπει και ο ίδιος ο άνθρωπος. Έπρεπε το ον που θα πετύχαινε τη λύτρωση να μην είναι μόνο Θεός, αλλά και άνθρωπος· να είναι Θεάνθρωπος. Έτσι η λύτρωση θα ήταν έργο δίκαιο, στο οποίο θα σωζόταν η δικαιοσύνη τού Θεού (η ηθική και έλλογη ενέργειά του), αλλά και το πλάσμα θα μετείχε σε μια τόσο σημαντική υπόθεσή του. Στο δίδυμο, λοιπόν, Θεού και ανθρώπου θα διδόταν η κραταιά μάχη, θα εκπορθείτο δίκαια η δύναμη τού εχθρού, θα καταστρεφόταν η αμαρτία και το πλάσμα θα είχε κάποια σεμνή καύχηση στη λυτρωτική αγάπη και σοφία τού πλαστουργού του.
Ο Θεός, λοιπόν, ήλθε στη γη για μας τους ανθρώπους και για τη δική μας σωτηρία. Η δήλωση τού Συμβόλου είναι σαφής και κατηγορηματική. Η σάρκωση τού Λόγου ήταν εμπροϋπόθετη. Σαν προϋπόθεσή της είχε τη λύτρωση τού κόσμου εκ της αμαρτίας. Αν ο άνθρωπος δεν αμάρτανε, δεν θα υπήρχε φυσικά λόγος της θείας ενανθρωπήσεως. Ο πρωτόπλαστος θα συνέχιζε ήρεμα τη ζωή του στους κόλπους της θείας χρηστότητος και αγαθωσύνης και, με τη βοήθεια της θείας χάριτος, θα γινόταν «κατά χάριν» θεό, με την παγίωσή του στο αγαθό και το άγιο θέλημα τού Πλάστη του. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί προηγούμενα στα αγαθά πνεύματα. Φυσικά το δυναμικό αυτό τέλος της φύσεως ανέκοψεν η αμαρτία, ανέλαβε δε να το φέρει εις πέρας ο ίδιος ο Θεός ντυμένος τον άνθρωπο. Δεν νομίζουμε, ότι είναι σωστή η θεολογική γνώμη που διατυπώθηκε σε ορισμένο θεολογικό ρεύμα σκέψεως στην αρχαία Εκκλησία, κατά το οποίον η σάρκωση τού Λόγου ήταν απροϋπόθετη, θα γινόταν δηλαδή ούτως ή άλλως, έστω κι αν δεν αμάρτανε ο άνθρωπος, ως πλήρωση αυτού και της δημιουργηθείσης κτίσεως.

                    «Κατελθόντα εκ των ουρανών και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της Παρθένου».
Ο Υιός και Λόγος τού Θεού «κατήλθεν εκ των ουρανών». Μιά πολύ ανθρώπινη έκφραση. Ο Λόγος κινήθηκε από τη θέση του, μετατοπίστηκε από τον ουρανό, κατέβηκε στή γη! Οι φράσεις αυτές είναι οικείες στα φυσικά δημιουργήματα, τα οποία αλλάζουν συνεχώς θέση κινούμενα στο χώρο, επειδή είναι όντα ένυλα και κτιστά. Δεν μπορούν όμως να έχουν θέση στον αναφή Θεό, που είναι πνεύμα απόλυτο, απαλλαγμένο από κάθε έννοια φυσικής συνθέσεως και περατότητος. Ο Θεός δεν κινείται, αφού ο ίδιος πληροί τα πάντα και δεν περιορίζεται στο κτιστό σύμπαν. Η φράση τού Συμβόλου έχει έννοια τροπική. Όπως δηλαδή τα κτιστά όντα αλλάζουν καταστάσεις και μεταβάλλονται, έτσι και στο Λόγο τού Θεού με την ενανθρώπησή του κάτι συνέβη, κάτι άλλαξε. Δεν υπέστη φυσικά τοπική μετάσταση ούτε μετακινήθηκε από το θεοπρεπές του αξίωμα. Η θεία ενανθρώπηση δεν ήταν «μετάστασις τοπική», αλλά «συγκατάβασις θεϊκή». Ο Λόγος, χωρίς να υποστεί ουσιαστική μεταβολή, προσέλαβε κάτι που δεν είχεν ως την ώρα εκείνη. Έγινεν άνθρωπος και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους. Μπήκε σε μια καινούργια φάση ζωής. Αυτή την έννοια είχε η θεία του κένωση· το άδειασμα από την αρχαία δόξα του, με την έννοιαν ότι στο πεδίο της έγχρονης ζωής του η τριαδική δόξα της θείας του φύσεως κρυβόταν πίσω από το παραπέτασμα της σάρκας την οποίαν προσέλαβε, αθέατη στους σωματικούς των ανθρώπων οφθαλμούς. Μόνον έμμεσα φαινόταν η δόξα της τριαδικής του ενέργειας σε όσα σημεία ο Θεάνθρωπος επίστωνε την άπειρη θεία φύση του (στα θαύματα κυρίως), άμεσα δε, και στο μέτρο της φυσικής δεκτικότητος τού πλάσματος, στο Όρος Θαβώρ, όπου η δόξα του κατέλαμψε τους σωματικούς οφθαλμούς των μαθητών και κατηύγασε τη φύση, επισκιάσασα και αυτήν ακόμη τού ηλίου τη λαμπρότητα! Η κένωση σήμαινε την είσοδο τού Λόγου στο πεδίο της ιστορικής ζωής. Την είσοδο σε μια ζωή ταπεινώσεως, γεμάτη πόνο και οδύνη. Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι η αλήθεια και η πραγματικότητα της νέας ζωής, την οποίαν ο Λόγος συμμεριζόταν με την αναληφθείσα σάρκα του. Στη συνέχεια θα δούμε την έννοια των λόγων αυτών. Στο θαύμα της κενώσεως αποτυπώνεται η άπειρη αγάπη τού Θεού, η υπερβαίνουσα «πάντα νουν», η θεία αγαθωσύνη που για μας είναι το μεγάλο αίνιγμα, το «άφραστον θαύμα», που δεν μπορεί να μετρηθεί με τη φτωχή μας διάνοια.

Είναι το κέντρο στο οποίο συγκλίνουν και συνταιριάζονται αντιθέσεις θείες και ανθρώπινες· η ταπείνωση στη δόξα· ο πόνος στη χαρά· ο θάνατος στη ζωή! Το πάθος τού Υιού τού Θεού είναι πηγή αφθαρσίας διά τον άνθρωπο, ανάσταση τού φθαρμένου Αδάμ. Στην κένωση τού Λόγου η πεσμένη φύση γεμίζει από την ευλογία τού Θεού, φουσκώνει από το οξυγόνο της θείας ζωής, το οποίο είχε κάψει η πνοή τού δράκοντα στο μοιραίο κήπο της παρακοής.
Η κένωση τού Λόγου συμπίπτει με την ενανθρώπησή του. Και θα μπορούσε βέβαια ο Θεός με μια παντοδύναμη προσταγή του να εξαλείψει την αμαρτία και ν αφανίσει τη δύναμη τού διαβόλου, λυτρώνοντας μια για πάντα τον άνθρωπο από την πτωτική τραγωδία του. Δεν το έκαμε όμως, γιατί δεν το θέλησε. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανοίκειο στη συμπεριφορά του. Ανάρμοστο στη φύση του. Μιά και η πτώση τού ανθρώπου δεν ήταν κάτι το μαγικό, αλλά πτώση πραγματική που σαν συνέπειά της είχε το θάνατο, έτσι και η λύτρωσή του έπρεπε να είναι και αυτή αληθινή και όχι αποτέλεσμα μιάς άνωθεν προσταγής, έξω από τα αληθινά μέτρα της φύσεως τόσο τού Θεού όσο και τού ανθρώπου. Έτσι η θεία πανσοφία βρήκε τον πρέποντα τρόπο μιάς πραγματικής ανορθώσεως τού πεπτωκότος, τη σάρκωση τού Λόγου.

Ο Λόγος έγινε αληθινά άνθρωπος. Πήρε την πραγματική ανθρώπινη φύση, με μίαν όμως καινότητα που δεν είχε η παλαιωθείσα φύση τού Αδάμ. Ο Χριστός είχε μεν τη φύση τού Αδάμ (σώμα και ψυχή), χωρίς όμως το στοιχείο της φθοράς, που επικάθησε σ αυτήν με την παράβαση. Έπρεπε να ήταν η αυτή ανθρώπινη φύση, σε καινούργια όμως διάσταση. Γιατί μια οποιαδήποτε παλαιά φύση δεν μπορούσε να πετύχει το θαύμα της λυτρώσεως. Όπως το καινούργιο κρασί δεν το βάζουν σε ασκιά τριμμένα και παλαιά, διότι υπάρχει κίνδυνος να διαρραγούν αυτά από το βάρος τού νέου οίνου, έτσι και το ρεύμα της νέας ζωής δεν μπορούσε να διοχετευτεί σε αγωγούς σκιουργιασμένους και παλαιούς. Έπρεπε η φύση μέσω της οποίας θα διοχετευόταν στον κόσμον η νέα ζωή, να είναι και αυτή νέα, φύση αληθινή μεν και πραγματική, χωρίς όμως την φθαρμένη παλαιότητά της, το στοιχείο εκείνο που την έκανε να έχει ανάγκη λυτρώσεως, δηλαδή την αμαρτία.

Και η φύση αυτή δόθηκε από το Πνεύμα τού Θεού και την Παρθένο Μαρία. Το πρώτο στοιχείο καινότητος της νέας φύσεως ήταν η δημιουργική ενέργεια τού Πνεύματος τού Θεού. Στη γέννηση τού Λόγου δεν μπορούσε να έχει θέση ο ρόλος τού φυσικού γεννήτορα. Με τον τρόπο αυτό δουλεύει η παλαιά φύση στη διαιώνιση τού ανθρωπίνου γένους. Είναι ο φυσικός τρόπος συλλήψεως τού ανθρώπου στη μήτρα της γυναίκας. Η φυσική συνέργεια τού πατέρα είναι απαραίτητη σε κάθε ανθρώπινη γέννηση. Με τη γέννηση δε αυτή κάθε γεννώμενο μπαίνει στον κύκλο της φυσικής φθοράς, την οποίαν κληρονομεί από τη φύση τού προπάτορα. Αυτός ο κύκλος ο φθαρμένος και παλαιός έπρεπε να σπάσει στην περίπτωση τού Θεανθρώπου, η σύλληψη και η γέννηση τού οποίου έπρεπε να ήταν έξω από τα κοινά μέτρα της φύσεως. Ο Χριστός δεν έπρεπε να έχει φυσικό πατέρα, γιατί αλλιώτικα θα ήταν ένας κοινός άνθρωπος. Φυσική του αρχή έπρεπε να ήταν κάποια πέρα από τη λειτουργικότητα της παλαιάς γεννήσεως. Η αρχή δε αυτή ήταν το Πνεύμα τού Θεού, η ενέργεια τού οποίου ανεπλήρωσε τη θέση τού πατέρα στη σύλληψη τού Υιού τού Θεού. Την ανθρώπινη σπορά αντικατέστησε η δύναμη τού θείου Πνεύματος, η οποία επεσκίασε τη μήτρα της Παρθένου και εμόρφωσε σ αυτήν το έμβρυο της ανακαινισμένης φύσεως. Με τον τρόπο αυτό καταβλήθηκε η νέα φύση η ξεκομμένη από τη ρίζα τού Αδάμ, η φύση χωρίς τη φθορά τού προπάτορα. Τώρα υπάρχει η νέα ρίζα τού κόσμου, φυτρωμένη στα σπλάχνα της Απειρογάμου, από την οποίαν θα βλαστήσουν οι νέοι άνθρωποι, θα προέλθει η καινούργια κτίση στο νέο θαύμα της χριστοποιημένης ζωής. Το συλληφθέν στη μήτρα της Παρθένου είναι -κατά τη δήλωση τού αγγέλου- «άγιον», φύση καθαρή, γεμάτη φώς και διαφάνεια, που καμιά σχέση δεν είχε με την παλαιά φύση, που οδηγούσε στη φθορά και το θάνατο. Από τη φύση τού Χριστού απορρέει η καινότητα της νέας ζωής. Η παλαιά φύση ενοφθαλμίζεται στο Δέντρο τού χριστολογικού θαύματος, απ όπου παίρνει τη χάρη τη λυτρωτική και αυξητική στο απαστράπτον σώμα της θείας βασιλείας. Όλα, λοιπόν, καινά στον ξένο και καινό τόκο της Παρθένου, επί τού οποίου αυγάζει η θεσπέσια μαρμαρυγή τού Πνεύματος τού Θεού!

Το δεύτερο στοιχείο καινότητος της φύσεως ήταν η θέση της Μαρίας, ως μητέρας τού Χριστού. Μία παρθένος επελέγη από τον Θεόν ως λειτουργός στο καινοποιητικό θείο μυστήριο. Ο Λόγος έπρεπε να έχει μητέρα για να είναι πραγματική η ανθρώπινη φύση του. Αφού δε δεν ήταν δυνατόν να έχει πατέρα (ήταν «απάτωρ εκ μητρός»), η Μητέρα του έπρεπε να είναι παρθένος, δηλαδή κόρη απείρανδρος. Τον παρθενικό τόκο της Μαρίας προείδεν ο Ησαΐας στην παλαιά εποχή, φωτιζόμενος από το Πνεύμα τού Θεού· «ιδού η παρθένος έξει εν γαστρί και τέξεται υιόν...». Η προφητική φωνή προεμήνυε την απόρρητη θεία βουλή. Η Μαρία υπήρξε «παρθενομήτωρ», συνταιριασμένη στον καινούργιο ρυθμό της νέας φύσεως. Ο ρόλος της δε αυτός ήταν απαραίτητος για την οικονομία της λυτρώσεως. Ήταν η ταπεινή συνεισφορά τού ξεπεσμένου γένους στο έργο της σωτηρίας του. Η ανθρωπότητα παρείχε την Κόρη της, για να έχει μέσω αυτής τον Σωτήρα της. Η πεσμένη φύση έπρεπε να συμβάλει και αυτή στο έργο της σωτηρίας της. Η συνεισφορά δε αυτή ήταν η θεόπαις Μαρία, η ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, η γυναίκα η άσπιλη και καλή, που θα εδάνειζε τη σάρκα της για να προέλθει απ αυτήν η ανθρώπινη φύση τού Εμμανουήλ, το απαστράπτον δοχείο τού Δεσπότου, η «Κεχαριτωμένη», της οποίας η καθαρότητα και η πνευματική καλλονή οδήγησαν σε έκσταση το λειτουργικό πνεύμα τού Θεού· ο θρόνος τού Παμβασιλέως, η πλατυτέρα των ουρανών, η βασίλισσα τού ουρανού και της γης. Η παρθενία της Μαρίας δεν λειτούργησε μονάχα στη σύλληψη τού Υιού της, αλλά και στη γέννησή του. Η Μαρία όντως έτεκε, παραμείνασα παρθένος. Ο τόκος της δεν κατέλυσε τα σήμαντρα της παρθενίας της. Όπως παρθένος συνέλαβε, έτσι και παρθένος έτεκε. Αλλά και μετά τον τόκο δεν έχασε την παρθενία της, παραμείνασα εσαεί παρθένος, αειπάρθενος. Όπως δε λέγει ο ιερός Αυγουστίνος· «παρθένος συνέλαβε, παρθένος έτεκε και μετά τόκον παρθένος διέμεινεν». Τέλος, ένα άλλο σημείο συναφές με τα πιο πάνω είναι ο ανώδυνος και αλόχευτος τόκος της Παρθένου. Η Μητέρα τού Θεού δεν ένιωσε πόνους κατά τη γέννα της. Οι πόνοι είχαν επιβληθεί σαν κατάρα από τον Θεό στην Εύα για το μοιραίο ρόλο της στο τραγικό δράμα της Εδέμ. Η επώδυνη γέννηση ακολουθούσε την ενήδονη σύλληψη. Τέτοια όμως σύλληψη δεν έγινε στη Θεοτόκο. Ο τόκος της συνεπώς ήταν έξω από την κατάρα. Ήταν ο τοκετός που θα γινόταν, αν η Εύα έμενε πιστή στην εντολή τού Θεού. Αλλά και τα φυσικά λόχεια δεν είχε ο τόκος της Μαρίας. Ήταν τόκος αλόχευτος. Τίποτε, λοιπόν, δεν γνώρισε η Μαρία από την παλαιά φυσική γέννηση, γιατί σαν μητέρα λειτουργούσε ως απαρχή στην ανακαινισμένη ανθρωπότητα, στους καινούργιους ρυθμούς στους οποίους μπήκε η φύση των ανθρώπων με την καινοφανή γέννηση τού τόκου της.

Το ζήτημα της παρθενίας και αειπαρθενίας της Μαρίας είναι πολύ σημαντικό στην ορθόδοξη παράδοση, γιατί εκφράζει όσο κανένα άλλο την πνευματικότητα και το σωτηριολογικό ήθος της Ορθοδοξίας. Παρόμοιες ιδέες είναι ανήκουστες σε συμπαγείς κύκλους της ετερόδοξης Δύσεως. Τα περί αειπαρθενίας της Θεοτόκου διδάγματα της Ορθόδοξης Ανατολής δεν αγγίζουν την ψυχή ορθολογιστών θεολόγων τού Προτεσταντισμού με το φιλελεύθερο υποκειμενισμό και τη λογοκρατία που τους διακρίνουν. Την παρθενία της Μαρίας την βλέπουν εξ απόψεως εξωτερικής. Δεν έχουν τη δύναμη να εισδύσουν στο βάθος τού θεομητορικού θαύματος, να πιάσουν τα βαθύτερα μηνύματά του και να νιώσουν τους τόσο πλούσιους μυστηριακούς του κραδασμούς. Και δέχονται μεν την παρθενική σύλληψη τού Υιού τού Θεού· όχι όμως και την αειπαρθενία της Πανάγνου. Το δόγμα αυτό το απορρίπτουν -για να μην πούμε το περιφρονούν- αποκομμένοι από το σώμα της αρχαίας εκκλησιαστικής παραδόσεως και ερμηνεύοντας αυθαίρετα όσα χωρία παρέχει σχετικώς η αγ. Γραφή. Έτσι, ερμηνεύοντες κακώς όσα λέγονται περί αδελφών τού Κυρίου και απορρίπτοντες τη μαρτυρία της εκκλησιαστικής παραδόσεως που εξηγεί τη Γραφή συμπληρώνοντας τα κενά της διηγήσεώς της, ισχυρίζονται ότι η Μαρία, μετά τή γέννηση τού Κυρίου, είχε γαμική σχέση με τον Ιωσήφ, από την οποίαν απέκτησε τους αδελφούς τού Ιησού!

Στους Ρωμαιοκαθολικούς αντίθετα έχουμε δογματικές εκκεντρικότητες γύρω από το μαριολογικό δόγμα της πίστεως. Έχοντες την αίσθηση ότι είναι κύριοι της παραδόσεως (ο Πάπας) και ανέκαθεν επιρρεπείς σε καινοτομίες και νεωτερισμούς, έπλασαν δόγματα που καμιά σχέση δεν έχουν με τη διδασκαλία της Γραφής και την αποστολική παράδοση της Εκκλησίας. Έτσι εδογμάτισαν την άσπιλο σύλληψη της Θεοτόκου, ότι δηλαδή η Μαρία, ενόψει τού μεγάλου θεομητορικού ρόλου της, αξιώθηκε από τον Θεό να γεννηθεί χωρίς να φέρει το προπατορικό αμάρτημα. Θεωρία φυσικά εσφαλμένη, διότι η Μαρία, σαν αληθινή απόγονος τού Αδάμ και γεννηθείσα κατά τους νόμους της φυσικής γεννήσεως (είχε γονείς τον Ιωακείμ και την Άννα), δεν μπορούσε να μείνει έξω από τη φυσική συνέχεια τού Αδάμ, φέρουσα και αυτή το αμάρτημα τού προπάτορα, από το οποίο την εκαθάρισε η τελειωτική χάρη τού Πνεύματος τού Θεού, όταν την επεσκίασε την ώρα τού Ευαγγελισμού και κατέβαλε στη μήτρα της την ανθρώπινη φύση τού Σωτήρος. Όμοια εδίδαξαν, ότι η Μαρία δεν γεύτηκε το φυσικό θάνατο, αλλά λίγο πριν έλθει το φυσικό τέλος της, ο Θεός τη μετέθεσε ένσωμη στον ουρανό. Και το δόγμα αυτό είναι εσφαλμένο, γιατί ξεχωρίζει απότομα τη Μητέρα τού Θεού από το φυσικό κύκλο της αλήθειάς της, αφού γνωρίζουμε ότι κανένας άνθρωπος, απόγονος τού Αδάμ, δεν εξαιρείται από το θάνατο, ο οποίος είναι το καθολικό τίμημα της αμαρτίας. Είναι φανερόν ότι με τα διδάγματα αυτά οι Παπικοί έχουν χάσει τη δογματική ισορροπία τους και έχουν περιπέσει σε δογματικές εκκεντρικότητες, απομακρυνθέντες από τη γνήσια περί Θεοτόκου διδασκαλία της αρχαίας παραδόσεως της Εκκλησίας. Θέλοντες δε να τονίσουν υπέρμετρα το Πρόσωπο της Θεοτόκου, στο τέλος το αμαυρώνουν με κακόηχα διδάγματα και θεωρήματα, αντικείμενα στο πνεύμα της ορθής πίστεως.

Το δόγμα περί Θεοτόκου κατέχει ασφυκτική θέση στην ευσέβεια και τη ζωή της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας. Στη συνέχεια θα μας δοθεί ευκαιρία να δούμε και άλλα στοιχεία τού σημαντικού αυτού δόγματος. Οι Ορθόδοξοι τιμούν υπερβαλλόντως την Παναγία τους, τη Μητέρα τού Θεού, της Εκκλησίας και τού γένους των ανθρώπων. Την τιμούν πιο πάνω από τους αγγέλους, τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ. Στη δόξα της βλέπουν τη δόξα τού ανάρχου Τόκου της. Την νιώθουν πολύ κοντά τους σαν μητέρα στοργική, που, πονεμένη από το μαρτύριο τού Υιού της, μπορεί να νιώσει το δικό τους πόνο και να βοηθήσει στη δική τους περίσταση. Την νιώθουν σαν προστάτιδα και βοηθόν· σαν τείχος τού γένους προστατευτικό και απροσμάχητο ενάντια στους πολυποίκιλους εχθρούς του· σαν σύμμαχο στον αγώνα τους κατά των δαιμονικών δυνάμεων και σαν πρέσβειρα στον Θεό και μεσίτριαν υπέρ της σωτηρίας των πνευματικών τέκνων της. Τιμούν πολυειδώς την Παναγία τους και φυλάσσουν το δόγμα της σαν κόρην οφθαλμού, δείχνοντες εξαιρετική ευαισθησία στις όποιες απόπειρες αιρετικής διαστροφής του. Το δόγμα, τέλος, της Θεοτόκου κατέχει περίοπτη θέση στην ορθόδοξη λατρεία και την ασματική ακολουθία της Εκκλησίας μας.
( Θα μας επιτραπεί στο σημείο αυτό να παραθέσουμε κατ επιλογήν ορισμένα δογματικά Θεοτοκία της «Παρακλητικής», στα οποία οι πιο πάνω περί Θεοτόκου και Χριστού δογματικές αλήθειες εκτίθενται κατά τρόπο πραγματικά αριστουργηματικό.)

          Θεοτοκίον δογματικόν. Εν τω Εσπερινώ. Ήχος βαρύς.
«Πώς σε μακαρίσωμεν Θεοτόκε; πώς σε ανυμνήσωμεν Υπερευλογημένη, το ακατάληπτον μυστήριον της κυοφορίας σου; Των αιώνων γάρ ο ποιητής, και της ημετέρας δημιουργός φύσεως, την ιδίαν εικόνα οικτείρας, καθήκεν εαυτόν εις κένωσιν, την ανεξιχνίαστον· ο ών εν τοίς αύλοις κόλποις τού Πατρός, εν μήτρα σου Αγνή κατεσκήνωσε, και σάρξ ατρέπτως εγένετο εκ σού Απειρόγαμε· μείνας μέν όπερ υπήρχε, φύσει Θεός. Διό αυτόν προσκυνούμεν Θεόν τέλειον, και άνθρωπον τέλειον, τον αυτόν εν εκατέρα μορφή· εκατέρα γάρ φύσις, εστίν εν αυτώ αληθώς· διπλά δε πάντα κηρύττομεν, τα φυσικά αυτού ιδιώματα, κατά την διπλόην των ουσιών, δύο σέβοντες τας ενεργείας, και τα θελήματα, Ομοούσιος γάρ ών τώ Θεώ και Πατρί, αυτεξουσίως θέλει και ενεργεί· ομοούσιος δε ων και ημίν, αυτεξουσίως θέλει και ενεργεί ως άνθρωπος. Αυτόν ικέτευε, σεμνή Παμμακάριστε, τού σωθήναι τας ψυχάς ημών».

Με ποιό τρόπο να σε μακαρίσουμε Θεοτόκε; Πώς δε να υμνολογήσουμε, Υπερευλογημένη, το ακατάληπτο μυστήριο της κυοφορίας σου; Διότι, αυτός που έπλασε τους αιώνες και δημιούργησε τη φύση μας, αφού λυπήθηκε τη δική του εικόνα (τον άνθρωπο που παραπλανήθηκε), υποβλήθηκε σε κένωση ανεξιχνίαστη. Αυτός που είναι (ως Θεός) στους άϋλους κόλπους τού Πατρός, κατεσκήνωσε (συνελήφθη) στη μήτρα σου Αγνή, και έγινε άνθρωπος ατρέπτως από σε, που δεν γνώρισες γάμο, παραμείνας εκείνο που ήταν προ της ενανθρωπήσεως, δηλαδή κατά φύσιν Θεός. Διά τούτο τον προσκυνούμεν Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον, τον ίδιον (ως Πρόσωπον ενιαίο και αδιαίρετο) σε κάθε μία από τις δύο του μορφές (φύσεις). Διότι και οι δύο φύσεις υπάρχουν σ αυτόν αληθώς. Κηρύττουμε τα διπλά του φυσικά ιδιώματα που αντιστοιχούν στις δύο του ουσίες, τιμώντες τις δύο του ενέργειες και τα δύο του θελήματα. Διότι, ομοούσιος όπως είναι με τον Πατέρα, θέλει και ενεργεί αυτεξουσίως (ως Θεός)· ομοούσιος δε και με μας, αυτεξουσίως θέλει και ενεργεί ως άνθρωπος. Αυτόν ικέτευε, σεμνή Παμμακάριστε, να παράσχει σωτηρίαν στις ψυχές μας.

           Θεοτοκίον δογματικόν. Ήχος πλάγιος Α´.
«Την θεοπρεπή και σεβάσμιον Κόρην τιμήσωμεν, την υπέρτιμον των Χερουβίμ· ο γάρ δημιουργός των όλων ενανθρωπήσαι βουληθείς, εν αυτή ώκησεν αφράστως. Ω ξένων πραγμάτων, και παραδόξων μυστηρίων! Τις ουκ εκπλαγή εν τούτω ακουτισθείς; Ότι Θεός άνθρωπος γέγονε, και τροπή εν αυτώ ουχ υπήρξε; και της παρθενίας πύλας διήλθε, και μείωσις εν αυτή ουχ υπελείφθη; καθώς ο προφήτης λέγει· Άνθρωπος ταύτην ου διοδεύσει ποτέ, ειμή μόνος Κύριος ο Θεός Ισραήλ, ο έχων το μέγα έλεος».
Ας τιμήσουμε τη θεοπρεπή και άξια σεβασμού Κόρη, που υπερβαίνει σε τιμή τα Χερουβίμ. Διότι ο δημιουργός των όλων Θεός, θελήσας να γίνει άνθρωπος, κατοίκησε σ αυτήν αφράστως. Ω πραγμάτων ξένων (που πρώτη φορά παρουσιάστηκαν) και μυστηρίων παραδόξων! Ποιός δεν θα εκπλαγεί ακούοντας αυτά; Ότι ο Θεός έγινεν άνθρωπος, χωρίς να υπάρξει τροπή στη φύση του; και πέρασε την παρθενική πύλη της Θεοτόκου, χωρίς να συμβεί μείωση στην παρθενία της; Και όπως ο προφήτης λέγει· Άνθρωπος δεν θα περάσει απ αυτήν (δεν θα συλληφθεί στη μήτρα της), παρά μονάχα ο Θεός ο Κύριος τού Ισραήλ, αυτός που έχει το μέγα έλεος.

           Θεοτοκίον δογματικόν. Ηχος Β´.
«Ω τού μεγίστου μυστηρίου! Βλέπων τα θαύματα, ανακηρύττω τη θεότητα, ουκ αρνούμαι την ανθρωπότητα· ο γάρ Εμμανουήλ φύσεως πύλας ήνοιξε, ως φιλάνθρωπος· παρθενίας δε κλείθρα ου διέρρηξεν, ως Θεός· αλλ' ούτως εκ μήτρας προήλθεν, ως δι ακοής εισήλθεν· ούτως εσαρκώθη, ως συνελήφθη· απαθώς εισήλθεν, αφράστως εξήλθεν, κατά τον Προφήτην τον λέγοντα· Ανθρωπος ταύτην ου διοδεύσει ποτέ, ειμή μόνος Κύριος ο Θεός Ισραήλ, ο έχων το μέγα έλεος».
Ω πόσο μεγάλο είναι το μυστήριο! Βλέποντας τα θαύματα, ομολογώ τη θεότητα (που μόνη τα επιτελεί), χωρίς να αρνούμαι την ανθρωπότητα. Διότι ο Εμμανουήλ (ο Χριστός), άνοιξε μέν τις πύλες της φύσεως (της Παρθένου) ως φιλάνθρωπος· δεν διέρρηξεν όμως τα σημεία της παρθενίας της, ως Θεός· Και όπως, στο άκουσμα των λόγων τού αγγέλου (κατά τον Ευαγγελισμό), εισήλθε στη μήτρα της Παρθένου, κατά τον ίδιο (θαυματουργικό) τρόπο βγήκε από αυτήν. Εισήλθε χωρίς πάθος (που υπάρχει στη φυσική σύλληψη) και εξήλθε αφράστως, όπως λέγει ο Προφήτης. Άνθρωπος δεν θα περάσει ποτέ απ αυτήν, παρά μονάχα ο Θεός τού Ισραήλ, αυτός που έχει το μέγα έλεος.

           Θεοτοκίον δογματικόν. Ηχος Α´.
«Παρθενική πανήγυρις σήμερον, αδελφοί· σκιρτάτω η κτίσις, χορευέτω η ανθρωπότης· συνεκάλεσε γάρ ημάς η αγία Θεοτόκος, το αμόλυντον κειμήλιον της παρθενίας, ο λογικός τού δευτέρου Αδάμ Παράδεισος, το εργαστήριον της ενώσεως των δύο φύσεων, η πανήγυρις τού σωτηρίου συναλλάγματος, η παστάς εν ή ο Λόγος ενυμφεύσατο την σάρκα, η όντως κούφη νεφέλη, η τον επί των Χερουβίμ μετά σώματος βαστάσασα. Ταις αυτής ικεσίαις, Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών».
Σήμερα τελούμε παρθενική πανήγυρη, αδελφοί. Ας σκιρτά (από χαρά) η κτίση, ας χορεύει η ανθρωπότης. Διότι μας συνεκάλεσε η αγία Θεοτόκος, το αμόλυντο κειμήλιο της παρθενίας, ο λογικός παράδεισος τού δευτέρου Αδάμ (τού Χριστού), το εργαστήριο στο οποίον ενώθηκαν οι δύο φύσεις, ο τόπος στον οποίον πανηγυρικά έγινεν η σωτήρια συναλλαγή (τού Θεού με τον άνθρωπο), ο νυμφικός θάλαμος στον οποίον ο Λόγος νυμφεύθηκε τη σάρκα (την ανθρώπινη φύση), η ανάλαφρη νεφέλη, η οποία εβάστασε σωματικά αυτόν που φέρεται επάνω στα Χερουβίμ. Με τις ικεσίες της, Χριστέ ο Θεός, σώσε (από την αμαρτία) τις ψυχές μας.

                     «Και ενανθρωπήσαντα».
Η θεία ενανθρώπηση είναι γεγονός πραγματικό και αναντίρρητο. Ο Λόγος τού Θεού «εσκήνωσεν εν ημίν», «ώφθη επί της γης και τοίς ανθρώποις συνανεστράφη». Η απειρόσοφη λυτρωτική βουλή τού Θεού, το σχέδιο της «θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας», το «αποκεκρυμμένον και σεσιγημένον» μυστήριο, τώρα, στον καθαρότατο ναό τού Κυρίου, στο ιερό «θησαύρισμα της δόξης τού Θεού», λαμβάνει σάρκα και οστά, γίνεται γεγονός ιστορικόν. Η ιστορία δέχεται μέσα της το υπεριστορικό και αιώνιο, μεταχαλκεύεται στους αιώνιους ρυθμούς τού Θεού. Και λίγα μεν μπορούμε να κατανοήσουμε από το μέγιστο αυτό θαύμα· όμως το νιώθουμε ν' αναδεύει βαθιά τις καρδιές μας, να κατακλύζει το ζωτικό χώρο της ψυχής μας, να μεταπλάθει μυστικά την ύπαρξή μας στο απερινόητο θαύμα της τριαδικής δόξας και ευλογίας!
Η σύνθεση τού ενός προσώπου τού Χριστού αποτελεί το χρυσό κέντρο τού χριστολογικού δόγματος, που αποτελεί τη βάση κατανοήσεως τού όλου μυστηρίου τού Χριστού. Τα κεντρικότερα σημεία του είναι τα ακόλουθα.

α) Οι δύο φύσεις τού Χριστού.
Στο Πρόσωπο τού Χριστού υπάρχουν υποστατικά ενωμένες δύο πλήρεις και ακέραιες φύσεις, η φύση τού Θεού και η φύση τού ανθρώπου. Με την ένωση αυτή ο Χριστός αναδεικνύεται Θεάνθρωπος. Όχι δηλαδή μονάχα Θεός ούτε μονάχα άνθρωπος· ούτε πάλι λίγο Θεός και λίγο άνθρωπος, αλλά τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος ο αυτός. Αν μια φύση απουσιάζει ή είναι ελλιπής, το έργο της σωτηρίας στο οποίον αποσκοπούσε η σάρκωση τού Λόγου, καθίσταται αδύνατον. Αυτός δε είναι και ο λόγος στον οποίον απέβλεπε η Εκκλησία, τονίζοντας με τόσο πάθος την ύπαρξη, την πληρότητα και την ακεραιότητα των δύο φύσεων τού Χριστού.

1) Ο Χριστός είναι τέλειος Θεός.
Είναι το δεύτερο Πρόσωπο της αγίας Τριάδος, το οποίον, όταν ήλθε «το πλήρωμα τού χρόνου» έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη, ενώνοντας στο Προςωπό του τη φύση τού Θεού με τη φύση τού ανθρώπου. Η Γραφή πιστώνει πανηγυρικά την αλήθεια αυτή. Από το πλήθος των μαρτυριών της θα αναφέρουμε επιλεκτικά μονάχα λίγες. Έτσι ο Χριστός φέρεται υπάρχων προτού ακόμη γεννηθεί ο Αβραάμ. Είναι «απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως τού Πατρός, φέρων τε τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού...». Υπήρχεν «εν αρχή» προς τον Θεό και ήταν και ο ίδιος Θεός. Κατονομάζεται Θεός ενάρθρως· «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Είναι ο μεγάλος Θεός και σωτήρ των ανθρώπων· ο «επί πάντων Θεός». Είναι «ίσος τω Θεώ», αν και πήρε δούλου μορφή και ταπεινώθηκε σε σχήμα ανθρώπινο. Δεν είναι ανάγκη να αναφέρουμε και τις πολλές άλλες μαρτυρίες στις οποίες τονίζεται η μεταφυσική ιδιότητα τού Χριστού και εξαίρεται η κοινότητα ιδιωμάτων, τιμής και αξιώματος μεταξύ Πατρός και Υιού καθώς και το σωτήριο έργο του, τη νίκη κατά των διαβολικών δυνάμεων και την κατάργηση τού θανάτου, τα οποία μόνον ως παντοδύναμος Θεός μπορούσε να επιτελέσει, ως μεσσίας και λυτρωτής τού κόσμου.

2) Ο Χριστός είναι και τέλειος άνθρωπος.
Είχεν όλα τα συστατικά στοιχεία της ανθρωπίνης φύσεως, σώμα δηλαδή και ψυχή. Τα στοιχεία αυτά ήσαν πλασμένα από το Πνεύμα τού Θεού, η μεν ψυχή άμεσα, το δε σώμα έμμεσα εκ των αγνών αιμάτων της Παρθένου. Τα δύο αυτά στοιχεία ενώθηκαν μεταξύ τους και απετέλεσαν την ανθρωπότητα τού Κυρίου κατά τη στιγμή τού αγγελικού ασπασμού, όταν δηλαδή το Πνεύμα το άγιο επεσκίασε τη μήτρα της Πανάγνου.

Η ψυχή τού Κυρίου ήταν ουσία άϋλη και νοερά, όπως οι ψυχές όλων των άλλων ανθρώπων. Ήταν καθαρή και πάλλευκη. Με την ένωσή της με το σώμα, που και αυτό ήταν καθαρό και πάλλευκο, καμιά κηλίδα δεν απέσπασε από τον προγονικό ρύπο τού Αδάμ. Το προπατορικόν αμάρτημα δεν είχε σχέση με τον Υιόν τού Θεού και της Παρθένου. Ο Χριστός δεν γνώρισε γέννηση φυσική, διά της οποίας μεταδίδεται κληρονομικώς το αμάρτημα τού προπάτορα. Είχε μεν τη φύση τού Αδάμ, ήταν δηλαδή πραγματικός άνθρωπος, δεν ήταν όμως «εξ Αδάμ», δηλ. δεν καταγόταν από τον Αδάμ. Έτσι τίποτε το μεμπτόν δεν απέσπασε από το γενάρχη, μια και η φύση του καμιά συνοχή γενετική δεν είχε με τη φύση εκείνου.

Η ψυχή τού Χριστού ήταν πλήρης και τέλεια ανθρώπινη ψυχή. Ήταν έλλογη, νοητική και θελητική, έχουσα όλα τα στοιχεία της θείας εικόνος, που έχει κάθε άλλη ανθρώπινη ψυχή, θεωμένα όμως στην απερινόητη των δύο φύσεων συνδρομή. Έφερε δε και τα αδιάβλητα πάθη της φύσεως, όλες δηλαδή τις κινήσεις και εκδηλώσεις της (συναισθήματα, επιθυμίες κ.λπ.), οι οποίες όμως δεν ήσαν εφάμαρτες, δεν προερχόντουσαν από φυσική εμπάθεια, όπως συμβαίνει στη φύση των άλλων αμαρτωλών ανθρώπων. Παράλληλα είχε και όλες τις αδιάβλητες ανάγκες τού σώματος ο Χριστός. Τούτο αποτελεί μυριόλεκτο δίδαγμα της Γραφής. Έτσι πεινούσε (όπως στην έρημο μετά τον πειρασμό και όταν ήλθε στη συκή, ζητώντας καρπό να φάγει). Διψούσε επίσης (δίψασε στο φρέαρ τού Ιακώβ κοντά στην πόλη Συχάρ, ζητώντας νερό από τη Σαμαρείτιδα και πάνω στο σταυρό, από την κάκωση τού μαρτυρικού πάθους του). Οι συμπολίτες του τον έβλεπαν συχνά να τρώγει και να πίνει και μάλιστα τον κατηγορούσαν γι αυτό. Ένιωθε σωματικό κάματον από τις μακρινές οδοιπορίες. Είχεν ανάγκην από ύπνο (κοιμόταν ατάραχος στο πλοίο, την ώρα που οι μαθητές κινδύνευαν να πνιγούν). Παράλληλα, εξεδήλωνε και ψυχικά συναισθήματα. Στο θάνατο τού φίλου του Λαζάρου, όταν είδε την αδελφή του Μαρία και τους Ιουδαίους να κλαίνε, ένιωσε μεγάλη συγκίνηση και κατέβαλε προσπάθεια να μη εκσπάσει σε λυγμούς. Όμως εδάκρυσε. Περαιτέρω ένιωσε αγανάκτηση, όταν αντίκρυσε τη βεβήλωση τού οίκου τού Πατρός του. Από τον ψυχικό πόνο και την αγωνία του κατά τη διάρκεια της προσευχής του στον κήπο της Γεθσημανή, ο ιδρώς του έσταζε σαν θρόμβος αίματος. Ένιωσε όλη την αδυναμία της φύσεως και την οδύνη στο σταυρικό πάθος του και παραπονέθηκε στον Πατέρα γιατί τάχα τον εγκατέλειψε. Τέλος με κραυγή ισχυρή και με δάκρυα παρακαλούσε τον Πατέρα του να τον σώσει από το θάνατο, εισακουσθείς σ αυτό και μαθών από τα παθήματά του την υπακοή.

Όλα αυτά εκφράζουν την πληρότητα της φύσεως που ανέλαβεν ο Σωτήρ με την οποίαν μπορούσε να σώσει την πεσμένη ανθρώπινη φύση, της οποίας όμως την πληρότητα πολλοί αιρετικοί από παλαιά δεν έπαψαν ν' αμφισβητούν.
Το σώμα τού Κυρίου ήταν σώμα υλικό. Δεν ήταν φανταστικό ή αιθέριο, σώμα σχηματικά μόνον ανθρώπινο. Περιβαλλόταν και αυτό, όπως και τα λοιπά ανθρώπινα σώματα, από την παχύτητα της ύλης. Ήταν σώμα περιγραπτό, περιοριζόμενο στο φυσικό χώρο, παθητό και φθαρτό. Και ήταν μεν σώμα θεωμένον εξ άκρας συλλήψεως· αυτό όμως δεν τού παρείχε ιδιότητες ξένες προς τη φυσικότητά του, όπως το απαθές και το άφθαρτο. Σε εναντία περίπτωση, θα είχαμε μια πελώρια αντίφαση· σώμα δηλαδή, που, ως άφθαρτο, θα ήταν αδύνατο να πάθει και να αποθάνει, ενώ ακριβώς το αντίθετο αποτελούσε τον προορισμό του, το πάθος και ο θάνατος υπέρ της τού κόσμου ζωής. Το πάθος και τη φθαρτότητα απέβαλε το σώμα τού Χριστού μετά την Ανάστασή του. Έτσι, ελεύθερο από τα υλικά δεσμά, μπορούσε, «κεκλεισμένων των θυρών», να εμφανιστεί στους μαθητές και κούφο ν αναληφθεί στους ουρανούς, παρά το νόμο της βαρύτητος των σωμάτων. Μετά την ανάστασή του εισήλθε στο στάδιο της αδιάφθορης δόξας.

Το σώμα τού Κυρίου -όπως πιο πάνω αναφέραμε- έφερεν όλα τα αδιάβλητα πάθη της ανθρωπίνης φύσεως. Αυτό που δεν είχε ήταν το στοιχείο της αμαρτίας, γιατί, ως ελεύθερο από τον ρύπο της προγονικής παραβάσεως, ως μη ενταγμένο στη φυσική συνέχεια τού Αδάμ, ήταν αμόλυντο και πάναγνο, χωρίς διεστραμμένες ορέξεις και άναγνες επιθυμίες. Έτσι τα πάθη του ήσαν κινήσεις φυσικές, η παρουσία των οποίων είναι απαραίτητη για την πραγματικότητα και την ολοκληρία του. Έτσι γεννήθηκε πραγματικά από τη μήτρα της Παρθένου (χωρίς το θαύμα τού Θεού να βλάψει την παρθενία τού μητροπάρθενου κλέους), εθήλασε τους μητρικούς μαστούς (πολύ συγκινητικά παρουσιάζει την εικόνα η ορθόδοξη εικονογραφία· Παναγία η γαλακτοτροφούσα), αναπτυσσόταν κανονικά παίρνοντας βάρος και σχηματιζόμενο κατά τα μέλη του, και διατηρούσε γενικά όλες τις φυσικές καταστάσεις του, όσες βέβαια ταίριαζαν στον υψηλό σκοπό της θεανθρώπινης διακονίας του. Έτσι δεν είναι νοητό να υποθέσουμε ότι το πανακήρατο σώμα τού Δεσπότου μπορούσε ν αρρωστήσει ή πρόωρα να αποθάνει ούτε πάλι να έλθει σε γάμου κοινωνία, γιατί όλ' αυτά θα ήσαν ανοίκεια και θα έθεταν σε κίνδυνο το λυτρωτικό έργο του και θα ματαίωναν τη σωστική αποστολή του. Επίσης τα αδιάβλητα πάθη στα οποία υπέκειτο η ανθρώπινη φύση τού Κυρίου (με την έννοιαν ότι λειτουργούσαν σ αυτήν ως απαραίτητα στοιχεία της αλήθειας και της ολοκληρίας της) δεν ήσαν εκδηλώματα άσχετα προς το μυστήριο τού Χριστού, την υποστατικήν ένωση των φύσεων. Όπως στο ένα Πρόσωπο τού Κυρίου ήσαν θεωμένες η φυσική θέληση και η ενέργειά του (ψυχική και σωματική), χωρίς το ανθρώπινο θέλημα να αντιπίπτει στο θείο, μάλλον δε να υποτάσσεται και ν ακολουθεί ελεύθερα σ αυτό, έτσι και τα αδιάβλητα ενεργήματα της ανθρωπίνης του φύσεως τελούσαν υπό την εποπτεία και καθοδήγηση τού Λόγου, ενταγμένα και αυτά στο όλο πλέγμα τού χριστολογικού θαύματος.


β) Το ενιαίο Πρόσωπο τού Χριστού.
Οι δύο πλήρεις και ακέραιες φύσεις τού Κυρίου ενώθηκαν σε ένα πρόσωπο. Ο Χριστός είχε ένα εγώ, που ήταν ο ενιαίος προσωπικός φορέας των δύο του φύσεων. Το εγώ αυτό ήταν το Πρόσωπο τού Θεού Λόγου. Στο Πρόσωπο αυτό ενώθηκε η ανθρώπινη φύση με τη θεία, γιατί η ίδια ήταν απρόσωπη. Ο Χριστός δεν είχε δικό του ανθρώπινο εγώ, ιδιοπερίστατο και αυτοδιόριστο. Η ανθρώπινη φύση του δεν είχε δική της υπόσταση (η υπόσταση εδώ με την έννοια τού προσώπου και όχι της υπαρχικής πραγματικότητος), που σημαίνει ότι δεν έζησε ούτε μια μόνη στιγμή έξω από το Πρόσωπο τού Λόγου, ως ιδιαίτερη ολοκληρωμένη οντότητα, αλλά υπήρχε πάντοτε στο μυστήριο της υποστατικής ενώσεως των φύσεων. Αυτή την έννοια έχει η «εξ άκρας συλλήψεως» ένωση, ότι δηλαδή την ίδια στιγμή που καταβλήθηκε το έμβρυο στη μήτρα της Παρθένου από το Πνεύμα το άγιον, ενώθηκε και ο Λόγος τού Θεού με αυτό. Φυσικά η ανθρωπότητα τού Χριστού δεν έμεινεν απρόσωπη· όμως το πρόσωπο που προσέλαβε και στο οποίο συνέστη δεν ήταν δικό της, αλλά το πρόσωπο τού Υιού τού Θεού.

Αυτό ακριβώς εννοούμε, όταν μιλάμε για υποστατική ένωση των φύσεων, ένωση που έγινε στο Πρόσωπο ή την υπόσταση (εξ ου και η ονομασία της) τού Λόγου. Η ένωση αυτή ήταν ασύγχυτη και αδιαίρετη. Δηλαδή οι ενωθείσες φύσεις δεν έπαθαν καμιά αλλοίωση ή μεταβολή. Από την ένωση αυτών δεν προήλθε μια τρίτη φύση σύνθετη, στην οποίαν να ενσωματωθούν στοιχεία των δύο φύσεων -λίγο από τη μια και λίγο από την άλλη- και η οποία να μην είναι ούτε η μια ούτε η άλλη, αλλά το συναμφότερο, σύνθεση δηλαδή και ανάμιξη της ουσίας των δύο σε μία επίμικτη τρίτη. Ήταν δε η ένωση των φύσεων στον Χριστόν ένωση φυσική, δηλ. πραγματική, όπως σε κάθε βήμα τόνιζε ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας στην πολεμική του κατά τού Νεστορίου. Δεν ήταν απλή επαφή, απλός εξωτερικός πλησιασμός, μία ένωση ηθική καλής θελήσεως και ευδοκίας, όπως ισχυριζόταν ο Νεστόριος. Μία τέτοια ένωση δεν θα μπορούσε ν αναμορφώσει και να θεώσει την ανθρώπινη φύση. Παράδειγμα ενώσεως προσφυές παρμένο από τον κύκλο της φυσικής εμπειρίας, είναι ο πυρακτωμένος σίδηρος. Σ' αυτόν υπάρχουν δύο φύσεις, ο σίδηρος και η φωτιά που ενώνονται πολύ βαθιά μεταξύ τους, χωρίς να χάσουν η κάθε μία τη φυσική της ιδιότητα. Με τη διαφορά βέβαια ότι η ένωση στο σίδηρο δεν μπορεί να είναι διηνεκής. Είναι ένωση προσωρινή, ενώ η ένωση στον Χριστόν είναι διαρκής και ακατάλυτη. Οι φύσεις παράλληλα ενώθηκαν αδιαστάτως και αδιαιρέτως. Ποτέ πιά δεν πρόκειται ν' αποχωριστούν η μία από την άλλη. Ακόμη και ο θάνατος τού Χριστού, παρ όλον ότι επέφερε την κατάλυση της ζωής τού Θεανθρώπου, δεν κατέλυσε και την ένωση των φύσεων. Διότι και στο μνήμα, στο οποίο βρισκόταν νεκρό το σώμα τού Χριστού, και στον Άδη, όπου κατέβηκε η ψυχή του κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο στα πεπεδημένα (φυλακισμένα, δέσμια) πνεύματα, η θεότητα παρέμεινεν ενωμένη με τα χωρισθέντα συστατικά στοιχεία της ανθρωπίνης φύσεως, αναδεικνύουσα το μεν σώμα ζωηφόρο και αδιάφθαρτο, τη δε ψυχή θεοχώρητη και θεοδύναμη, ώστε να συντρίψει με την «αστραπή της θεότητος» που έφερε μέσα της, το αποτρόπαιο κράτος της φθοράς και τού θανάτου.

Η υποστατική ένωση των φύσεων είναι μυστήριο πίστεως, την απειρία τού οποίου αδυνατούμε να περικλείσουμε στα στενά όρια τού φτωχού και αδύνατου μυαλού μας. Ψελλίζουμε λίγα μονάχα λόγια αδύναμα και ταπεινά, στα οποία συντρίβεται η σοφία μας και θρυμματίζεται η θεολογική μας εμβρίθεια. Φέροντες δε τον υπέρτατο θησαυρό σε σκεύη οστράκινα, με συνοχή καρδίας ζητάμε το έλεος και τη συμπάθεια τού Κυρίου. Δεν αποκρύπτουμε όμως το λόγο της πίστεώς μας, δεν αρνούμαστε το λίγο που μπορούμε να προσφέρουμε διακονούντες Εκείνον που μας έκανε τη θεία φανέρωση, το τι, δηλαδή, και όχι το πώς τού περιεχομένου της θείας του αποκαλύψεως.
Η υποστατική ένωση των φύσεων περικλείει μέσα της ένα ευρύ φάσμα επί μέρους αληθειών, κορυφαία των οποίων είναι οι ακολουθίες της ενώσεως αυτής, η γνώση των οποίων είναι απαραίτητη για να έχουμε κάποια προσέγγιση στο υπερφυές θεανθρώπινο μυστήριο. Αυτές θα δούμε σε σύντομη σκιαγράφηση στη συνέχεια.


         Ακολουθίες εκ της υποστατικής ενώσεως των φύσεων.
1) Αντίδοση ή κοινοποίηση των ιδιωμάτων των φύσεων στο ενιαίο πρόσωπο τού Λόγου.Τί εννοούμε λέγοντες αντίδοση ή κοινοποίηση των ιδιωμάτων; Το σημείο αυτό είναι το πιο καίριο τού όλου χριστολογικού δόγματος, η λυδία λίθος στη βάση της οποίας μπορούμε να εκτιμήσουμε την ορθόδοξη χριστολογία και να επισημάνουμε τις χριστολογικές κακοδοξίες. Αντίδοση είναι η μετάδοση των ιδιωμάτων μιάς φύσεως στην άλλη και τανάπαλιν. Η θεία φύση, λόγου χάρη, μεταδίδει την παντοδυναμία της στην ανθρώπινη, και αυτή μεταδίδει το παθητό της στη θεία. Εδώ όμως χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι υπάρχει κίνδυνος εσφαλμένων παρεκδοχών. Η μετάδοση δεν γίνεται μεταξύ των δύο φύσεων απ ευθείας. Όταν κοινοποιείται η παντοδυναμία στην ανθρώπινη φύση, δεν σημαίνει ότι η φύση αυτή γίνεται παντοδύναμη· ή όταν μεταδίδεται το παθητό στη θεία, αυτή γίνεται παθητή. Μία τέτοια εκδοχή συγχέει τις φύσεις και καταστρέφει την υποστατική ένωση, που -όπως είπαμε- είναι ασύγχυτη. Στην ένωση οι φύσεις μένουν κάθε μία εις τον «οικείον αυτής όρον τε και λόγον». Δεν βγαίνουν έξω από τα φυσικά τους ιδιώματα. Το σημείο αυτό είναι πολύ κρίσιμο, το οποίο δεν φαίνεται να κατανοούν όσο θα έπρεπε πολλοί χριστιανοί, ώστε να σκανδαλίζονται ακούοντες, ότι η αντίδοση των ιδιωμάτων δεν γίνεται απ ευθείας στις φύσεις. Μιά τέτοια αντίληψη είναι κακή εφαρμογή της αντιδόσεως των ιδιωμάτων. Αν όμως η αντίδοση δεν γίνεται απ ευθείας στις φύσεις, τότε που και πώς γίνεται; Εδώ ακριβώς έγκειται το βάρος και η κρισιμότητα τού θέματος· η μετάδοση των ιδιωμάτων γίνεται στο ενιαίο θεανδρικό πρόσωπο τού Χριστού. Η πρόταση αυτή είναι από χριστολογικής πλευράς αξιωματική. Έτσι -για να μείνουμε στο πιο πάνω παράδειγμα- η παντοδυναμία της θείας φύσεως όπως και το παθητό της ανθρωπίνης, μεταδίδονται στον ένα Χριστό. Ο Χριστός, ως Πρόσωπο θεανδρικό, είναι και παντοδύναμος (ως άπειρος Θεός) και παθητός (ως πεπερασμένος άνθρωπος). Τα δύο αντιθετικά αυτά ιδιώματα μεταδίδονται ασυγχύτως και αδιαιρέτως στο ένα Πρόσωπο τού Χριστού, χωρίς να χωρίζεται ο άνθρωπος από τον Θεό και τανάπαλιν. Ο Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος ο αυτός (ως Θεάνθρωπος), είναι πανταχού παρών και όχι η ανθρωπότητά του. Ως επίσης ο ίδιος είναι παθητός και όχι η θεία φύση του. Ο Λούθηρος, κάνοντας κακή εφαρμογή της αντιδόσεως των ιδιωμάτων και, δεχόμενος την πανταχού παρουσία τού σώματος τού Χριστού (για να δικαιολογήσει την παρουσία τού κυριακού σώματος στη θεία ευχαριστία), εδίδαξε την περίφημη περί «πανταχού παρουσίας» θεωρίαν, επικριθείς όχι μόνον από ορθόδοξους και ρωμαιοκαθολικούς αλλά και από προτεστάντες, και κατηγορηθείς για μονοφυσιτισμό.

2) Η αναμαρτησία τού Κυρίου.Δευτέρα ακολουθία της υποστατικής ενώσεως των φύσεων είναι η αναμαρτησία τού Χριστού. Την αναμαρτησίαν αυτή διακρίνουμε σε εμπειρική και μεταφυσική - θεωρητική. Κατά την πρώτην ο Χριστός δεν γνώρισε αμαρτία κατά τη διάρκεια τού επί γης βίου του. Ο ίδιος προκάλεσε τους Ιουδαίους· «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;». Για το πνεύμα δε της πονηρίας (τον άρχοντα και πλανευτήν τού κόσμου τούτου) είπεν ότι σ' αυτόν (στη ψυχή τού Κυρίου) δεν μπορεί να βρει τίποτε το μεμπτόν («εν εμοί ουκ έχει ουδέν»). Την εντύπωση αυτή έχοντες και οι μαθητές για το Διδάσκαλο, διαλαλούσαν ότι «αμαρτίαν ουκ εποίησε ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». Η δεύτερη αναμαρτησία, η μεταφυσική - θεωρητική, είναι σημαντικότερη της εμπειρικής και, αν δεν μελετηθεί σωστά, είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε παρανοήσεις τού κορυφαίου αυτού δόγματος. Τί εννοούμε λέγοντες θεωρητικήν αναμαρτησίαν; Εννοούμε το ενδεχόμενο, τη δυνατότητα αμαρτίας στον Θεάνθρωπο. Κατά πόσο δηλαδή ο σαρκωθείς Λόγος τού Θεού μπορούσε να αμαρτήσει ή όχι. Αν είχε με άλλα λόγια τη δυνατότητα να αμαρτήσει και δεν αμάρτησε, μένοντας πιστός στο θέλημα τού Πατρός του, ή αν δεν μπορούσε καθόλου να αμαρτήσει. Την πρώτη θεωρία -την οποίαν επαναλαμβάνουν και σήμερα πολλοί- διετύπωσαν στην αρχαία Εκκλησία σειρά θεολόγων της Αντιοχειανής Σχολής στο πλέγμα κυρίως της νεστοριανικής αιρέσεως, με προεξάρχοντα το Θεόδωρο Μοψουεστίας. Αυτοί, δεχόμενοι ηθική ένωση των φύσεων στον Χριστο και διαιρούντες σε δύο φυσικά Πρόσωπα το ένα αδιαίρετο Πρόσωπο τού Κυρίου, έλεγαν ότι ο άνθρωπος Χριστός είχε τη δυνατότητα να αμαρτήσει· ότι οχλείτο, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, από πάθη και ότι επάλαιε εναντίον κακών επιθυμιών· εν τούτοις δεν αμάρτησε -παρ όλο που μπορούσε ν αμαρτήσει- και σ αυτό έγκειται το ηθικό μεγαλείο του και ότι εμόρφωσε για μας ηθικό πρότυπο, στά ίχνη τού οποίου καλούμαστε ν' ακολουθήσουμε. Κατά τη δεύτερη θεωρία ο Κύριος δεν μπορούσε καθόλου ν αμαρτήσει, γιατί αυτό ήταν συνέπεια της υποστατικής ενώσεως των φύσεων, δηλαδή της μορφώσεως τού θεανδρικού προσώπου του. Ο Χριστός είχεν -όπως είπαμε- ένα και μόνο πρόσωπο, το αΐδιο πρόσωπο τού Λόγου, στο οποίο υπέστη η απρόσωπη ανθρώπινη φύση του. Αν, λοιπόν, μπορούσε ν αμαρτήσει ο Χριστός, θα μπορούσε ν αμαρτήσει και ο Θεός Λόγος, το πρόσωπο τού οποίου ήταν φορέας των δύο φύσεων! Ένα τέτοιο όμως ενδεχόμενο θα ήταν άμεση απειλή για το σωτήριο έργο του, που, σε περίπτωση αμαρτίας τού Θεανθρώπου, μπορούσε να ματαιωθεί. Άλλωστε στο θεανδρικό πρόσωπο τού Σωτήρος η θέληση τού Χριστού, θεωθείσα, ακολουθούσε και υποτασσόταν αβίαστα στο θείο του θέλημα, ώστε να εκλείπει παντελώς η δυνατότητα μετακινήσεώς της εκ τού μυστηριακού πλέγματος τού Χριστού και μεταπτώσεώς της εις την αμαρτίαν. Κατά την κρίση μας η πρώτη εκδοχή είναι εσφαλμένη, γι' αυτό και καταδικάστηκε από την Εκκλησία. Θα ήταν βλάσφημο να υποθέσουμε, ότι το εσωτερικό έδαφος της ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού, η οποία ήταν τελείως ελεύθερη τού αμαρτητικού, ως μη έχουσα το αμάρτημα τού προπάτορα, και φερόταν παράλληλα στο θείο πρόσωπο τού Λόγου, ήταν μολυσμένο και εστία ακαθάρτων λογισμών και επιθυμιών! Και είναι μεν γεγονός ότι ο Χριστός επειράσθη κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του από το πνεύμα της ακαθαρσίας. Ο πειρασμός του όμως αυτός δεν ήταν εσωτερικός, δεν προερχόταν από μολυσμένο έδαφος ψυχής, αλλ' ήταν πειρασμός εξωτερικός, επίθεση και προσβολή τού διαβόλου, η οποία και ευχερώς αποκρουόταν από τον Κύριο, χωρίς να θολώσει τα κρυστάλλινα ύδατα της ψυχής του. Απομένει η δευτέρα εκδοχή της απόλυτης αναμαρτησίας τού Κυρίου, η οποία είναι και η μόνη ορθή, ως απηχούσα τη δογματική παράδοση της Εκκλησίας. Ο Χριστός δεν μπορούσε ν αμαρτήσει όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν ήταν κοινός άνθρωπος αλλά Θεάνθρωπος, καθοδηγούμενος και ενεργών υπό την εποπτεία τού απείρου θείου Λόγου. Όσο μπορούσε ν αμαρτήσει ο Θεός, άλλο τόσο μπορούσε ν αμαρτήσει κι ο Θεάνθρωπος. Η υποστατική ένωση των φύσεων διασφάλιζε την απόλυτη αναμαρτησία τού Χριστού.

3) Ο όρος «Θεοτόκος», ο αποδιδόμενος στη Μητέρα τού Ιησού Χριστού.Η Παρθένος Μαρία είναι αληθώς Θεοτόκος. Εγέννησε όντως τον Θεό. Ο Νεστόριος σκανδαλιζόταν με την αλήθεια αυτή. Μη μπορώντας να συλλάβει το νόημα της υποστατικής ενώσεως των φύσεων και της αντιδόσεως των ιδιωμάτων, έλεγεν ότι για να γεννήσει η Μαρία τον Θεό, έπρεπε και αυτή η ίδια να ήταν θεά, ώστε από το όμοιο να γεννηθεί το όμοιο. Αφελής και παιδαριώδης συλλογισμός! Με ποιόν όμως τρόπον εγέννησεν η Μαρία τον Θεό; Μπορεί τάχα να γεννηθεί το άπειρο και αΐδιο Πνεύμα; Βεβαίως όχι. Ένας τέτοιος συλλογισμός θα ήταν καθαρός παραλογισμός. Δεν μπορεί να γεννηθεί η άπειρη φύση, όπως γεννώνται οι πεπερασμένοι άνθρωποι. Τότε, πώς εξηγείται το πράγμα; Η γέννηση τού Θεού για να γίνει κατανοητή - τρόπος τού λέγειν βέβαια γιατί το μυστήριο είναι απολύτως απρόσιτο στην ανθρώπινη διάνοια - πρέπει να μελετηθεί αυστηρά κάτω από το πρίσμα της υποστατικής ενώσεως των φύσεων, της οποίας αποτελεί ακολουθία φυσική. Στη μήτρα της Παρθένου δεν συνελήφθη ούτε εγεννήθη η φύση τού Θεού, γεγονότα αρμόζοντα στη φυσική τάξη των κτισμάτων· αλλά γεννήθηκε ο Χριστός, ο οποίος δεν ήταν άνθρωπος ψιλός (= κοινός), όπως επρέσβευεν ο Νεστοριος, ο οποίος αποκαλούσε τη Μαρία χριστοτόκον, αλλά Θεός μαζί και άνθρωπος (= Θεάνθρωπος). Αυτό συνέβη -όπως είδαμε- «εξ άκρας συλλήψεως», τη στιγμή δηλαδή που το Πνεύμα το άγιο δημιουργούσε στη μήτρα της Παρθένου το έμβρυο Χριστό. Επομένως αυτό που συνελήφθη από το Πνεύμα τού Θεού ήταν αδιάσπαστα ενωμένο με τη θεότητα. Ο Χριστός φυσικά γεννήθηκε κατά την ανθρώπινη φύση του, που ως πεπερασμένη και κτιστή, υπέκειτο σε τέτοιου είδους καταστάσεις και περιορισμούς. Επειδή όμως ήταν συνάμα και Θεός, δεχόταν στο Πρόσωπό του το φυσικό της γεννήσεως γεγονός. Η -όπως λέμε στη θεολογία- ο Θεός γεννήθηκε «σαρκί», όπως και απέθανε «σαρκί» κ.λπ. Η γέννηση ανήκει μεν στην τρεπτή ανθρώπινη φύση τού Χριστού, οικειοποιείται όμως αυτήν ο Θεός (αντίδοση ιδιωμάτων), ο οποίος είναι άρρηκτα ενωμένος με αυτήν στο ενιαίο θεανδρικό πρόσωπο τού Λόγου.
Ο όρος «Θεοτόκος» έχει σπουδαίο δογματικό περιεχόμενο. Εκφράζει συνοπτικότατα την πίστη της Εκκλησίας. Στην περίοδο των χριστολογικών αιρέσεων, απετέλεσε το επίκεντρο σφοδροτάτων δογματικών διενέξεων μεταξύ νεστοριανών θεολόγων (με επικεφαλής τον Νεστόριο) και των ορθοδόξων (με επικεφαλής τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας). Ο όρος σφραγίζει την πίστη και την ευσέβεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δικαιότατα απονέμεται στην πάνσεμνο Κόρη, η οποία είναι όντως η Μητέρα τού Θεού, η τεκούσα αφράστως τον Κύριο της δόξης.

4) Η μία υιότητα και προσκύνηση τού Χριστού.Ο Νεστόριος έλεγεν, ότι στον Χριστό πρέπει ν απονέμονται ξεχωριστά δύο προσκυνήσεις, μία θεία και μία ανθρώπινη. Σ' αυτό κατέληγε γιατί δεχόταν δύο ξεχωριστούς υιούς, τον Υιόν τού Θεού και τον υιόν της Παρθένου. Κάθε υιότητα αντιστοιχούσε -κατ αυτόν- στο αντίστοιχο πρόσωπο τού Κυρίου. Έτσι επειδή δεχόταν δύο πλήρη και τέλεια Πρόσωπα, μοιραίως οδηγείτο στην αποδοχή αντίστοιχα και δύο υιών. Η διδασκαλία αυτή ήταν συνεπής προς τη χριστολογική αντίληψη τού Νεστορίου. Ήταν δε φυσικό ν απονέμει στη συνέχεια και διπλή προσκύνηση στον Κύριο· μία ξεχωριστά στον Υιόν τού Θεού και άλλη ξεχωριστά στον υιόν της Παρθένου. Η διδασκαλία αυτή ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση προς την επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας, κατά την οποίαν ο Χριστός προσκυνείται «μια προσκυνήσει», επειδή ένα είναι το φυσικό του πρόσωπο και όχι δύο. Ήταν ο Υιός τού Θεού κρατώντας στο Πρόσωπό του τον άνθρωπο. Και καλείται μεν στη Γραφή ο Χριστός και «υιός ανθρώπου», αυτό όμως δεν αφορίζει ιδιαίτερο ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά δι' αυτού εκφράζεται η ανθρώπινη πλευρά τού Κυρίου, ότι δηλαδή ήταν και άνθρωπος αληθινός. Η μία υιότητα και η μία προσκύνηση τού Χριστού είναι ακολουθία της υποστατικής ενώσεως των φύσεων. Εφ όσον ο Χριστός ήταν Θεάνθρωπος, δηλαδή στο ένα του πρόσωπο ενώθηκαν ασυγχύτως και αδιαιρέτως η θεότητα με την ανθρωπότητα, ήταν επόμενο να έχει μίαν υιότητα, στην οποίαν ν' απονέμεται και μία προσκύνηση. Τις αιρετικές κακοδοξίες τού Νεστορίου απέκρουσεν ευστοχότατα ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και καταδίκασε επίσημα η Εκκλησία στην Γ´ Οικουμενική Σύνοδο.
Από όσα πιο πάνω είπαμε, κατανοούμε πόσο σημαντικό είναι το δόγμα της υποστατικής ενώσεως των φύσεων στον Χριστο. Η σωστή κατανόηση αυτού θα μας προφυλάξει από πολλούς κινδύνους παρανοήσεως της χριστολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Δύο δε είναι οι κυριώτεροι κίνδυνοι· από μια πολύ αυστηρή και ακραία αντίληψη της υποστατικής ενώσεως είναι ενδεχόμενο να προέλθει ο Μονοφυσιτισμός· ενώ από μία χαλαρή αντίληψη, να προκύψει ο Νεστοριανισμός. Αυτό πράγματι συνέβη στην ιστορία τού χριστιανικού δόγματος. Αυτό θα το κατανοήσουμε καλύτερα, αν εξετάσουμε ακροθιγώς τις αιρέσεις εκείνες που διαμορφώθηκαν στην αρχαία εποχή γύρω από το πρόσωπο τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Στην αρχαία Εκκλησία, ως γνωστόν, διαμορφώθηκαν δύο θεολογικές σχολές (ρεύματα ειδικής θεολογικής σκέψεως), η Αλεξανδρινή και η Αντιοχειανή, οι οποίες εδογμάτιζαν γύρω από το πρόσωπο τού Ιησού Χριστού κάθε μία με τον ιδιαίτερό της θεολογικό τρόπο τού σκέπτεσθαι.

Η Αλεξανδρινή Σχολή, η οποία διακρινόταν διά το έντονο μυστικοθεωρητικό πνεύμα της και ερμήνευε αλληγορικώς τις Γραφές, ετόνιζε τη θεωρητική πλευρά τού Κυρίου, εξαίροντας τη θεότητά του και αφήνοντας στη σκιά την ανθρώπινη φύση του. Αρεσκόταν να τονίζει το πνευματικό και θεωρητικό στοιχείο σε βάρος τού ιστορικού και τού συγκεκριμένου. Αντίθετα, η Αντιοχειανή Σχολή ετόνιζε την ανθρώπινη πλευρά τού Ιησού, αφήνοντας στη σκιά τη θεία. Ερμήνευε ιστορικογραμματικώς τις άγιες Γραφές και αρεσκόταν να εξαίρει το ιστορικό, το απτό και το συγκεκριμένο σε βάρος τού θεωρητικού και τού μυστικού. Είναι δε εύκολο να συμπεράνουμε, ότι από τις τάσεις της Αλεξανδρινής Σχολής θα ευνοείτο η εμφάνιση τού Μονοφυσιτισμού (δοκητισμού, Απολλιναρισμού, Ευτυχιανισμού), ενώ από τις τάσεις της Αντιοχειανής Σχολής θα ευνοείτο η εμφάνιση τού Νεστοριανισμού. Αυτό πράγματι συνέβη.


Ας δούμε όμως την εμφάνιση των κυριοτέρων χριστολογικών αιρέσεων, με σκοπό να κατανοήσουμε καλύτερα την ουσία της ορθόδοξης χριστολογίας στην αντιθετική σχέση της προς τη διδασκαλία των αιρετικών.

1) Ο δοκητισμός.Η αίρεση αυτή προήλθε από τις ακραίες τάσεις της Αλεξανδρινής Σχολής. Οι δοκήτες (ή δοκητές), επηρεαζόμενοι από το δυιστικό πνεύμα τού αρχαίου Γνωστικισμού, τού Πλατωνισμού και τού Νεοπλατωνισμού, οι οποίοι εδέχοντο την ύλη και γενικά το αισθητό ως φύσει κακό, φορέα και έδρα της αμαρτίας, απέρριπταν την υλική υπόσταση τού Χριστού. Ο αγαθός Θεός, κατ αυτούς, δεν μπορούσε να λάβει σώμα υλικό, που από τη φύση του ήταν κακό. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανάρμοστο προς την αγαθότητά του. Πώς δε εξηγούσαν την ανθρώπινη εμφάνιση τού Ιησού; Έλεγαν ότι δεν ήταν πραγματικός άνθρωπος, αλλά φαινόταν μόνον εξωτερικά ως τοιούτος. Ήταν άνθρωπος «κατά δόκησιν», «κατά το δοκείν» (κατά το φαινόμενο), εξ ου και η ονομασία τους (δοκήτες). Ήταν σαν ένα φάντασμα, με εξωτερικό περίγραμμα ανθρωπίνης φύσεως, χωρίς όμως ουσιαστικό περιεχόμενο. Περιττό να σημειώσουμε, ότι μια τέτοια αντίληψη κατέστρεφε ολοσχερώς την έννοια τού Χριστού και τη σημασία τού λυτρωτικού έργου του. Γι αυτό και οι αρχαίοι Πατέρες της Εκκλησίας κατεπολέμησαν με πάθος τη φοβερή αυτή κακοδοξία (κυρίως οι αντιγνωστικοί Πατέρες και συγγραφείς), εξαίροντας από κοινού την αλήθεια, την πραγματικότητα και την ιστορικότητα της ανθρωπίνης φύσεως τού Κυρίου.

2) Ο Απολλιναρισμός.Εισηγητής της αιρέσεως αυτής ήταν ο Απολλινάριος, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας. Ήταν θεολόγος διαπρεπής. Τον απασχολούσε ιδιαίτερα το πρόβλημα τού προσώπου τού Χριστού, δηλαδή πώς ταιριάζει ένα πρόσωπο σε δύο πλήρεις και ακέραιες φύσεις. Τόσον ο Απολλινάριος όσο και οι άλλοι αιρετικοί καθώς και οι ορθόδοξοι θεολόγοι της Εκκλησίας, ξεκινούσαν στη θεολογική τους θεώρηση από μία βασική φιλοσοφική αρχή, κοινώς αποδεκτήν κατά την εποχή των πρώτων χριστιανικών αιώνων, ότι δεν μπορεί να υπάρξει φύση απρόσωπη. Όπου δηλαδή υπάρχει φύση, εκεί απαραίτητα πρέπει να υπάρχει και πρόσωπο. Αυτή η θεμελιώδης αρχή δημιουργούσε πολλές δυσκολίες στην ορθή κατανόηση της χριστολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας.
Ξεκινώντας από την πιο πάνω φιλοσοφικήν αρχήν ο Απολλινάριος ήταν υποχρεωμένος στις δύο φύσεις τού Χριστού να δεχθεί και δύο αντίστοιχα Πρόσωπα. Αυτό όμως αποτελούσε πλάνην. Έπρεπε ένα από τα δύο Πρόσωπα ν αφανιστεί. Και αυτό φυσικά ήταν το ανθρώπινο. Παράλληλα, η παρουσία τού νοητικού στοιχείου στην ανθρώπινη φύση τού Χριστού εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους για την ηθική ακεραιότητά του, γιατί μπορούσε να τον οδηγήσει στην αμαρτία. Έτσι ο Απολλινάριος, για ν αποφύγει τον κίνδυνο αυτό, δέχτηκε ένα πρόσωπο στον Κύριο, το θείον, από δε την ανθρώπινη φύση αφαιρούσε το κύριο συστατικό στοιχείο της, τον λογικό νου, την απουσίαν τού οποίου ανεπλήρωσε το πρόσωπο τού Θεού Λόγου. Κατ αυτόν τον τρόπο νόμιζε, ότι έλυε το ακανθώδες χριστολογικό πρόβλημα. Δέχτηκε, λοιπόν, δύο φύσεις, ένα πρόσωπο και άλογη ψυχή στον Κύριο, πιστεύοντας έτσι ότι διασφάλιζε την απόλυτη αναμαρτησία τού Χριστού.
Πίσω από τα θεωρήματα αυτά τού Απολλιναρίου βρισκόταν η Πλατωνική φιλοσοφία με την τριχοτομική θεωρία της, ότι δηλαδή η ανθρώπινη φύση σύγκειται από τρία συστατικά στοιχεία, το σώμα, τη ζωϊκή ψυχή και το πνεύμα ή τον νου. Την θεωρίαν αυτήν υιοθετούσεν ο Απολλινάριος, ο οποίος, εφαρμόζοντάς την στον Χριστό, δεχόταν τα δύο πρώτα στοιχεία (σώμα και ζωϊκή ψυχή), όχι όμως και το τρίτο, τον νου, τον οποίον, όπως είδαμε, αφαιρούσε διά να κατοχυρώσει την αναμαρτησία τού Κυρίου. Κατ αυτόν προφανώς ο λογικός νους συνιστά πρόσωπο, στο οποίον έγκειται η δυνατότητα της αμαρτίας.
Φυσικά αυτό κάθε άλλο παρά έλυε το χριστολογικό πρόβλημα. Τουναντίον το περιέπλεκε περισσότερο και δημιουργούσε νέαν επικίνδυνη κακοδοξία. Διότι, αν ήταν άνους η ψυχή τού Κυρίου, η σωτηρία τού ανθρώπου δεν θα είχε καμία σημασία, διότι ακριβώς ο νους, το κύριο συστατικό της ψυχής, ήταν εκείνος που είχεν ανάγκη προσλήψεως από τον Κύριο και θεραπείας. «Το γάρ απρόσληπτον αθεράπευτον», θα πει αργότερα ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός.

3) Ο Αρειανισμός.Εδώ δεν θα μιλήσουμε για την άρνηση της θεότητος τού Χριστού, περί της οποίας κάναμε λόγο στα προηγούμενα· αλλά θα μας απασχολήσει η άρνηση ψυχής στον Κύριο, την οποίαν εδίδασκεν ο Άρειος. Κατ αυτόν ο Χριστός δεν είχε πλήρη ανθρώπινη φύση, δηλαδή σώμα και ψυχήν, αλλά σώμα μονάχα άψυχο. Τα αισθήματα και τα παθήματα τού ιστορικού Χριστού δεν ήσαν εκδηλώματα της ανθρώπινης ψυχής, η οποία δεν υπήρχε, αλλά τού ίδιου τού Λόγου, ο οποίος στο μέτρο αυτό ήταν επιδεκτικός ηθικής βελτιώσεως και προκοπής.
Ποιός όμως ήταν ο λόγος που οδήγησε τον Άρειο στην άρνηση ψυχής από την ανθρώπινη φύση τού Χριστού; Η άρνηση οφείλετο σε επιδράσεις φιλοσοφικές τού Ιουδαίου Φίλωνος, κατά τον οποίον ο Λόγος είναι ένα είδος ασώματης λογικής ψυχής, όμοιος με το Πνεύμα το άγιον, η οποία χαρακτηρίζεται ως ο νους ο «υπεράνω ημών», όπως ακριβώς και η ανθρώπινη ψυχή χαρακτηρίζεται ως ο «νους εντός ημών». Ο Λόγος, σε αντίθεση με το Πνεύμα το οποίον εισέρχεται στο σώμα τού προφήτη κατά τη διάρκεια της προφητικής εμπνεύσεως, ποτέ δεν εισέρχεται σε σώμα ανθρώπινο, παρά το γεγονός ότι ως ενδοκόσμιος Λόγος εισέρχεται στο σώμα τού φυσικού κόσμου. Αλλ' ενώ ο Λόγος ουδέποτε εισέρχεται απ' ευθείας σε σώμα ανθρώπινο, αντιπροσωπεύεται σ αυτό από την ανθρώπινη ψυχή, η οποία αποτελεί αντίτυπο τού Λόγου. Ο Λόγος είναι το «υπεράνω ημών θείον αρχέτυπον»· η λογική ψυχή είναι το «εν ημίν αντίτυπον τού αρχετύπου».
Ο Άρειος υιοθετούσε τα διδάγματα αυτά. Παράλληλα όμως δεν μπορούσε ν' αποστεί και από τη χριστιανική διδασκαλία περί σαρκώσεως τού Λόγου. Ο Λόγος εισήλθε, κατ αυτόν, στο σώμα τού Χριστού, όπως -κατά τον Φίλωνα- το Πνεύμα το άγιον εισέρχεται στο σώμα τού προφήτη. Εισερχόμενος όμως στο σώμα τού Χριστού, δεν είχε πιά ανάγκη της παρουσίας τού εκπροσώπου του, της λογικής δηλαδή ψυχής. Στο σώμα τού Χριστού ο Λόγος λαμβάνει απ ευθείας τη θέση της λογικής ψυχής, όπως την ίδια θέση παίρνει, κατά το Φίλωνα, το Πνεύμα το άγιο στο σώμα τού προφήτη. Η παρουσία επομένως της ψυχής, αναπληρουμένης από τον Λόγο, ήταν εντελώς περιττή στην ανθρώπινη φύση τού Χριστού. Έτσι κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο Χριστός ήταν άψυχος.
Περιττό να πούμε ότι τα παραδοξολογήματα αυτά τού Αρείου, παράλληλα με την άρνηση της θεότητος τού Λόγου, οδηγούσαν σε τέλεια καταστροφή της πίστεως και τού σωτηρίου έργου τού Χριστού.

4) Μονοφυσιτισμός.Κύριος εισηγητής της αιρέσεως αυτής ήταν ο Ευτυχής, αρχιμανδρίτης της Εκκλησίας της Κων/πόλεως. Ήταν κληρονόμος τού πνεύματος της αρχαίας Αλεξανδρινής Σχολής, της οποίας τις τάσεις οδήγησε σε ακρότητες.
Ο Ευτυχής ξεκινούσε ομοίως από τη φιλοσοφική αρχή ότι δεν υπάρχει φύση απρόσωπη. Έτσι δεχόμενος ένα πρόσωπο στο Χριστό, ήταν υποχρεωμένος να δεχθεί και μία φύση. Ένα πρόσωπο σε δύο φύσεις ήταν γι αυτόν αδιανόητο. Ποιά έπρεπε να είναι η φύση αυτή; Φυσικά η θεία. Τί απέγινεν η ανθρώπινη; Εξαφανίστηκε· καταπόθηκε από τη θεία και εξέλιπε. Έφερνε και παράδειγμα. Όπως όταν πάρεις μία σταγόνα όξους (ξύδι) και τη ρίψεις στον ωκεανό, η σταγόνα αυτή θα διαλυθεί και θα εξαφανιστεί στη θάλασσα, έτσι και η ανθρώπινη φύση, όταν ενώθηκε με την απεραντοσύνη της θείας φύσεως, αναλύθηκε σ αυτήν κι εξαφανίστηκε!
Περιττό να σημειώσουμε, ότι η περί μιάς φύσεως τού Χριστού διδασκαλία τού Ευτυχούς -την οποίαν ακολούθησαν πολλοί χριστιανοί στην αρχαίαν Εκκλησία- αντί να λύσει το χριστολογικό πρόβλημα, δημιούργησε μία τεράστια αίρεση, η οποία κόστισε πολύ ακριβά τόσο στην Εκκλησία όσο και στο Βυζαντινό κράτος. Μία φύση αφανισμένη ή αναχυμένη πανθεϊστικώς στη θεότητα πώς είναι δυνατό να σωθεί; Ποιά δε έννοια θα είχε η ιστορικότητα τού Κυρίου και τι θα σήμαινε το λυτρωτικό πάθος και ο θάνατός του; Δεν θα ήσαν όλα μία φενάκη, μία ανυπόστατη επίφαση, μία απάτη;
Και είναι μεν γεγονός ότι στη θεολογία της αρχαίας Εκκλησίας κυκλοφορούσε η περίφημη φράση «μία φύσις τού Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», την οποίαν είχε διατυπώσει ο Απολλινάριος, και την οποίαν είχε χρησιμοποιήσει και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Όμως υπό τον κάλαμο τού διαπρεπούς θεολόγου της Αλεξανδρείας η φράση αυτή δεν είχε μονοφυσιτικήν ανάχρωση, αλλά υπό «μίαν φύσιν σεσαρκωμένην» ο ιερός Πατήρ εννοούσε το ένα πραγματικό πρόσωπο τού Θεού Λόγου.

5) Νεστοριανισμός.Η αίρεση πήρε το όνομά της από τον Νεστόριο, Πατριάρχη Κων/πόλεως, που ανήκε στην ακραία πτέρυγα της Αντιοχειανής Σχολής. Η διδασκαλία του ήταν ο αντίποδας τού μονοφυσιτικού Ευτυχιανισμού.
Ο Νεστόριος, ξεκινώντας και αυτός από τη φιλοσοφική αρχή ότι δεν υπάρχει φύση απρόσωπη, εκ της θέσεως ότι στον Χριστόν υπάρχουν δύο πλήρεις και τέλειες φύσεις (θέση την οποίαν ετόνιζαν οι θεολόγοι της Αντιοχείας σύμφωνα με το αναλυτικό πρακτικό πνεύμα τους) οδηγείτο στην αποδοχή και δύο φυσικών προσώπων, ένα για κάθε φύση αντίστοιχα. Στον Χριστό υπήρχαν δύο αυτοτελή και τέλεια Πρόσωπα, ένα τού Θεού Λόγου και ένα τού ανθρώπου Χριστού.
Η αίρεση τού Νεστορίου συνίστατο στη διάσπαση της ενότητος τού προσώπου τού Χριστού. Τα δύο φυσικά Πρόσωπα υπάρχουν επί μέρους, είναι ξεχωριστά το ένα από το άλλο. Η ένωση των φύσεων δεν μπορεί να είναι φυσική (δηλ. βαθειά και εσωτερική, όπως έλεγεν ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας), αλλ' ήταν ένωση ηθική, ένας χαλαρός και εξωτερικός πλησιασμός, μία προσέγγιση και επαφή «κατ ευδοκίαν και ομωνυμίαν». Δηλαδή τα δύο Πρόσωπα στα οποία αντιστοιχούσαν οι δύο φύσεις, είχαν ψιλήν μεταξύ τους επικοινωνίαν, απλήν επαφή καλής θελήσεως και αγάπης, ένα είδος ηθικής συνεργασίας. Αυτού τού είδους τη σχέση εννοούσε ο Νεστόριος, όταν έκανε λόγο περί τού ηθικού προσώπου της ενώσεως, και τίποτε περισσότερο.
Ο Νεστόριος, μερίζων το ενιαίο πρόσωπο τού Χριστού, μιλούσε στη συνέχεια περί δύο ξεχωριστών και ανεξάρτητων Υιών, όσα δηλαδή και τα Πρόσωπα τού Κυρίου. Άλλος ήταν ο Υιός τού Θεού και άλλος ο Υιός της Παρθένου. Η Μαρία εγέννησε μόνον τον άνθρωπο Χριστό, διά τούτο και την ονόμαζε «Χριστοτόκον». Τον Θεόν δεν μπορούσε να γεννήσει, διότι για να γίνει αυτό θα έπρεπε και η ίδια να είναι θεά. Στους δύο δε Υιούς απένειμε δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις.
Στο πλέγμα των χριστολογικών απόψεων τού Νεστορίου η αντίδοση των ιδιωμάτων των φύσεων είναι κάτι το αδιανόητον. Ποιά αντίδοση -αλήθεια- μπορεί να νοηθεί σε περίπτωση που υπάρχουν δύο φυσικά, πλήρη και τέλεια Πρόσωπα, ξεχωριστά το ένα από το άλλο, και τα οποία είναι το καθένα φορέας των ιδιωμάτων της φύσεως στην οποίαν αντιστοιχεί; Αλλά και ποιά θέωση της ανθρωπίνης φύσεως μπορεί να υιοθετήσει ένα τέτοιο σύστημα, που τόσο απότομα διαστέλλει και αντιδιϊστά φύσεις και Πρόσωπα; Ενδεικτική της νοοτροπίας αυτής είναι και η κακοποίηση της ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού, στην οποίαν προέβαιναν ωρισμένοι ακραίοι θεολόγοι με επί κεφαλής τον Θεόδωρο Μοψουεστίας. Ότι δηλαδή η φύση τού Κυρίου, απογυμνωμένη από τη δύναμη που προέρχεται από την αντίδοση των ιδιωμάτων των φύσεων, μένει ανοικτή στις φυσικές της δυνάμεις, οχλουμένη από πάθη και παλαίουσα κατά της αμαρτίας, προκόπτουσα βαθμηδόν στο πεδίο της αρετής και της ηθικής τελειώσεως.
Ο Νεστοριανισμός αποτελεί εκλογίκευση τού μυστηρίου της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας, το οποίον τελικά και καταργεί. Επέφερεν αναστάτωση στην Εκκλησία, η οποία και τον κατεδίκασε.

6) Αφθαρτοδοκητισμός.Είναι αίρεση πολύ ύπουλη και επικίνδυνη, στην οποίαν υπολανθάνουν στοιχεία από το δοκητισμό και το μονοφυσιτισμό. Προήλθε και αυτός από τις ακραίες τάσεις της Αλεξανδρινής θεολογίας. Ήταν ήπια μορφή μονοφυσιτισμού. Ενώ ο τελευταίος (ο μονοφυσιτισμός) ηρνείτο την πραγματικότητα της ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού, ο αφθαρτοδοκητισμός αφαιρούσε σημαντικό μέρος αυτής, αρνούμενος τα αδιάβλητα πάθη της. Την ανθρώπινη φύση τού Χριστού εμείωνε -όπως είδαμε- και ο Απολλινάριος.
Οι αφθαρτοδοκήτες είχαν εσφαλμένην αντίληψη της υποστατικής ενώσεως των φύσεων, κάνοντας κακή εφαρμογή της αντιδόσεως των ιδιωμάτων. Στηριζόμενοι στην «εξ άκρας συλλήψεως» θέωση της ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού, ισχυρίζοντο ότι η θεωθείσα φύση του είχεν αποβάλει όλες τις φυσικές κινήσεις της, ψυχικές και σωματικές. Έτσι το αφθαρτοποιημένο σώμα τού Κυρίου απέβαλε όλα τα αδιάβλητα πάθη του (πείνα, δίψα, κάματο κ.τ.ό.), όπως και η θεωθείσα ψυχή του απέβαλε τα δικά της πάθη (λύπη, αγανάκτηση κ.λ.π.). Αν δε στη Γραφή γίνεται λόγος περί των παθών αυτών, αυτό κατά τους αφθαρτοδοκήτες συνέβαινε «κατ οικονομίαν» μόνον. Ο Θεός δηλαδή επέτρεπε προσωρινώς την εμφάνιση των αδιαβλήτων παθών, τα οποία στην πραγματικότητα ήσαν ανύπαρκτα, προς εξυπηρέτηση των σκοπών της σωτηρίας των ανθρώπων. Όταν επιτυγχάνετο αυτό, η φύση επανερχόταν στην προτέρα αφθαρσία της. Επίκεντρο της αιρέσεως ήταν η ιδέα της αφθαρσίας (εξ ού και η ονομασία τους).

Οι αντιλήψεις αυτές είναι εσφαλμένες. Και αληθεύει μέν η εκδοχή της «εξ άκρας συλλήψεως» θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως τού Κυρίου, η οποία ήταν απόρροια της υποστατικής ενώσεως και της αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων. Η θέωση όμως αυτή, Οπωσδήποτε και αν εκληφθεί, σε καμιά περίπτωση δεν καταργεί την ολοκληρία της φύσεως, η οποία -κατά τη διδασκαλία των Πατέρων- μένει «εις τον οικείον αυτής όρον τε και λόγον». Και όπως δεν εξαφανίζεται αναλυομένη στη θεία (μονοφυσιτισμός), έτσι δεν αποβάλλει τα αδιάβλητα πάθη της, η παρουσία και η λειτουργία των οποίων αποτελεί στοιχείο αυτής αναφαίρετο.
Τααδιάβληταπάθη της η ανθρώπινη φύση τού Χριστού διετήρησε μέχρι της Αναστάσεως. Άλλωστε ποιά σημασία θα είχε ένα σώμα άφθαρτο διά τη σωτηρία των ανθρώπων; Μήπως μπορούσε να πάθει και να αποθάνει; Η αντίφαση είναι προφανής. Μετά το πάθος όμως και το θάνατο και αφού το δεσποτικό σώμα αναστήθηκε εκ των νεκρών, απέρριψεν όλα τα πάθη και την υλικότητα της φύσεώς του, εισελθόν αμετάκλητα στο στάδιο της άπειρης θείας δόξας, όπως μαρτυρεί η Γραφή και εξαίρει η μακρά χορεία των Πατέρων.
Φυσικά η λειτουργία των αδιαβλήτων παθών στον Κύριο δεν ήταν απολελυμένη και άσχετη, όπως τίποτε το απολελυμένο και άσχετο δεν υπήρχε στο μυστήριο τού Χριστού, όπου όλα ήσαν συνταιριασμένα στο ένα και μοναδικό Πρόσωπό του. Έτσι και τα αδιάβλητα πάθη δεν ήσαν εκδηλώματα και ενεργήματα άσχετα, αλλά τελούσαν υπό την εποπτεία και τη χειραγωγία τού Λόγου. Δεν ήσαν αφανισμένα -όπως έλεγαν οι αφθαρτοδοκήτες- αλλά, υπάρχοντα πραγματικά στη φύση του, ως αναφαίρετο στοιχείο της, λειτουργούσαν στο πλέγμα τού χριστολογικού μυστηρίου, συμμορφούμενα προς τα επιτάγματα τού Λόγου, τού οποίου το πρόσωπο ήταν ο ενιαίος φορέας των δύο του φύσεων.
Η αίρεση αυτή ήταν ύπουλη, διότι υπό το πρόσχημα άκρας τιμής προς την ανθρώπινη φύση τού Χριστού, την οποίαν επικέντρωναν στο στοιχείο της αφθαρσίας, προσέβαλλαν την ακεραιότητα και την ολοκληρία της, θέτοντας σε κίνδυνο την αλήθεια τού λυτρωτικού έργου τού Σωτήρος.

7) Μονοθελητισμός - Μονοενεργητισμός.Και οι αιρέσεις αυτές προέβαιναν σε μείωση της ανθρωπίνης φύσεως τού Κυρίου. Δεν αναιρούσαν μεν ολόκληρη την ανθρώπινη φύση τού Χριστού, ούτε αφαιρούσαν τα αδιάβλητα πάθη της, αλλά, όπως ο Απολλινάριος που περιέκοπτε τον λογικό νουν από την ψυχή τού Ιησού, έτσι και αυτοί αφαιρούσαν την ανθρώπινη θέληση και ενέργεια από την ανθρωπότητα τού Κυρίου. Ο Χριστός, έλεγαν, είχε μεν δύο φύσεις, όχι όμως και δύο θελήσεις και ενέργειες, αλλά μονάχα μία, την θεία. Ανθρώπινη θέληση και ενέργεια δεν είχε. Ήθελε και ενεργούσε μόνον ως Θεός και όχι ως άνθρωπος.
Οι αιρέσεις αυτές, τον καιρό που διατυπώθηκαν, είχαν χαρακτήρα συμβιβαστικόν. Επειδή ο μονοφυσιτισμός ταλαιπωρούσε αφάνταστα την Εκκλησία και το Κράτος, ενομίσθη ότι μία μέση οδός μεταξύ ορθοδόξων και μονοφυσιτών θα παρείχε λύση στο ζήτημα και θα ειρήνευε την εκρηκτική κατάσταση. Είπαν, λοιπόν, ότι ο Χριστός είχε μεν δύο φύσεις (προσέγγιση στους ορθοδόξους), όχι όμως και δύο θελήσεις και ενέργειες (προσέγγιση στους μονοφυσίτες).

Παρά την ευφυΐα και την προσαρμοστικότητά της η συμβιβαστική αυτή προσπάθεια απέτυχε. Αντίθετα, δημιούργησε νέαν αίρεση.
Ο Χριστός, όπως είχε δύο φύσεις, έτσι είχε και δύο θελήσεις και δύο ενέργειες. Ο Κύριος, ως πλήρης και τέλειος άνθρωπος, είχε ανθρώπινο φυσικό θέλημα. Δεν είχε όμως και θέλημα γνωμικό, που είναι έκφραση προσώπου, γιατί ανθρώπινο πρόσωπο δικό του δεν είχε. Ήθελε και ως Θεός και ως άνθρωπος, δηλ. ως Θεάνθρωπος, πράγμα που υποδηλώνει τη μία υπόσταση τού Λόγου, στην οποίαν υπήρχε η ανθρώπινη φύση του. Φυσικά το ανθρώπινο θέλημα τού Χριστού, θεωθέν στην απερινόητη των φύσεων συνδρομήν, ακολουθούσε πάντοτε το θείο θέλημα, χωρίς να αντιδρά ή να αντιπίπτει εις αυτό. Το ίδιο συνέβαινε και με την ενέργεια τού Χριστού. Ο Χριστός είχε και ανθρώπινη ενέργεια, γιατί φύση ανενέργητη δεν υπάρχει, ισοδυναμεί προς το μηδέν. Ενεργούσε και ως άνθρωπος και ως Θεός, όχι όμως ξεχωριστά και άσχετα (αυτή ήταν θέση τού Νεστορίου), αλλ' ως Θεάνθρωπος, δηλ. Θεός και άνθρωπος ο αυτός.
Και οι αιρέσεις αυτές έθεταν σε κίνδυνο την αλήθεια τού λυτρωτικού έργου τού Χριστού. Δημιούργησαν διενέξεις και έριδες (μια και πολιτικοί λόγοι ήσαν στο προσκήνιο), διά να καταδικαστούν τελικά από την Εκκλησία στην ΣΤ´ Οικουμενική Σύνοδο.



Read more:http://www.egolpion.net/9252E4D6.el.aspx#ixzz2k8M96Hmr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου