Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Εξήγηση του Ιερού Συμβόλου της Πίστεως: Άρθρα 4-5-6

Εξήγηση του Ιερού Συμβόλου της Πίστεως: Άρθρα 4-5-6



ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας 1998

ΑΡΘΡΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
«Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα»


Στο άρθρο αυτό η Σύνοδος διατυπώνει σε λίγες λέξεις (τρεις μετοχές αορίστου) το ιλαστήριο πάθος και την ταφή τού Κυρίου.


         «Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου»

Όπως και στα προηγούμενα είπαμε, ο Υιός τού Θεού έγινεν άνθρωπος, για να σώσει τον κόσμον από την αμαρτία και τον αιώνιο πνευματικό θάνατο. Ο Χριστός ήταν ο σωτήρας τού κόσμου. Έσωσε το γένος των ανθρώπων, ασκώντας το τρισσό λυτρωτικό του αξίωμα, ως προφήτης, αρχιερέας και βασιλέας.
Ως προφήτης ο Χριστός αναδείχτηκε ο μέγιστος διδάσκαλος της ανθρωπότητος, φανερώσας τή θεία αλήθεια στον σκοτισμένο από την αμαρτίαν άνθρωπο και αποδιώξας την αχλύ της πλάνης που πυκνή θόλωνε το πνεύμα του. Ο Χριστός απεκάλυψε τη λυτρωτική θεία αλήθεια στο αποστατημένο πλάσμα του, τού οποίου το πνεύμα καλυμμένο με το ψεύδος της ειδωλικής αποπλανήσεως, ελάμπρυνε με το φώς της αληθινής θεογνωσίας, όπως την είχε στην Εδέμ προ της παρακοής. Παράλληλα αναδείχτηκε ο μέγιστος των Προφητών, ο οποίος μιλούσε «ως εξουσίαν έχων», ήλεγχε τις παραβάσεις τού Νόμου και προφήτευε για το μέλλον της Εκκλησίας του και τού κόσμου. Το διδακτικό αξίωμα τού Ιησού κανένας ποτέ δεν βρέθηκε ν αμφισβητήσει. «Ουδείς ούτως ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος», ήταν η γενική εντύπωση που δημιουργούσε στα πλήθη ο ανεπανάληπτος Διδάσκαλος. Την αλήθειαν αυτή κράτησαν και διαλάλησαν οι αιώνες. Η διδασκαλία τού Κυρίου ουδ' επί στιγμήν έπαυσε να φλογίζει και να πυρπολεί τις καρδιές των ανθρώπων. Ο Χριστός υπήρξεν ο κατ' εξοχήν Προφήτης, ο κατ εξοχήν διδάσκαλος τού κόσμου, η αυτοαλήθεια και το φώς και η ζωή.

Στην αλήθειά του και μόνο μπορεί να βρει ο άνθρωπος επίλυση των πολλών υπαρξιακών προβλημάτων του, την γαλήνευση της ψυχής και την ευδαιμονία του, την οποίαν μάταια ψάχνει να βρει στα άχυρα των δικών του επιτευγμάτων και των πενιχρών δυνατοτήτων του.
Παράλληλα ο Χριστός λύτρωσε τον κόσμον ως ύψιστος αρχιερέας. Η αρχιερωσύνη του ήταν μοναδική και ιδιότυπη. Ήταν αγενεαλόγητη και αδιάδοχη. Όπως δε στην Παλαιά Διαθήκη προσφέρονταν θυσίες στον Θεό για την εξιλέωση των αμαρτωλών ανθρώπων, έτσι και στη Νέα Διαθήκη έπρεπε να προσφερθεί θυσία ιλαστήρια υπέρ της τού κόσμου ζωής. Τη θυσία αυτή πρόσφερε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ενώ δε οι θυσίες της παλαιάς οικονομίας ήσαν θυσίες εικονικές και προτυπωτικές της μεγάλης θυσίας τού σταυρού (κυρίως η θυσία τού Πασχαλίου Αμνού), η θυσία τού Χριστού ήταν η εκπλήρωση της παλαιάς προτυπώσεως, η θυσία η αληθινή που λύτρωσε πραγματικά τον κόσμον από το κράτος της φθοράς και τού αιωνίου θανάτου. Στην Π. Διαθήκη προσφέρονταν στον Θεό ζώα άλογα, με τη χύση τού αίματος των οποίων πιστευόταν ότι επραγματοποιείτο η εξιλέωση τού Θεού. Εδώ προσφέρθηκε θυσία λογική, το πανάγιο τού Θεανθρώπου αίμα, το οποίο πραγματικά εξιλέωσε τον ουράνιο Πατέρα. Στο σταυρό θύτης και θύμα ήταν ο ίδιος ο Χριστός. Και ως μεν άνθρωπος υφίστατο το πάθος και το θάνατο· ως Θεός δε, προσέδιδε στη θυσία του άπειρη λυτρωτική αξία και δύναμη. Αυτό ήταν ακριβώς το θαύμα της απειρόσοφης θείας βουλής. Η ιδέα ότι η θυσία τού Χριστού προσφέρθηκε για να ικανοποιηθεί η τρωθείσα από την αμαρτία τιμή τού Θεού, δεν είναι σωστή. Η τιμή τού Θεού βρίσκεται υπεράνω κάθε είδους προσβολής· ούτε δε ο Θεός μοιάζει με εμπαθή άνθρωπο, ο οποίος ζητά εκδίκηση και ικανοποίηση για την προσβληθείσα τιμή του. Η θυσία τού Χριστού προσφέρθηκε ελεύθερα στον Πατέρα ως έκφραση της υπέρτατης αγάπης και υπακοής τού σαρκωμένου Λόγου του για τή λύτρωση τού πλάσματος που με την παρακοή του εκτροχιάστηκε από την αληθινή πορεία του και έχασε τον προορισμό του. Ο Θεός δεν ζήτησε τη θυσία αυτή· αλλ' όταν προσφέρθηκε ελεύθερα από τον Υιό, την αποδέχτηκε, ευδοκήσας σ αυτήν και αγαπήσας εις τέλος τον Υιόν!

Τόσον η αμαρτία τού Προπάτορα, όσο και οι προσωπικές αμαρτίες των ανθρώπων, επίεζαν ασφυκτικά το γένος, η ατομική και η συλλογική ενοχή τού οποίου το καθιστούσαν υπόδικο ενώπιον τού Θεού και άξιο τιμωρίας αιώνιας. Αν όμως αυτό γινόταν, ο κόσμος δεν θα μπορούσε ν' αντέξει την τιμωρό δικαιοσύνη και την οργή τού Θεού. Θ αφανιζόταν. Για να μη συμβεί όμως αυτό, έπρεπε να βρεθεί κάποιος πολύ δυνατός ν αναλάβει στα στιβαρά χέρια του την υπόθεση τού χαμένου ανθρώπου. Αυτός ήταν ο Υιός τού Θεού, ο οποίος πήρε την ανθρώπινη σάρκα, με σκοπό να βοηθήσει το υπόδικο πλάσμα του. Ήταν ο αντιπρόσωπος ολόκληρου τού γένους, ο οποίος πήρε απάνω του το δράμα τού παραστρατημένου κόσμου, ανέλαβε ολόκληρο το βάρος της ανθρώπινης ενοχής, τις αμαρτίες των ενόχων, και τιμωρήθηκε αυτός για την ενοχή εκείνων. Έδωσε λύτρο την ψυχή του για την εξαγορά των δουλωμένων στην αμαρτίαν ανθρώπων. Το λύτρον φυσικά δεν δόθηκε στο διάβολο για ν' αφήσει αυτός ελεύθερες τις ψυχές, που κατείχε στη σκοτεινή του επικράτεια. Ο διάβολος κανένα νομικό δικαίωμα εξουσίας δεν είχε πάνω στα λογικά πλάσματα τού Θεού. Μόνον ηθικήν εξουσίαν ασκούσε σ' αυτά και τίποτε περισσότερο. Ήταν σφετεριστής ξένης ιδιοκτησίας, τύραννος ανθρώπων που κατόρθωσε να εξαπατήσει και να υποτάξει στο ζυγό της σατανικής κακουργίας του. Ούτε πάλι την προσφορά τού αίματος τού Υιού τη ζήτησε ο Πατήρ για να συγχωρήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο. Ο Θεός δεν αρέσκεται σε αίματα, πολύ δε ολιγότερο στο αίμα τού Υιού του. Δεν είναι Θεός αιμάτων η πανακήρατη και πανάσπιλη φύση. Αλλά το αίμα εκείνο, στη χύση τού οποίου συνέκλινε το απόρρητο μυστήριο της προαιώνιας θείας βουλής, έγινε δεκτό από τον ουράνιο Πατέρα ως υπερστάθμισμα της αμαρτίας και της ενοχής όλων των ανθρώπων.

Ο Χριστός επάνω στο σταυρό έπλυνε με το πανάγιο αίμα του το αίσχος και τη βρομερότητα της αμαρτίας, εκαθάρισε τη φύση από τα ράκη της φθοράς, την έκανε να λάμπει στην αλλοτινή της αίγλη και ευγένεια. Ανέδειξε το πλάσμα στις γνήσιες διαστάσεις του, το τοποθέτησε στο αυθεντικό βάθρο του. Στο σταυρό ο Κύριος διεπόμπευσε τις σατανικές δυνάμεις της αποστασίας. Εξευτέλισε το κράτος τού εχθρού. Συνέτριψε και κατήργησε το διάβολο. Έσκισε το χειρόγραφο της αμαρτίας, τη συναλλαγματική τού θανάτου που υπέγραψε με το χέρι της η Εύα στην Εδέμ. Με το πανάγιο αίμα του απάλειψε την υπογραφή της αισχύνης, πληρώνοντας ο ίδιος το βαρύτατο χρέος. Μέ τα απλωμένα στο σταυρό χέρια του «ήνωσε τα το πριν διεστώτα». Ως μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων απέκτεινε την έχθρα που εδημιούργησεν η αμαρτία, ένωσε τα διϊσταμενα μέρη (Θεόν και άνθρωπον), συμφιλίωσε το πλάσμα με τον Πλάστη του, έκαμε τον παραβάτη και πάλι φίλο και υιόν Θεού αγαπητό. Στο σταυρό ενώθηκαν γη και ουρανός. Στο ξύλο της υπακοής η γη ανυψώθηκε στον ουρανό, έγινε βασιλεία Θεού, χώρα της χαράς και της δικαιοσύνης.

Το ιερό σύμβολο λέγει, ότι ο Χριστός έπαθε «υπέρ ημών» επί Ποντίου Πιλάτου. Η μνεία τού Ρωμαίου ηγεμόνα της Παλαιστίνης δεν καταχωρήθηκε «εική και ως έτυχεν». Με το όνομα αυτό η Σύνοδος θέλησε να τονίσει την ιστορικότητα τού σταυρικού πάθους τού Κυρίου, τη χρονική στιγμή της θείας οικονομίας, να προλάβει ίσως τις επιθέσεις των αρνησιχρίστων, οι οποίοι έμελλαν να φθάσουν στο σημείο να αρνηθούν και αυτήν ακόμη την ιστορικότητα τού προσώπου τού Χριστού. Ο Πιλάτος υπήρξε μια τραγική ανθρώπινη φυσιογνωμία. Η ζωή του βρέθηκε στην τροχιά τού μαρτυρικού πάθους τού Χριστού. Η πρόνοια τού Θεού τον έταξε να δικάσει τον Ιησού. Τού δόθηκε η σπάνια ευκαιρία να γράψει το όνομά του στις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας τού κόσμου. Φάνηκε όμως λίγος για μία τόσο μεγάλη στιγμή. Δεν ήταν ο άνθρωπος ο άξιος για ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα. Αυτά φυσικά γράφουμε, αποβλέποντες αυστηρά στην υποκειμενική τοποθέτηση τού Πιλάτου στο γενικότερο πλέγμα τού μυστηρίου της θείας οικονομίας. Ο Πιλάτος ήταν ο δικαστής ο εντεταλμένος στην αυστηρή τήρηση τού νόμου και την απονομή δικαιοσύνης και ο μόνος υπεύθυνος για την όποια έκβαση της περιπέτειας τού Κυρίου. Εγνώριζε ότι την καταδίκη τού Χριστού ζητούσαν οι Εβραίοι «διά φθόνον» Και πίστευε στην αθωότητα τού υποδίκου, στον οποίον «ουδεμίαν αιτίαν εύρισκεν». Η σύζυγός του τον είχεν ειδοποιήσει σχετικά.
Όλα συνέτρεχαν στην απόλυση τού αθώου. Όμως ο Πιλάτος αναδείχτηκε ο ευτελής εκείνος ανθρωπίσκος, που δεν ήθελε να χάσει τη φιλία τού Καισαρα, ελευθερώνοντας τον δίκαιο. Έπλυνε τα χέρια του, για ν απαλλαγεί δήθεν από την ενοχή τού θανάτου τού αθώου. Με τον υποκριτικό στρουθοκαμηλισμό του πέτυχε ακριβώς το αντίθετο· η πράξη του, πράξη πελώριας ντροπής, αμαύρωσε το πρόσωπό του, το παρέδωσε στο όνειδος της ιστορίας, για να σημαδεύει εκείνους, που, για να μη χάσουν τα αξιώματα και τα προνόμιά τους, στραγγαλίζουν το δίκαιο, πουλούν τή συνείδησή τους και απαρνούνται το χρέος, μαζί με ό,τι άλλο ιερό και όσιο έχουν οι άνθρωποι!
Αλλά και ένα άλλο πρόσωπο σκοτεινό, πολύ τραγικότερο τού Πιλάτου, συνέβη να βρεθεί στον κύκλο τού θείου δράματος· οΙούδας! Ο υιός της κατάρας και της απωλείας. Ο δούλος τού διαβόλου και δόλιος. Το πικρό πλάσμα που η πρόνοια τού Θεού έταξε στον κύκλο των μαθητών τού Διδασκάλου και τού έδωσε τη μεγάλη τιμή να γίνει απόστολος τού Θεανθρώπου. Αν δε ο Πιλάτος φάνηκε λίγος στη συγκυρία τού θεανθρωπίνου δράματος, ο Ιούδας φάνηκε ελάχιστος. Και ο μεν Πιλάτος δεν είχε την ευκαιρία να ζήσει βαθιά το Πρόσωπο και το έργο τού Κυρίου, αστοχώντας στην ηγεμονική και δικαστική αποστολή του. Ήταν ένας φθαρμένος υπάλληλος. Ο Ιούδας όμως είχε γνωρίσει την προσωπικότητα τού Διδασκάλου. Ίσως λάθεψε στο μυστήριο τού Χριστού. Ως μαθητής όμως έζησε κοντά του τρία ολόκληρα χρόνια. Είδε τα θαύματά του· κατακλύστηκε από τον ωκεανό της αγάπης του. Και όμωςενσυνείδητα τον πρόδωσε. Εκ προμελέτης τον εδολοφόνησε.Η μεταμέλειά του, όχι αποτέλεσμα αληθινής μετάνοιας, αλλά γέννημα τού σαλεμένου μυαλού και της αγριεμένης του συνειδήσεως, σε τίποτε δεν τού χρησίμευσε. Τό σκοινί της αγχόνης ήταν το δίκαιο επιστέγασμα της φιλαργυρίας και αχαριστίας του. Τα τριάκοντα αργύρια έμειναν και αυτά παροιμιώδη στην ιστορία σαν ζοφερό σύμβολο αισχύνης, το δε πρόσωπό του παραδόθηκε στο όνειδος των ανθρώπων, επί κεφαλής όλων εκείνων που προδίδουν τα όσια και τα ιερά !

          «Και παθόντα και ταφέντα».

Το πάθος και η ταφή τού Κυρίου αποτελούν το επιστέγασμα της άφατης «κενώσεως» τού Λόγου. Στα γεγονότα αυτά κατέληξε μία ζωή ντυμένη στην ταπείνωση, ο πόνος και η οδύνη τού Υιού τού Θεού στην πιο πικρή στιγμή τού ανθρώπου, στη ζωή τού πλάσματος τη ζυμωμένη με τόση κακοπάθεια.
Το πάθος τού Κυρίου ήταν πάθος πραγματικό. Δεν ήταν φασμαγωγία, επίφαση πάθους, όπως υποστήριζαν οι Γνωστικοί. Ο Υιός τού Θεού έπαθε «σαρκί», δηλαδή στην αναληφθείσα σάρκα του. Δεν έπαθε φυσικά η θεία του φύση, η οποία ήταν απαθής και άφθαρτη. Το πάθος υπέστη η ανθρώπινη, που ήταν φύση τρεπτή και αλλοιωτή. Όπως όμως επανειλημμένα ετονίσαμε, το πάθος της ανθρώπινης φύσεως το έκανε δικό του ο Θεός στο αΐδιο Πρόσωπο τού Λόγου. Επάνω στο σταυρό έπαθε ο Χριστός όχι ως άνθρωπος ψιλός (κακοδοξία τού Νεστορίου), αλλ' ως Θεάνθρωπος. Με την έννοιαν αυτή το πάθος τού ανθρώπου ήταν και πάθος τού Θεού. Ο Λόγος έπαθε πραγματικά και απέθανε στην αναληφθείσα σάρκα του. Μυστήριο βέβαια μέγα και ανεξιχνίαστο, προσιτό μονάχα στη θεωμένη πίστη και ταπείνωση.
Στο σταυρό κορυφώθηκε ο πόνος και η οδύνη τού Θεανθρώπου. Πόνος αναίτιος και άγιος, διότι τίποτε δεν χρεωστούσε ο Θεάνθρωπος στην αμαρτία, της οποίας γέννημα υπήρξεν ο πόνος της πεσμένης φύσεως. Ήταν πόνος που γεύτηκε εκούσια ο αναμάρτητος, παίρνοντας απάνω του τον πόνον όλων των αμαρτωλών ανθρώπων. Με τον τρόπο αυτό μεταμορφώθηκε ο πόνος της φθαρμένης φύσεως, ενοφθαλμιζόμενος στον πόνο τού Υιού τού Θεού. Έκτοτε κάθε πόνος που γίνεται στο όνομα τού Κυρίου είναι πόνος λυτρωτικός και σωτήριος. Λυώνει την αμαρτία με τη φωτιά της θεανθρωπότητος.

Το σταυρικό πάθος τού Κυρίου είχε σαν συνέπεια την κατάργηση τού θανάτου. Με το θάνατό του ο Σωτήρ επάτησε το θάνατο. «Θανάτω θάνατον πατήσας», ψάλλει πανηγυρικά η Εκκλησία μας. Γιατί ήταν ο θάνατος τού Υιού τού Θεού, που, και σαν Υιός ανθρώπου, ουδέν όφειλε στο θάνατο. Το πικρό σώμα της αμαρτίας που έσταζε φθορά από τότε που στην Εδέμ χάλασε η πρωτόκτιστη φύση, ερχόμενο σε επαφή με το θάνατο της αφθαρσίας και της αθανασίας (κατανοούμε φυσικά τη σημασία τού οξύμωρου αυτού σχήματος), έχασε τή σημασία του, απέβαλε το πικρό δηλητήριό του, νικήθηκε κατά κράτος και ο θάνατος πήρε μία ολότελα καινούργια μορφή στον ωκεανό της ανακαινίσεως των πάντων. Έγινε θάνατος αθάνατος, θάνατος άφθαρτος, αναστημένος θάνατος!
Στο σταυρό ο Θεάνθρωπος συνάντησε τον άνθρωπο, τον κατακομματιασμένο από τα άγρια κτυπήματα τού εχθρού, τον ψυχορραγούντα στην ερήμωση και την εγκατάλειψη, τού έπλυνε στοργικά τις πληγές με το δικό του αίμα, τού έδεσε τα τραύματα με τα δικά του τρυπημένα χέρια, τού έδωσε να θηλάσει τη ζωή από τη δική του τρυπημένη σάρκα, τού έστεψε την κεφαλή με το δικό του ακάνθινο στεφάνι και τον έκανε πλάσμα όμορφο και ωραίο, μεταγγίζοντάς του τη δική του λυτρωτική κακοπάθεια και αμορφία.

Στην αντινομία τού μαρτυρικού πάθους τού Χριστού βρίσκει η φύση τη λύση τού υπαρξιακού της δράματος, που άρχισε να γράφεται με την αποστασία τού πρώτου ανθρώπου από τον Θεό. Η πρώτη εκείνη αντινομία της Εδέμ θεραπεύεται στη δεύτερη μεγάλη αντινομία τού σταυρού· η αντινομία τού ανθρώπου στην αντινομία τού Θεανθρώπου. Ο Γολγοθάς νίκησε την Εδέμ, γιατί σ αυτόν δεν ήταν μία φύση μονάχη, παλεύοντας την κακότητα και την αγριάδα της αμαρτίας· ήσαν δύο φύσεις κραταιές και θεοδύναμες, η θεοφόρητη σάρκα τού Χριστού και η υπόσταση τού Θεού Λόγου, δεμένες σε μία ένωση αδιάσπαστη και αδιαχώριστη. Έτσι που ο εχθρός στη σύγκρουση στο σταυρό να μην έχει καμιά απολύτως δυνατότητα σωτηρίας και διαφυγής. Ο διάβολος στο σταυρό συνάντησε μεταμφιεσμένο τον Υιόν τού Θεού. Και μη έχοντας αίσθηση τού εγχειρήματός του, τόλμησε να πλήξει τον κενωθέντα Λόγον! Να κτυπήσει εκείνον πάνω στον οποίο καμιά δεν είχε εξουσία. Να πλήξει τον αναμάρτητο! Ανοίχθηκε στη μάχη και έχασε τα πάντα. Γιατί από τον φαινομενικά αδύναμον άνθρωπο, τον κρεμασμένον από το ξύλο της ατιμίας, εκπορεύονταν οι κεραυνοί της θείας δικαιοσύνης και οργής, που έπληξαν αμείλικτα στην καρδιά της τη σατανική δυναστεία του. Η κένωση τού Λόγου εκένωσε το διάβολο από την ισχύ και την εξουσία του και γέμισε τον άνθρωπο με Θεό. Ο θάνατος τού Θεού εθανάτωσε το θάνατο. Ω αντινομία λυτρωτική και σωτήρια! Πόσο πυρπολείς την καρδιά της Ορθοδοξίας, γεμίζεις με οξυγόνο αισιοδοξίας και χαράς τους πνευματικούς θαλάμους της, αφθαρτίζεις τή χριστοποιημένη σάρκα της!

Στο σταυρικό θάνατο τού Χριστού ακολούθησε η ταφή του, σημείο και αυτό της αλήθειας τού θανάτου του. Μέριμνα για την ταφή τού νεκρού σώματος έλαβαν οι κρυφοί μαθητές, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος. Το σώμα ενταφιάστηκε πρόχειρα σε μνημείο καινό «λελατομημένον εκ πέτρας», στο οποίο κανένας άλλος προηγουμένως δεν είχεν ενταφιαστεί.
Στο μνήμα το πανακήρατο σώμα τού Χριστού έμεινε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Δεν γνώρισε διαφθορά, γιατί ήταν σώμα θεοχώρητο και θεοδύναμο. Μετά το χωρισμό του από την ψυχή, η θεότητα δεν το εγκατέλειψε· και τούτο γιατί -ως πολλάκις ετονίσαμε- η ένωση των φύσεων στον Χριστό ήταν αδιάσπαστη και αδιαχώριστη. Αυτό που προσέλαβεν ο Χριστός το έδεσε τόσο στενά με τή θεότητά του, ώστε ουδέποτε επρόκειτο εις το εξής να το εγκαταλείψει. Μετά την Ανάσταση τού Λυτρωτή το αφθαρτοποιημένο σώμα του, ενωμένο και πάλι με την αθάνατη ψυχή του, έμελλε να εγκαθιδρυθεί αιώνια και αδιάστατα στους μακαρίους κόλπους της Τριάδος στην απεραντοσύνη της θείας βασιλείας.

Στον τάφον ο Σωτήρ ετέλεσε αιώνιο σαββατισμό, που ήταν ο δεύτερος μετά τον πρώτο της δημιουργίας. Όπως ο Θεός, μετά το πέρας τού δημιουργικού έργου του ετέλεσε, την έβδομη ημέρα, τον πρώτο σαββατισμό, κατέπαυσε δηλαδή εκ των έργων του, ιδών ότι όσα πλάστηκαν ήσαν «καλά λίαν», έτσι και ο Χριστός τέλεσε στο μνήμα δεύτερο αιώνιο σαββατισμό, ξεκουράστηκε από το λυτρωτικό έργο του, το οποίον είδε ότι ήταν καλό, σύμφωνο με την προαιώνια δημιουργική βουλή τού Πατρός.
Απέμενε φυσικά η τελειωτική φάση τού λυτρωτικού έργου τού Χριστού, η πανηγυρική εκπόρθηση της φθοράς και τού θανάτου, την οποίαν επραγματοποίησε στον Άδη, ευθύς μετά τον αποχωρισμό της από το υλικό σώμα η λογική ψυχή τού Ιησού. Από τη στιγμή αυτή φθάνει στο αποκορύφωμά του το βασιλικό λυτρωτικό αξίωμα τού Κυρίου. Γιατί στον Άδη δεν κατέβηκε ο Χριστός σαν ένας φαινομενικά αδύνατος άνθρωπος, όπως φαινόταν στο σταυρό, αλλά σαν κραταιός εκπορθητής, σαν βασιλιάς κραταιός και δυνατός, συντρίβοντας στη ζωαρχική παλάμη του τα κλείθρα της φθοράς και σπάζοντας τους σκουργιασμένους μοχλούς και τις αμπάρες τού θανάτου. Η ψυχή τού Χριστού ήταν και αυτή θεοχώρητη και θεοδύναμη, ως αδιάσπαστα ενωμένη με τη θεότητα. Κατεβαίνοντας, λοιπόν, εκεί, έπληξε με την αστραπή της θεότητός του στην καρδιά του το σκοτεινό βασίλειο τού Άδη, ο οποίος μη φέροντας στα σπλάχνα του τη φωτιά τού Θεού, εξήμεσε όλες τις ψυχές των νεκρών, που κρατούσε φυλακισμένες στα ανήλια βάθη του. Η θεοδύναμη ψυχή τού Κυρίου προκάλεσε αναστάτωση στο Άδηφάγο στομάχι της φθοράς, το οποίο δεν μπόρεσε να κρατήσει το μακάβριο περιεχόμενό του. Απέδωσε τους νεκρούς η κοιλιά τού Άδη, ευθύς ως αντίκρυσε στα βάθη της το βασιλέα της δόξης.
Παράλληλα ο Σωτήρ, ασκώντας στον Άδη το βασιλικό και το προφητικό του αξίωμα, κήρυξε στους απ αιώνος νεκρούς «λύτρωσιν αψευδή», τή σωστική τού ευαγγελικού λόγου αλήθεια. Ποιά ήταν η φύση της διδασκαλίας αυτής, ποιοί και πόσοι τη δέχτηκαν και λυτρώθηκαν από το σκοτεινό χωρίο τού θανάτου, δεν γνωρίζουμε. Όπως παραμένει πάντοτε προβληματική η αποδοχή σωτηρίας στον Άδη, όπου δεν υπάρχει μετάνοια, η οποία είναι η απαραίτητη συνθήκη της σωτηρίας. Το βέβαιο είναι, ότι δεν σώθηκαν όλοι στο σκοτεινό καταγώγιο τού θανάτου. Υπήρξαν και εκείνοι που δεν πίστευσαν στο Λυτρωτή και δεν δέχτηκαν τη λυτρωτική του αλήθεια.

ΑΡΘΡΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
«Και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς».

       Το σώμα τού Κυρίου δεν μπορούσε να κρατηθεί παντοτεινά στη φυσική νέκρωση. Δεν μπορούσε να αποσυντεθεί και να διαλυθεί. Η φθορά φυσικά είναι φαινόμενο καθολικό της πεσμένης φύσεως, καρπός τού θανάτου που ήταν το αλγεινό τίμημα της αμαρτίας. Το πανακήρατο όμως σώμα τού Χριστού, αν και πραγματικά νεκρωμένο, δεν μπορούσε ωστόσο να παραδοθεί και στη διαφθορά, να λυώσει στο μνήμα και να γίνει χώμα· γιατί δεν ήταν, όπως επανειλημμένα ετονίσαμε, ένα κοινό σώμα ανθρώπινο, υπήκοο στις συνέπειες της φυσικής νεκρώσεως και τού θανάτου. Ήταν το σώμα τού Θεού, που το διαπερούσε η θεότητα και το έκανε να σφύζει από ζωήν η θεία ενέργεια. Ένα τέτοιο σώμα ήταν απρόσβλητο στη διαφθορά. Και πέθανε μεν πραγματικά στο σταυρό και χωρίς πνοή κατατέθηκε στο μνήμα· η νέκρωση όμως αυτή ήταν προσωρινή, διαρκέσασα τόσο, όσο απαιτούσε η οικονομία της λυτρώσεως. Έμεινε νεκρωμένο στον τάφο τρεις μέρες και τρεις νύχτες, όσο δηλαδή χρειαζόταν η ψυχή του για να σκυλεύσει το βασίλειο τού Άδη.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία των Γραφών, το σώμα τού Χριστού αναστήθηκε την τρίτη ημέρα εκ των νεκρών. Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως τη θεία αλήθεια στηρίζει στη μαρτυρία της αγίας Γραφής («κατά τας Γραφάς»), η οποία για την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, μαζί με την ιερά Παράδοση, αποτελεί την αυθεντική πηγή της πίστεώς της. Είναι ο γραπτός λόγος τού Θεού, στον οποίον το Πνεύμα το άγιο κατέγραψε το περιεχόμενο της λυτρωτικής θείας αλήθειας, που απεκάλυψε στον κόσμον ο ένσαρκος Λόγος τού Θεού. Σ αυτήν υπάρχει φώς, δύναμη και ζωή. Υπάρχει η αλήθεια η οποία μπορεί να λυτρώσει από τα δεινά του τον ταλαιπωρημένον άνθρωπο. Είναι πηγή της χάριτος τού Θεού, την οποία διοχετεύει σ αυτούς που τη διαβάζουν με ταπείνωση και ανεπιτήδευτη καρδιά, με καθαρμένο νου και αίσθηση μεταποιημένη από το Πνεύμα τού Θεού. Είναι πηγή αφθαρσίας και αθανασίας.

Ο λόγος της Γραφής είναι αυθεντικός και αλάθητος, στο μέτρο που αλάθητο είναι και το Πνεύμα τού Θεού που πνέει σ' αυτήν. Η αγία Γραφή είναι βιβλίο θεόπνευστο, απαλλαγμένο από τη σχετικότητα και το επισφαλές της ανθρώπινης διάνοιας. Δεν υπάρχει πλάνη σ αυτήν. Την αγία Γραφή φυλάσσει και αυθεντικώς ερμηνεύει η Εκκλησία, αποκρούουσα τις αιρετικές παρεκδοχές και ερμηνείες της. Παράλληλα όμως και η Γραφή μαρτυρεί διά την αλήθεια της Εκκλησίας. Έτσι Γραφή και Παράδοση αποτελούν τα δύο ακλόνητα βάθρα επάνω στα οποία στηρίζεται η όλη ζωή και το έργο της Εκκλησίας. Στην Ορθοδοξία η αγ. Γραφή διαποτίζει την ευσέβεια και τη λατρεία της, ζωογονεί το ήθος και την πνευματικότητά της, είναι ο δείκτης που την προσανατολίζει και την καθοδηγεί στη λυτρωτική διακονία της. Η αγ. Γραφή είναι το βιβλίο τού κόσμου και της κτίσεως.

Η Ανάσταση τού σώματος τού Χριστού αποτελεί την έμπρακτη πιστοποίηση και το επιστέγασμα τού λυτρωτικού έργου τού Σωτήρος. Αν στο σταυρό νικήθηκε ο θάνατος και στον Άδη καταλύθηκε το κράτος της φθοράς, στην Ανάσταση το έργο αυτό πιστοποιείται έμπρακτα, φαίνεται στις φωτεινές και ολοκάθαρες διαστασεις του. Η αποτίναξη της φθοράς και η κατάποση τού θανάτου αποτυπώνονται στο αφθαρτοποιημένο σώμα τού Χριστού, που αστράφτει από λαμπρότητα και άφθαρτη φωταύγεια. Στο αναστημένο σώμα τού Κυρίου απορρίφθηκε ολότελα η σωματική υλικότητα. Ελεύθερο από τα υλικά της φύσεως δεσμά, εισέρχεται κεκλεισμένων των θυρών στο χώρο που ήσαν συγκεντρωμένοι οι μαθητές. Έχει δε απορρίψει και όλα τα αδιάβλητα πάθη της φύσεως. Δεν έχει πλέον ανάγκες φυσικές. Μπαίνει σε μία νέα οικονομία ζωής, στο στάδιο της αδιάφθορης δόξας, από την οποίαν ποτέ πιά δεν πρόκειται ν αποχωριστεί. Και είναι μεν γεγονός ότι και μετά την Ανάστασή του ο Σωτήρ έφαγε ενώπιον των μαθητών. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι το αναστημένο σώμα του είχεν ανάγκη λήψεως υλικής τροφής. Η βρώση εκείνη ήταν βρώση «κατ οικονομίαν». Έφαγε για να πιστοποιήσει την Ανάστασή του, στην οποία δυσπιστούσαν οι φοβισμένοι μαθητές, ότι δηλαδή αυτός που έβλεπαν μπροστά τους ήταν ο πραγματικός τους διδάσκαλος και όχι κάποιο πνεύμα (φάντασμα), όπως στην αρχή νόμιζαν. Τί απέγινε βέβαια η τροφή που έφαγεν ο Κύριος, η οποία δεν ήταν δυνατόν να υποβληθεί στη διεργασία της πέψεως και της αποβολής, δεν γνωρίζουμε.

Η Ανάσταση τού Κυρίου ήταν πανηγυρική πιστοποίηση της θεότητος και της θείας παντοδυναμίας του. Ο Χριστός ως Θεός ανέστησε αυτός εαυτόν, εγείρας εκ τού τάφου το Πρόσλημμα. Στη Γραφή η Ανάσταση αποδίδεται και στον Πατέρα. Το δόγμα της Αναστάσεως είναι αλήθεια πολύ σκληρή διά τη φυσική τού ανθρώπου διάνοια. Ο λόγος ταράσσεται στη θύμησή του. Αλήθεια, πώς είναι δυνατό ν' αναστηθεί από το μνήμα ένα σώμα νεκρό και ακίνητο; Αυτό όμως που δεν μπορεί ν αποδεχτεί ο ανθρώπινος λόγος, γίνεται αποδεκτό από τη φλογισμένη πίστη που βλέπει τα πάντα δυνατά στην παντοδύναμη θεία ενέργεια, στην παντοκρατορική βουλή τού Υψίστου. «Όπου γάρ βούλεται Θεός νικάται φύσεως τάξις». Και αν αυτό έχει καθολικήν ισχύ στη φυσική τάξη των πραγμάτων, στην ανθρώπινη φύση τού Χριστού, στην οποίαν κατοικούσε το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς, στη φύση τη θεοποιημένη και θεοϋπόστατη, η θεία παντοδυναμία ήταν κάτι που ανέβλυζεν οίκοθεν στο θεανθρώπινο θαύμα, ώστε η Ανάσταση τού Κυρίου, το μέγιστο θαύμα, να είναι μία φυσιολογική συνέπεια τού χριστολογικού μυστηρίου, της υποστατικής των φύσεων ενώσεως.
Στην Ανάσταση τού Χριστού η φύση τού ανθρώπου θάλλει στην αρχέγονή της ομορφιά και ευγένεια. Η εικόνα τού Θεού που τόση φθορά υπέστη στη σήψη της αποστασίας, απέβαλε τα αίσχη της αμαρτίας, απετίναξε τη μελάνωση της φθοράς, αναλαβούσα και πάλι καθαρούς και εράσμιους τους φωτοειδείς χαρακτήρες της, τους οποίους εζόφωσε η βρωμερή πνοή τού αρχαίου δράκοντα226. Η θέωση στην αφθαρτοποιημένη σάρκα τού Κυρίου καθοράται στις πλήρεις και τέλειες διαστάσεις της. Το πλάσμα εγκαθίσταται αμετακίνητα πλέον στον Θεό, φωσφορίζον στη δόξα της Τριάδος, ομόθρονο με τη θεότητα, από την οποίαν διαπεράται και φλογίζεται. Η Ανάσταση είναι η θεοποίηση τού καθαρμένου όντος!

Η Ανάσταση είναι η γιορτή της Ορθοδοξίας που εκφράζει όσο τίποτε άλλο τη χριστόμορφη ουσία της. Τη γιορτή αυτή οι Ορθόδοξοι πανηγυρίζουν με κύματα ιερού ενθουσιασμού και εόρτιας χαράς. Γι αυτούς το υπερφυές γεγονός είναι «εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων». Είναι η γιορτή του Θεού. Σ' αυτήν τα πάντα είναι φωτοειδή και φωτόμορφα, λάμπουν στη θεοείδεια της ανακαινισμένης φύσεως. Γή και ουρανός συγχορεύουν στο απερινόητο θαύμα, ευφραίνονται στη σωτήρια ακτίνα της θείας ευδοκίας. Τίποτε το σκιερόν δεν υπάρχει σ' αυτήν. Όλα είναι φώς στο αναστημένο θαύμα τού Υιού τού Θεού και της Παρθένου. Η Ανάσταση είναι το Πάσχα το μέγα και ιερότατο, η διάβαση από την πικρή περιοχή της δουλείας τού διαβόλου, στη γη τού Θεού «την ρέουσαν μέλι και γάλα». Είναι δε η Ανάσταση το Πάσχα που περνάει πιασμένο χέρι - χέρι με το Πάσχα τού σταυρού, το «σταυρώσιμο Πάσχα». Σταυρός και Ανάσταση είναι τα δύο φωτεινά σήμαντρα της λυτρώσεως, που ο Θεός θέλησε να περάσει από τον Γολγοθά και το ανοικτό μνημείο της Ιερουσαλήμ. Σ αυτά βρίσκουν το νόημά τους άγγελοι και άνθρωποι, τα δημιουργηθέντα όντα και η κτίση ολόκληρη. Αλήθεια, πόσο χαμηλός και επιπόλαιος πρέπει να είναι ο άνθρωπος, που, παρά το υπέροχο θαύμα της ζωής, προσπαθεί να νοηματοδοτήσει τή ζωή του στα άχυρα και τα σκουπίδια της φθοράς· που εξακολουθεί να χαράζει το δρόμο του ενάντια στην αλήθεια, στη σκοτεινή περιοχή τού θανάτου, ον δυστυχισμένο και άρριζο, που ποτέ δεν βάζει μυαλό από την κόλαση και τή φρίκη τού υπαρξιακού χαλασμού της ζωής του!

ΑΡΘΡΟΝ ΕΚΤΟΝ

«Και ανελθόντα εις τους ουρανούς και καθεζόμενον εκ δεξιών τού Πατρός».

Μετά την Ανάστασή του ο Σωτήρ δεν εγκατέλειψε τους μαθητές. Επί σαράντα μέρες εμφανιζόταν σ' αυτούς, συζητώντας μαζί τους περί της βασιλείας τού Θεού και συνιστώντας να μην απομακρύνονται από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την κάθοδον τού αγίου Πνεύματος, στο οποίο θα παρέδιδε τη σκυτάλη τού λυτρωτικού έργου του, για να το καταξιώσει και να το κάνει προσωπικά οικείο στο λυτρωμένο σώμα της Εκκλησίας του. Περί τού περιεχομένου όμως των συζητήσεων αυτών δεν μας ομιλεί η Γραφή. Είναι φυσικό να υποθέσουμε, ότι σε μία τόσο καινούργια σχέση ο αναστάς Κύριος θα προετοίμαζε τους μαθητές για το δύσκολο αποστολικό έργο, στο οποίο σε λίγο θα ανοίγονταν με τη χάρη τού αγίου Πνεύματος, ως θεμέλιοι λίθοι της Εκκλησίας και στυλοβάτες της βασιλείας τού Θεού επί της γης. Ίσως τους δίδαξε και ορισμένες άλλες αλήθειες που δεν καταγράφτηκαν στη Γραφή, αλλά πέρασαν στη ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας.

Ο Χριστός όμως δεν έμελλε να παραμείνει παντοτινά στη γη. Η ιστορική ζωή έχει καθορισμένα τα όριά της. Το πεπερασμένο και έγχρονο είναι προσωρινό, δεν μπορεί να διαιωνίζεται. Το ίδιο συνέβη και με τον Ιησού, ο οποίος έζησε, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, την ιστορική του στιγμή. Η ζωή του στη γη είχε και αρχή και τέλος χρονικό. Όταν τελείωσε την αποστολή του, δεν υπήρχε πιά λόγος να παρατείνει την παρουσία του στον κόσμο. Έπρεπε να φύγει, να γυρίσει πίσω. Να επιστρέψει εκεί όπου από την αρχή ήταν ως Λόγος τού Θεού, στους άφθιτους κόλπους τού Πατρός.
Αυτό έγινε την τεσσαρακοστή ημέρα από την Ανάστασή του. Το ιερό βιβλίο των Πράξεων μας διέσωσε το τρυφερό γεγονός τού αποχωρισμού. Οι μαθητές ήσαν μαζεμένοι στο όρος των Ελαιών. Μαζί τους ήταν και ο Διδάσκαλος. Σε ιδιάζουσα δε κατάσταση διατελούντες, τον ρωτούσαν· «Κύριε, ει εν τώ χρόνω τούτω αποκαθιστανεις την βασιλείαν τώ Ισραήλ;». Εκείνος αντί άλλης απαντήσεως τους είπε, ότι δεν είναι δουλειά τους να γνωρίζουν τους χρόνους και τους καιρούς, τους οποίους έχει ορίσει ο Πατήρ για την εκπλήρωση τόσο σημαντικών γεγονότων· αλλά πρέπει να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στη δύναμη που επρόκειτο σύντομα να λάβουν από την κάθοδο σ αυτούς τού παναγίου Πνεύματος, ο φωτισμός τού οποίου θα τους ανεδείκνυε μάρτυρες τού λυτρωτικού έργου του, τόσο στην Ιερουσαλήμ όσο και στην Ιουδαία και τη Σαμάρεια και ως το τελευταίο σημείο της γης. Και όταν είπε τα λόγια αυτά, οι μαθητές τον είδαν ν' ανυψώνεται, ενώ νεφέλη τον εσκέπασε από τα μάτια τους. Και ενώ τον κοίταζαν να πορεύεται στον ουρανό, δύο άνδρες (άγγελοι) λευκοντυμένοι, τους είπαν· «άνδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεστε κοιτάζοντας τον ουρανόν; Ο Ιησούς, τον οποίον βλέπετε ν αναλαμβάνεται από κοντά σας στον ουρανόν, ο ίδιος θα επιστρέψει και πάλι στη γη κατά τον ίδιο τρόπο που τον βλέπετε τώρα να πορεύεται προς τον ουράνιο Πατέρα του».

Η σκηνή ήταν πραγματικά συγκινητική. Ένας αποχωρισμός είναι πάντοτε πικρός και σπαραξικάρδιος. Η φιλία σφυρηλατεί και ενώνει τις ανθρώπινες καρδιές. Στο σύλλογο των μαθητών η σχέση με το Διδάσκαλο ήταν πολύ βαθιά και εσωτερική. Στο Πρόσωπό του είχαν γνωρίσει το διδάσκαλο, τον πατέρα, τον Θεό. Είχαν ζήσει μαζί του μια ζωή φορτισμένη με τόσες συγκινήσεις. Ένιωσαν τη στοργική αγάπη του, γεύτηκαν την πατρική παιδαγωγία του, την τρυφερότητα της θεανθρώπινης καρδίας του. Είδαν τα συγκλονιστικά θαύματά του, ακροάστηκαν το θείο λόγο του, η καρδιά τους φλογιζόταν από το αίνιγμα της προσωπικότητός του. Έζησαν τις ωραίες στιγμές του, αλλά και γεύτηκαν την οδύνη τού πάθους του. Σαν άνθρωποι αδύνατοι τον πίκραιναν. Ένας τον πρόδωσε, άλλος τον αρνήθηκε και όλοι τον εγκατέλειψαν (πλην τού Ιωάννου) στις εναγώνιες στιγμές τού μαρτυρικού πάθους του. Όμως αγαπούσαν το Διδάσκαλο, γιατί πρώτος αυτός τους αγάπησε. Η εμφάνισή του μετά την Ανάσταση έσβησεν από την καρδιά τους τις πικρές αναμνήσεις τού πάθους του. Ο Διδάσκαλος αναστήθηκε, ήταν πάλι μαζί τους και αυτό μονάχα μετρούσε. Τώρα ζητούσαν πιο έντονα το Σωτήρα, το νικητή. Η ψυχή τους ήταν ήρεμη, γεμάτη γοητεία και μυστικούς γλυκασμούς, άσχετο αν δεν μπορούσαν ως την ώρα εκείνη να ψαύσουν το ανερμήνευτο. Συνεπαρμένη η καρδιά τους προχωρούσε στο θεανθρώπινο αίνιγμα, παρ όλο που ο νους τους, νωχελής, έμενε πίσω συγκεχυμένος και αδύναμος. Δεν είχαν λάβει ακόμη τη φωτιά τού Πνεύματος, που θα τρόχιζε το νου τους στα θεία μυστήρια. Και τώρα έφθασε η στιγμή ν αποχαιρετίσουν το Διδάσκαλο, που δεν επρόκειτο πιά να τον ξαναζήσουν στην ίδια διάσταση που τον έζησαν στη γη· να αποχωριστούν παντοτινά απ αυτόν που τόσο άλλαξε κι ομόρφηνε τη ζωή τους. Αυτός φυσικά δεν επρόκειτο να τους αφήσει ορφανούς, αλλά θα παρέμενε παντοτινά μαζί τους στο Πρόσωπο τού θείου Παρακλήτου, που θα ήταν στο εξής ο νέος ρυθμιστής της ζωής τους, θα τους οδηγούσε «εις πάσαν την αλήθειαν», θα έκραζε μέσα τους «Αββά ο Πατήρ». Και θα γέμιζε την ώρα τού δύσκολου αποστολικού έργου τους.

Η Ανάληψη είναι πολύ μεγάλη εορτή διά την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Είναι γιορτή θριάμβου και χαράς πανηγυρικής. Όπως οι στρατηλάτες τού κόσμου, γυρνώντας από μία νικηφόρο εκστρατεία, τελούν θρίαμβο για να πανηγυρίσουν τη νίκη τους, επιδεικνύοντες και λάφυρα παρμένα από τον εχθρό και διαπομπεύοντες αιχμαλώτους αντιπάλους, έτσι και ο Κύριος, αφού έδωσε και κέρδισε τη μάχη εναντίον της αμαρτίας και των δυνάμεων τού Σατανά, εισήλθε θριαμβευτής στον ουρανό, επιδεικνύοντας ντροπιασμένες τις υπενάντιες δυνάμεις και ισοπεδωμένα τα οχυρά τού θανάτου και της φθοράς. Εγύρισε θριαμβευτής στον ουρανό, όπου οι δυνάμεις της θείας βασιλείας, τα τάγματα των αγγέλων και των αρχαγγέλων, πανηγύρισαν το μεγάλο θρίαμβο, αλαλάζοντας για την κραταιά νίκη τού Δεσπότου. Και ο θρίαμβος αυτός των ουρανών ενώνεται με το θρίαμβο τού σώματος της Εκκλησίας επί της γης, που λυτρωμένο από τη δυνάστευση της αμαρτίας ψάλλει τα νικητήρια στον Κύριο της δόξης, το δυνατό εκπορθητή των σατανικών δυνάμεων της φθοράς και τού θανάτου!

Η δογματική σημασία της γιορτής είναι πολύ μεγάλη.
Η Ανάληψη, και τυπικά πλέον, είναι η οριστικοποίηση τού λυτρωτικού έργου τού Χριστού. Ο Χριστός γύρισε πίσω, αφού έφερεν εις πέρας το έργο που τού ανέθεσε να εκπληρώσει ο Πατήρ. Κατέθεσε πανηγυρικά την εντολή, την οποίαν έλαβε από τον Πατέρα ως Μεσσίας τού κόσμου, υπογεγραμμένη και σφραγισμένη με το πανάγιο αίμα του. Εντολή στην οποίαν ήσαν αποτυπωμένα ο Σταυρός και η Ανάσταση, ο Γολγοθάς συνταιριασμένος με το καινό μνημείο τού από Αριμαθαίας Ιωσήφ. Έτσι η προαιώνια λυτρωτική βουλή τού Θεού, το απειρόσοφο σχέδιο τού μυστηρίου της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας, οριστικό, πλήρες και τέλειο, κατατέθηκε στα αρχεία τού ουρανού, ως πηγή αστείρευτης δυνάμεως και ζωής.

Με την Ανάληψή του στον ουρανόν ο Σωτήρ κάθισε «εκ δεξιών τού Πατρός». Το Σύμβολο της Πίστεως χρησιμοποιεί εδώ μία γλώσσα πολύ ανθρωπομορφική. Παρουσιάζει θρόνο στον οποίον κάθεται ο Πατήρ, έχοντας καθήμενο στα δεξιά του τον Υιόν. Μία εικόνα δηλωτική ισότιμης εξουσίας, σύμπνοιας και αγάπης, της οποίας η εικονική περιγραφή δεν ανταποκρίνεται μέν αυστηρά στα πράγματα, είναι όμως τόσο παραστατική για μας που με τη φτωχή γνώση μας δεν έχουμε άλλο τρόπο να προσεγγίσουμε το ανέγγιχτο, παρά με παραστάσεις αναλογικές, παρμένες από τον κύκλο της φυσικής εμπειρίας μας.

Η εκ δεξιών τού Πατρός καθέδρα τού Χριστού σημαίνει και τυπικά το πέρας της κενώσεως τού Λόγου, με την οποίαν εξακολουθεί εις το διηνεκές ο κατά την ταφήν τού Χριστού αρξάμενος σαββατισμός του, η κατάπαυση εκ τού έργου της σωτηρίας των ανθρώπων και της ανακαινίσεως τού σύμπαντος. Ο Υιός τού Θεού επανέρχεται στους πατρικούς κόλπους, όχι διότι είχεν αποχωριστεί απ αυτούς με τη σάρκωσή του, αλλά με την έννοιαν ότι απέβαλεν οριστικά πλέον όλα εκείνα που προσέλαβεν ως άνθρωπος, την ύφεση -ή μάλλον την απόκρυψη της δόξας του που προαιωνίως είχε στους κόλπους τού Πατρός- την ταπείνωση της ιστορικής ζωής, την οδύνη και το πάθος. Ο Λόγος στίλβει τώρα στην ολοκάθαρη πατρώα δόξα του, στην ακτίνα της Τριαδικής του αίγλης και λαμπρότητος. Επανέρχεται σ αυτό που ήταν πριν γίνει άνθρωπος. Με τη διαφορά ότι η υπόσταση και η θεότητά του, οι οποίες ουδέποτε μετακινήθηκαν από τους κόλπους της Τριάδος, έχουν τώρα προσλάβει κάτι καινούργιο· τη θεωμένη ανθρώπινη φύση τού Χριστού, την οποίαν στο εξής ουδέποτε θα αποβάλουν. Η ανθρωπότητα τού Χριστού εγκαθίσταται μόνιμα στους κόλπους της Τριαδικής θεότητος, γεγονός που συνιστα την ύψιστη περιωπή και το άφθιτο μεγαλείο τού ανθρώπου, καταστάσεις που τον ανεβάζουν ψηλότερα και από αυτές τις άϋλες φύσεις των αγγέλων, τις καταλαμπόμενες στο τρισήλιο φώς της θεότητος. Η θέωση είναι αγαθό που συντελέστηκε στη φύση των ανθρώπων και όχι των αγγέλων. Η είσοδος όμως της ανθρωπίνης φύσεως τού Λόγου στην Τριάδα δεν σημαίνει οποιαδήποτε ποσοτική ή ποιοτική προσθήκη στη μακαρία φύση της Τριάδος. Η Τριάς παραμένει Τριάς, δεν μεταπίπτει εις τετράδα, δηλαδή δεν αυξάνεται ο αριθμός των υποστάσεων τού Τριαδικού Θεού. Ούτε πάλι προστίθεται κάτι που να τροποποιεί την ουσία και τη θεότητα (θείες ενέργειες) της Τριάδος. Απλώς η υπόσταση τού Λόγου δεν είναι στο εξής γυμνή, αλλά φέρει πάντοτε ενωμένη μαζί της τη θεωμένη φύση του, αυτήν που έκανε δική του με τη θεία του ενανθρώπηση, έζησε μαζί της στη γη, ετέλεσε τη σωτήρια βουλή τού Πατρός και την έκανε κοινωνό της άπειρης θείας δόξας του. Δεν έχουμε, λοιπόν, τετράδα, αλλά Πατέρα, Υιόν (με την ανθρωπότητά του) και Πνεύμα άγιο, το οποίον έχρισε με τη χάρη του την ανθρώπινη φύση τού Σωτήρος.

Η Ανάληψη τού Κυρίου σηματοδοτεί μία νέα κατάσταση ζωής διά τον ενανθρωπήσαντα Λόγο τού Θεού. Ο Κύριος είναι ο υπέρτατος βασιλεύς τού ουρανού και της γης, ο κύριος της ιστορίας και τού κόσμου. Είναι ο άρχων της θείας βασιλείας, της Εκκλησίας του που ίδρυσε στη γη, της οποίας είναι η αόρατη και μυστική κεφαλή και την οποία ζωοποιεί με το πανάγιο Πνεύμα του, που έστειλε στους μαθητές μετά την εκ τού κόσμου αποδημία του. Στους ουρανούς ο Σωτήρ ασκεί το βασιλικό του αξίωμα σε συνδυασμό με το προφητικό, κυβερνώντας την Εκκλησία του και μεσιτεύοντας υπέρ αυτής στον ουράνιο Πατέρα του.
Την Ανάληψη τού Χριστού ιδιαζόντως τιμά η Ορθοδοξία, βλέποντας σ αυτήν τη δική της θεόμορφη ουσία, τη θεοδυναμία και τη χριστομορφή της αίγλη και λαμπρότητα.
 
 


Read more:http://www.egolpion.net/sumvolopistews_456.el.aspx#ixzz2k8Jmh5HE

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου