Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 18η - ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ]

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 18η - ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ]


Joseph in the Pharaoh's Palace by Jacopo (Giacomo) Amigoni
ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 
ΕΝΟΤΗΤΑ 17η


Τμῆμα ΛΘ´
1. Ὁ Ἰούδας μίλησε τόσο θρηνώδη λόγια, ὥστε ὁ ᾽Ιωσήφ ὑποχώρησε ὄχι μόνο γιά νά τούς ἐπιστρέψη τόν ἀδελφό τους, ὅπως ἤλπιζαν, ἀλλά, ἐπιπλέον, γιά νά φανερωθῆ στούς ἀδελφούς του, πρᾶγμα πού δέν ἀνέμεναν. Διέταξε ὁ ᾽Ιωσήφ νά βγοῦν ἔξω ὅλοι οἱ ἄλλοι (οἱ Αἰγύπτιοι). Διότι καί ἐάν ἀκόμη τήν κρίσι περί πλαστῆς κατηγορίας ἐναντίον τους ἔδειξε σέ ὅλους, ἀλλ᾽ ὅμως τήν κρίσι περί τῆς ἀληθινῆς καταδίκης τους σέ κανένα βέβαια ἀπ᾽ τούς ἄλλους ἀνθρώπους δέν ἔδειξε.
2. Διότι, ἀφοῦ ὅλοι βγῆκαν ἔξω ἀπό ᾽κεῖ πού ἦταν αὐτός, μέ τρόμο ἄλλαξε τή γλῶσσα του καί τόν τρόπο τῆς φωνῆς, καί χωρίς διερμηνέα εἶπε ἑβραϊστί, “᾽Εγώ εἶμαι ὁ ᾽Ιωσήφ, ὁ ἀδελφός σας. ᾽Εκεῖνοι, ὅμως, δέν μπόρεσαν νά τοῦ ἀπαντήσουν κάτι, ἐπειδή φοβοῦνταν”(Γεν 45, 3) μήπως τυχόν, ἀφοῦ τούς δείξη τά παραπτώματά τους, τούς φονεύσει. ᾽Ασφαλῶς μέχρι αὐτή τή στιγμή ἀμφέβαλλαν, μήπως τυχόν δηλ. τόν ἀκούσουν οἱ Αἰγύπτιοι, πού ἀνέμεναν ἔξω, στίς θύρες, νά λέη, “ἐγώ εἶμαι ἐκεῖνος, τόν ὁποῖο πουλήσατε ὡς δοῦλο”· καί τούς καταδικάσουν. Καί τούς εἶπε:  “Πλησιάστε με”. ῞Οταν εἶχαν δέ πλησιάσει τούς εἶπε μέ προσήνεια: “᾽Εγώ εἶμαι ὁ ᾽Ιωσήφ, τόν ὁποῖο πουλήσατε γιά τήν Αἴγυπτο”. Βλέποντάς τους νά χαμηλώνουν τό πρόσωπο καί νά μή μποροῦν νά προσβλέψουν πρός αὐτόν ἐξαιτίας τῆς συγχύσεώς τους, τούς παρηγόρησε, “Νά μή λυπᾶσθε γιά τό ὅτι μέ πουλήσατε, ἐπειδή ὁ Θεός μέ ἔστειλε, γιά νά θρέψω ὅλη τή γῆ, πρίν ἀπό σᾶς. ᾽Από τώρα καί ἐπί πέντε ἔτη θά διαρκέση ἡ πεῖνα, κατά τή διάρκεια τῶν ὁποίων (ἐτῶν) δέν θά ὑπάρχη οὔτε σποριᾶς οὔτε θεριστής”(Γεν 45, 5-6). Τά δέ ἑπτά προηγούμενα ἔτη μοῦ ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἔτσι θά ἔχουν τά πράγματα.
3. “Βιασθῆτε ν᾽ ἀνεβῆτε στόν πατέρα μου καί πέστε του ὅτι ὁ Θεός μέ ἔκανε κύριο”(Γεν 45, 9), ὄχι μόνο τῶν ἀδελφῶν μου, ὅπως μοῦ προφήτευσαν τά ὄνειρά μου, ἀλλά καί ὁλόκληρης τῆς Αἰγύπτου, πρᾶγμα πού δέν μοῦ εἶχε δοθῆ ὡς ὑπόσχεσι. Καί καταστήσατέ του γνωστή τήν τιμή μου στήν Αἴγυπτο, γιά ν᾽ ἀποδώση ὑπέρ ἐμοῦ εὐχαριστίες (στό Θεό) γιά ὅλα ὅσα μοῦ συνέβησαν στήν Αἴγυπτο. “᾽Εναγκαλίσθηκε δέ” τόν Βενιαμίν καί ἔκλαψαν καί οἱ δύο, ὁ ἕνας στό λαιμό τοῦ ἄλλου καί, γυρίζοντας, ἐναγκαλίσθηκε ἐπίσης τούς ἄλλους ἀδελφούς του. Καί, μόλις πείσθηκαν ἐκεῖνοι ὅτι ὁ ᾽Ιωσήφ τούς εἶναι εὐμενής, τότε ἄνοιξαν τά στόματά τους καί συζητοῦσαν μαζί του.
Τμῆμα Μ´
1. Ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι συμπλήρωσαν τά μεταξύ τους λόγια, ἄνοιξαν τίς αὐλικές θύρες καί μπῆκαν περιχαρεῖς οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ στρατηγοί· αὐτό τό γεγονός ἦταν ἀρεστό στά μάτια τοῦ Φαραώ καί τῶν δούλων του, οἱ ὁποῖοι θεώρησαν σίγουρο ὅτι δέν εἶναι δοῦλος, αὐτός πού ἔγινε πατέρας τῶν Φαραώ καί προστάτης τῶν γενναίων καί εὐγενῶν τῆς Αἰγύπτου, ἀλλ᾽ ὅτι εἶναι εὐγενής ἀπό εὐλογημένο γένος, ἀπ᾽ τή ρίζα τοῦ ᾽Αβραάμ.
2. Ὁ Ἰωσήφ τούς ἔστειλε μέ ἐνδύματα καί ἅρματα καί μέ ὅλα τά γεννήματα τῆς Αἰγύπτου, γιά νά φέρουν τόν πατέρα του, καί τούς ἀπαγόρευσε νά φιλονικοῦν καθοδόν. Ἡ λογομαχία, ἀπ᾽ τήν ὁποία ἐμποδίζονταν, ἦταν ἡ ἑξῆς, γιά νά μή λέη ὁ ἕνας στόν ἄλλο, “σύ παρακίνησες νά τόν ρίξουμε στόν λάκκο”· καί γιά νά μή διαμάχεται ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο λέγοντας, “Σύ πίεζες νά πωληθῆ (ὁ ᾽Ιωσήφ) γυμνός καί μέ χειροπέδες στούς ῎Αραβες”.
῞Οπως συγχώρησα, εἶπε, ὅλους σας (ἔτσι) ὅλοι μεταξύ σας συγχωρεθῆτε, γιά νά μήν τυχόν διαμάχεσθε κατηγορώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί γίνη ἡ ἐπιστροφή τῶν δώρων τῆς χαρᾶς ἐπιστροφή λύπης λόγῳ πάλι.
3. Ἀφοῦ ἐξῆλθαν δέ, καί, ἐπειδή, ἐπίσης, βρέθηκε ὁ ᾽Ιωσήφ, χαίρονταν· ὅμως, λυποῦνταν, ἐπειδή δέν εἶχαν καμμία δικαιολογία νά ποῦν στόν πατέρα τους. Ἦλθαν βέβαια καί ἀνήγγειλαν (τά νέα) στόν πατέρα τους, ὁ ὁποῖος, βλέποντας ἅμαξες καί δῶρα, ὁδηγήθηκε στό νά πιστεύση· καί ἔνοιωσε ἀγαλλίασι τό πνεῦμα του καί εἶπε, “Σάν τό σύμπαν κι ἀκόμη σημαντικότερο” ἀπό ἐκεῖνο μοῦ εἶναι αὐτό: “τό ὅτι ὁ υἱός μου ὁ ᾽Ιωσήφ ζῆ”(Γεν 45, 28).
4. Ἀφοῦ εἶχαν διηγηθῆ γιά τίς τιμές πού εἶχε ὁ ᾽Ιωσήφ καί γιά τή σοφία του σάν διοικητής καί γιά τήν ἐναντίον τους πρόσφατη ἀπόφασί του, ἡ ὁποία ἦταν πικρότερη τῆς προγενέστερης, τούς ρώτησε ὁ πατέρας τους: “῎Αραγε δέν ρωτήσατε νά μάθετε ἀπ᾽ τόν ᾽Ιωσήφ πῶς καί γιά ποιό λόγο εἶχε κατέβει στήν Αἴγυπτο;”. ᾽Επειδή ὅλοι ἀλληλοκυττάζονταν καί ἀγνοοῦσαν τί νά ποῦν, ἄνοιξε τό στόμα του ὁ ᾽Ιούδας καί εἶπε στόν πατέρα του: “Σήμερα ἐνώπιον τοῦ πατέρα μας ἄς κάνουμε μνεία τῆς κακοήθειάς μας”.
᾽Εξαιτίας τῶν ὀνείρων τοῦ ᾽Ιωσήφ πίστευσαν τ᾽ ἀδέλφια του, ἐν ἀγνοίͺα του, ὅτι καί σύ καί τά ἴδια (τ᾽ ἀδέλφια του) θά γίνουν δοῦλοι του, καί νόμισαν ἀνοήτως ὅτι καλύτερο ἦταν νά εἶναι ἐκεῖνος μόνο ὑπηρέτης καί ὄχι ἐμεῖς καί ὁ πατέρας μας νά ὑπηρετοῦμε αὐτόν ὡς δοῦλοι. Διότι, λυπήθηκαν ἐσένα καί τόν Βενιαμίν, καί τό ἔκαναν, ὄχι βέβαια ἐπειδή τούς ἀγαποῦσες· διότι καί τόν Βενιαμίν ἀγαπᾶς, ἀλλά, ἐπειδή δέν εἶπε ποτέ του ὁ Βενιαμίν ὅτι ἐμεῖς θά τόν ὑπηρετήσουμε, ὅπως τό εἶχε πεῖ ὁ ᾽Ιωσήφ, ὅλοι ἀγαπᾶμε τόν Βενιαμίν. Συγχώρεσέ μας, λοιπόν, ἐπειδή ταπεινώσαμε τόν ᾽Ιωσήφ· διότι ἔφθασε σ᾽ αὐτό τό ὕψος ἀπ᾽ τό ὅτι ταπεινώθηκε ἀπό μᾶς.
῎Εκανε δεκτή ὁ πατέρας τους τή δικαιολογία καί τούς εἶπε: “᾽Εξαιτίας τῆς εἰδήσεως γιά τόν ᾽Ιωσήφ, μέ τήν ὁποία μέ χαροποιήσατε, ἄς σᾶς συγχωρεθῆ ἡ ἀδικία, τήν ὁποία ἄκουσα ὅτι τοῦ κάνατε”.
5. ῎Αρχισε ὁ ᾽Ιακώβ καί ὅλος ὁ οἶκος του νά κατεβαίνουν στήν Αἴγυπτο κι ἐπειδή φοβόταν μήπως ἡ μαγική τέχνη τῆς Αἰγύπτου  βλάψη τούς υἱούς του, “τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεός καί τοῦ εἶπε, Μή φοβᾶσαι νά κατεβῆς στήν Αἴγυπτο”(Γεν 46, 3), κι ἐπειδή πίστευσε ὅτι τυχόν θά συμβῆ, ὥστε, ἐξαιτίας τῶν ἀγαθῶν πού εἶχαν μπροστά τους, θά παρέμεναν στήν Αἴγυπτο καί θά ἐξατμιζόταν σάν μάταια ἡ ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ, τοῦ εἶπε (ὁ Θεός): “᾽Εγώ θά σέ κατεβάσω ἐκεῖ καί ἐγώ θά σέ ἀνεβάσω ἀπό ᾽κεῖ”. Καί ἐπειδή φοβόταν ὁ ᾽Ιακώβ μήπως πεθάνη ὁ ᾽Ιωσήφ, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, “Ὁ υἱός σου, ὁ ᾽Ιωσήφ, θά σοῦ κλείση τά μάτια”. Καί σηκώθηκε ὁ ᾽Ιακώβ μετά ἀπ᾽ αὐτά καί, χαρούμενος, κατέβηκε μέ ἑβδομῆντα ἄτομα, δηλ. συγκαταριθμουμένων τοῦ ᾽Ιωσήφ καί τῶν δύο υἱῶν του.
6. Ἐξῆλθε δέ ὁ ᾽Ιωσήφ νά προϋπαντήση τόν πατέρα του, μέ ἅρματα καί πολύ λαό· καί, μόλις κατέβηκε καί προσκύνησε τόν πατέρα του, ἔκλαψαν ὁ ἕνας πάνω στόν τράχηλο τοῦ ἄλλου. Καί διέταξε ὁ ᾽Ιωσήφ τούς ἀδελφούς του νά ποῦν στό Φαραώ: “᾽Εμεῖς καί οἱ πρόγονοί μας εἴμαστε κτηνοτρόφοι”, γιά νά κατοικήσουν στή γῆ Γεσέμ καί νά ξεφύγουν ἀπ᾽ τούς λάτρεις τῶν προβάτων καί τῶν ταύρων.
Τμῆμα ΜΑ´
1. “Τοῦ εἶπε δέ ὁ Φαραώ: Ὁ πατέρας σου καί οἱ ἀδελφοί σου κάνε νά κατοικοῦν σέ ἄριστη γῆ... Καί εὐλόγησε ὁ ᾽Ιακώβ τό Φαραώ καί ἔφυγε ἀπό μπροστά του”(Γεν 47, 6-7).
Ὁ Ἰωσήφ πούλησε στούς Αἰγυπτίους τό σιτάρι ἔναντι χρημάτων καί ὅπου ἔλλειπε τό χρῆμα, τοῦ πουλοῦσε ἀντί ἀγελῶν καί τέλος ἀγόρασε αὐτούς τούς ἴδιους καί τά κτήματά τους ἔναντι τῆς διατροφῆς τους μέ ἄρτους, ἐκτός τῆς........γῆς, τήν ὁποία δέν πούλησε, διότι περιελάμβανε σ᾽ αὐτούς (τούς ἱερεῖς) τή μερίδα τήν κατασταθεῖσα ἀπ᾽ τό Φαραώ· καί κατά τό ἕβδομο ἔτος τούς ἔδωσε σπόρο κι ἔβγαλε νόμο, νά δίδουν στό Φαραώ τό ἕνα πέμπτο.
2. Πλησίασαν οἱ ἡμέρες θανάτου τοῦ ᾽Ιακώβ, καί ὁ ᾽Ιακώβ εἶπε στόν ᾽Ιωσήφ: “Βάλε τό χέρι σου κάτω ἀπ᾽ τό ἰσχύο μου, ὅπως εἶχε κάνει ὁ ᾽Αβραάμ μέ τόν ᾽Ελιέζερ, γιά νά τόν ὁρκήση γιά τή συνθήκη τῆς περιτομῆς. Καί τοῦ ὁρκίσθηκε ὁ ᾽Ιωσήφ ὅτι θά τόν σηκώση καί θά τόν θάψη πλησίον τῶν πατέρων του. Καί προσκύνησε ὁ ᾽Ιακώβ τό ἄκρο τοῦ σκήπτρου του”.
3. ῞Οταν δέ πληροφορήθηκε ὁ ᾽Ιωσήφ ὅτι ἀσθενεῖ ὁ πατέρας του, ἦλθε κι ἔφερε τούς δύο υἱούς του, νά εὐλογηθοῦν ἀπ᾽ αὐτόν, πρίν πεθάνη. Καί εἶπε ὁ ᾽Ιακώβ, “῾Ὁ ᾽Ελ-Σαδδάι μοῦ φανερώθηκε στή Λουζά᾽(Γεν 48, 3) ἐνῶ κοιμόμουν καί εἶχα θέσει ὡς προσκεφάλι μου λίθο”. Καί μέ εὐλόγησε καί μοῦ εἶπε, “Θά σοῦ δώσω τά ἔθνη, δηλ. τίς φυλές· καί τώρα ὁ ᾽Εφραΐμ καί ὁ Μανασσῆ, ὅπως ὁ Ρουβήν καί ὁ Συμεών θά εἶναι δικοί μου, ἔτσι οἱ ἄλλοι ὅσοι γεννηθοῦν ἀπό σένα, θά ὀνομασθοῦν υἱοί τῆς φυλῆς ᾽Εφραΐμ καί Μανασσῆ”.
4. Καί εἶπε: “Φέρε τους σ᾽ ἐμένα νά τούς εὐλογήσω”. Καί σταύρωσε ὁ ᾽Ισραήλ τά χέρια του χάριν τοῦ Μανασσῆ τοῦ πρωτοτόκου κι ἔβαλε τό δεξί του χέρι στό κεφάλι τοῦ νεοτέρου, τοῦ ᾽Εφραΐμ”. Τή στιγμή αὐτή ἐπίσης σκιαγραφήθηκε γιά δεύτερα φανερά ὁ Σταυρός, γιά νά εἰκονισθῆ τό μυστήριο ἐκείνου, διά τοῦ ὁποίου διασώθηκε ὁ πρωτότοκος ᾽Ισραήλ —ὅπως ὁ πρωτότοκος Μανασσῆς— καί γιά ν᾽ αὐξάνουν τά ἔθνη κατά τόν τρόπο τοῦ νεοτέρου στήν ἡλικία ᾽Εφραΐμ.
5. Εἶπε δέ ὁ ᾽Ιακώβ εὐλογώντας τά παιδιά: “῎Ας καλῆται σ᾽ αὐτούς τό δικό μου ὄνομα καί τό ὄνομα τῶν πατέρων μου”, δηλ. ἄς καλοῦνται υἱοί ᾽Αβραάμ καί ᾽Ισαάκ καί ᾽Ιακώβ. ᾽Επιχείρησε δέ ὁ Ἰωσήφ νά φέρη τή δεξιά τοῦ πατέρα του πάνω στό Μανασσῆ καί δέν θέλησε ὁ ᾽Ιακώβ καί τοῦ εἶπε: “Δέν θά τόν στερήσω δολίως τῆς εὐλογίας. Διότι καί ὁ Μανασσῆ θά πολλαπλασιασθῆ, ἀλλά ὁ νεώτερος ἀδελφός του θά πολλαπλασιασθῆ περισσότερο”(Γεν 48, 19).
Καί γιά νά δείξη ἤδη μπροστά τους ὅτι δηλώθηκε ὡς πρεσβύτερος ὁ ᾽Εφραΐμ —ἄν καί ἦταν νεότερος σέ ἡλικία— εἶπε: “Στό πρόσωπό σου θά εὐλογηθῆ ὁ ᾽Ισραήλ καί θά εἰπωθῆ: θά σέ κάνη ὁ Θεός ὅπως τόν ᾽Εφραΐμ καί ὅπως τό Μανασσῆ”.
6. Καί εἶπε στόν ᾽Ιωσήφ: “Σοῦ ἔδωσα τό μεγαλύτερο μερίδιο, παρά στούς ἀδελφούς σου, τό ὁποῖο κατέλαβα διά ξίφους καί τόξου”(Γεν 48, 22), πράγματι αὐτός, ὁ ὁποῖος πούλησε τό μερίδιο ἔναντι ἑκατό προβάτων, τά ὁποῖα ἀπέκτησε διά τῆς δυνάμεως τῶν βραχιόνων του. ᾽Αφοῦ εὐλόγησε τή Ραχήλ στό πρόσωπο τοῦ ἀπογόνου της, προσέφερε μέ τρόπο πένθιμο εἰς μνήμην τοῦ θανάτου της, ἡ ὁποία ἔγινε αἰτία τῆς γεννήσεώς του.
Τμῆμα ΜΒ´
Οἱ εὐλογίες τοῦ ᾽Ιακώβ
1. “Καί κάλεσε ὁ ᾽Ιακώβ τούς υἱούς του καί τούς εἶπε: “Συναθροισθῆτε καί θά σᾶς δείξω τί θά συμβῆ στό τέλος τῶν ἡμερῶν”(Γεν 49, 1). ᾽Εξαιτίας τοῦ ᾽Ιωσήφ πού εἶχε ἔλθη, καί ἐξαιτίας τοῦ πατέρου του πού εἶχε κυριευθῆ ἀπό ἀδημονία, ἄν καί δέν συναθροίζονταν στόν ἴδιο οἶκο, ἀλλά ἀπό κάθε τόπο τῆς ἐργασίας τους ἐκτός οἴκου συνῆλθαν, προσελθόντες κατ᾽ αὐτή τήν ἴδια ἡμέρα· Οἱ ἀδελφοί, λοιπόν, τοῦ ᾽Ιωσήφ, πού καθόταν, τόν περιστοίχιζαν καί προσδοκοῦσαν κάθε ἄλλο βέβαια παρά νά εὐλογηθοῦν ἤ νά τύχουν κατάρας, ἀλλά νά μάθουν τί θά τούς συμβῆ στά ἔσχατα. Ὁ ᾽Ιακώβ ἄνοιξε τό στόμα του καί εἶπε στόν πρωτότοκό του Ρουβήν:
2. “Ρουβήν, ἐσύ εἶσαι ὁ πρωτότοκός μου, δύναμί μου καί ἀρχή τῆς εὐρωστίας μου”(Γεν 49, 3), γνωστοποιώντας τά τοῦ ἑαυτοῦ του, μέχρι τήν ἡμέρα πού ἔλαβε τή Λεία, καί ὅτι μετά ἐπί ὀγδόντα τέσσερα ἔτη παρέμεινε ἐν παρθενίᾳ. “Ὑπόλοιπο εὐρωστίας καί ὑπόλοιπο ἀρετῆς”: δηλ. εἴτε εἶσαι υἱός τῆς νεότητος καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί σου εἶναι ἀπ᾽ τό ὑπόλοιπο τῆς εὐρωστίας καί ἀρετῆς τῆς νεότητος εἴτε ἄν μοῦ εἶχες ὁμοιάσει περισσότερο, θά εἶχες ἰσχυρότερη μερίδα ἐξαιτίας τῆς πρωτοτοκίας σου· “περιπλανήθηκες σάν τό νερό”, τό ὁποῖο ἀφήνει τό αὐλάκι του καί ἀρδεύει ξένη γῆ. Καί μ᾽ αὐτό πού εἶπε: “Καί μέ τό πλανήθηκες σάν τό νερό, εἶναι πιθανότατο νά ἐννοῆται ὅτι εἶχε σύζυγο ὁ Ρουβήν καί νά τήν ἐγκατέλειψε καί νά εἰσόρμησε ὄχι ἐλαυνόμενος ἀπό δίψα, γιά νά πιῆ κρυφά ὕδατα. “Πλανήθηκες, εἶπε, σάν τό νερό δέν θά παραμείνης” δηλ. μεταξύ τῶν φυλῶν καί γι᾽ αὐτό εὐλογώντας τον, ὁ Μωϋσῆς εἶπε: “῎Ας ζήση ὁ Ρουβήν, ἄς μήν πεθάνη, ἀλλ᾽ ἄς συναριθμηθῆ μέ τούς ἀδελφούς του”(Δευ 33, 6). “᾽Ανέβηκες στήν κλίνη τοῦ πατέρα σου”, τοῦτο πάλι εἶναι ἔνδειξι ὅτι ὁ ἴδιος εἰσόρμησε πρός τήν Βαλλάμ ἐνῶ αὐτή κοιμόταν, ἡ ὁποία γι᾽ αὐτό καί δέν ἔτυχε κατάρας μαζί μ᾽ αὐτόν. “᾽Αλήθεια, μόλυνες τήν κλίνη μου”, κλίνη ὀνομάζει εἴτε τήν κακή πρᾶξι πού ἔκανε ἐπί τῆς κλίνης, εἴτε τήν ἴδια τή γυναῖκα.
3. Ἀφοῦ δέ προσπέρασε τόν Ρουβήν, στράφηκε στούς ἀδελφούς του, λέγοντας τά ἑξῆς, “Ὁ Συμεών καί ὁ Λευΐ, τά ἀδέλφια, εἶναι δοχεῖα ἀγανακτήσεως ἀπ᾽ τή φύσι τους”(Γεν 49, 5), δηλ. δέν γνώριζα γιά τό μυστικό σχέδιο πού μηχανεύθηκαν νά περικυκλώσουν τούς Σιχεμίτες καί νά τούς φονεύσουν. Καί στή συνέλευσί τους, δηλ. στή συνομωσία τους γιά τό φόνο ἀνδρῶν, δέν ξέπεσα ἀπ᾽ τήν τιμή μου. Διότι ὁ Θεός ἀπέστειλε τό φόβο Του κατά τῶν περιισταμένων ἐθνῶν καί μέ ἐξήρπασε ἀπ᾽ τό ὄνειδος· ἐγώ εἶχα προορισθῆ ἀπ᾽ αὐτούς γιά σφαγή. “Λόγῳ τῆς ὀργῆς τους φόνευσαν ἄνδρες” οὔτε εἶχαν δίκιο. Διότι ὁ Συχέμ ἔπρεπε νά φονευθῆ, ἐπειδή τούς εἶχε διαφθείρει τήν ἀδελφή, ὄχι, ὅμως, ὅλη ἡ πολιτεία. “Καί μέ τή θέλησί τους κατεδάφισαν τείχος”, δηλ. ὀχυρό οἴκων τῆς δικῆς τους πολιτείας. “Καταραμένη ἡ μανία τους”, διότι ὑπερίσχυσε κατά τῶν κατοίκων Σιχέμ· “καί ἡ ὀργίλη παραφορά τους, ἐπειδή ἦταν σκληρή”, ἐπειδή παρέτειναν γιά πολλές ἡμέρες, ἐνόσῳ προσπαθοῦσαν νά τούς πείσουν νά συναφθοῦν μαζί τους καί νά περιτμηθοῦν, ἐνόσῳ ἐπιπλέον διαρκοῦσε ὁ πόνος του· καί ὅλες ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ἡ μανία τους δέν εἶχε καταπραϋνθῆ. “Θά τούς διαμερίσω ἐν ᾽Ιακώβ”, δηλ. ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, διότι μετά τήν ἐναντίον τους κατάρα, δέν διαφύλαξαν τήν ἑνότητα πού εἶχαν πρό τῆς κατάρας. Διότι τόσο συνδεδεμένοι ἦταν (πρίν), ὥστε οὔτε στούς ἴδιους τούς ἀδελφούς, βεβαίως, τῆς Δείνας ν᾽ ἀποκαλύψουν πότε ἄρχισαν νά παίρνουν ἐκδίκησι ἀπ᾽ τούς διαφθορεῖς τῆς Δείνας: “Θά τούς διαμερίσω ἐν ᾽Ιακώβ”, δηλ. μεταξύ τῶν υἱῶν τοῦ ᾽Ιακώβ “καί θά τούς διασπείρω ἐν ᾽Ισραήλ” δηλ. μεταξύ τῶν υἱῶν τοῦ ᾽Ισραήλ.
4. Στασίασαν (Αρθ 25, 10) κατά τῶν ἀπογόνων τους (ἀμοιβαίως) ὁ Ζαμρί ἀπ᾽ τή φυλή τοῦ Συμεών καί ὁ Φινεές ἀπ᾽ τή φυλή τοῦ Λευΐ· καί ὁ Λευΐ, ὁ ὁποῖος μέ γάμου εἶχε συνδεθῆ μέ τήν πλευρά τοῦ Συμεών, μέ πολλούς νεκρούς ἐξαιτίας τῆς γυναικός, τώρα μετά τήν κατάρα, ὁ (υἱός του) Φινεές φονεύει τόν υἱό τοῦ Συμεών μαζί μέ τή γυναῖκα, ἐξαιτίας τῆς γυναικός.
᾽Επίσης, ἄν διά τῆς ψυχικῆς δυνάμεως διαμέρισε τόν ἕνα ἀπ᾽ τόν ἄλλο, γιά νά μή τούς ὠφελήση ἡ προηγούμενη συνθήκη, ὅμως, διεσκόρπισε καί τίς δύο αὐτές φυλές ἀνάμεσα στίς ἄλλες. Διότι διέσπειρε τόν Λευΐ, γιά νά κληρονομῆ ἀνάμεσα σέ ὅλες τίς φυλές, ἐπειδή δέν εἶχε ἐκεῖνος παραχωρημένο μερίδιο, ὅπως οἱ ἀδελφοί του. Καί ὁ Συμεών, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι τό μερίδιό του ἦταν λίγο, ἐκδηλώθηκε καταλαμβάνοντας ὡς κληρονομιά ὅλους τούς ἀδελφούς του.
5. “Ἰούδα οἱ ἀδελφοί σου θά σ᾽ εὐγνωμονοῦν, ἐπειδή τούς διαφύλαξες ἀπό αἱματοχυσία τοῦ ἀδελφοῦ τους ᾽Ιωσήφ. Διότι, διά σοῦ ὁ ᾽Ιωσήφ ἔγινε πατήρ δύο φυλῶν· διότι, ἄν δέν εἶχε ὑπάρξει ἡ ζωοποιήσασα αὐτόν συμβουλή σου, ὅλες οἱ φυλές θά εἶχαν ἀφανισθῆ ἀπ᾽ τήν πεῖνα. ᾽Επειδή, λοπόν, τούς διαφύλαξες νά μήν ἁμαρτήσουν καί πεθάνουν ἀπό λιμό, σέ εὐγνωμονοῦν οἱ ἀδελφοί σου γιά ἐκεῖνα τά δύο· ἐπειδή τό χέρι σου τούς διαφύλαξε ἀπ᾽ αὐτούς τούς δύο, ῾τό χέρι σου (θά βρίσκεται) πάνω στόν αὐχένα τῶν ἐχθρῶν σου᾽”, μ᾽ ἐκείνη τή νίκη πού ὑποσχέθηκε στό βασίλειο τοῦ Δαβίδ, ἐξαιτίας καταγωγῆς ἀπ᾽ αὐτόν (τόν ᾽Ιούδα), μ᾽ ἐκείνη διαφυλάχθηκε, μέ τήν ὁποία ὑπέταξε, ὁ Δαβίδ, ὅσα ἔθνη κατοικοῦσαν ἀπ᾽ τή θάλασσα μέχρι τόν Εὐφράτη ποταμό. “᾽Απ᾽ τό φόνο, υἱέ μου ἀνῆλθες” εἴτε ἐπειδή διαφυλάχθηκε ἀπ᾽ τό φόνο τῆς Θάμαρ καί τῶν δύο υἱῶν της, εἴτε ἐπειδή δέν εἶχε καμμία συμμετοχή στό σχεδιαζόμενο φόνο τοῦ ᾽Ιωσήφ. “῎Εκαμψε τά γόνατα καί ἀνεκλίθη στήν κληρονομία του, ὄχι ὡς γηραλέο λιοντάρι, ἀλλά σάν σκύμνος”, δηλ. νεαρός λιοντάρι, πού δέν φοβᾶται κανένα, σύμφωνα μέ τήν ἑξῆς ἐκδοχή· ἀνακλινόμενος σάν λιοντάρι στήν κληρονομία, τήν ὁποία ἀπέκτησε πρός ὄφελός του, μέ τήν ἔννοια ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά τοῦ τήν ἁρπάση· ἀλλ᾽ αὐτό τό εἶπε γιά τό βασίλειο, τό ὁποῖο, ἄν καί δοκιμασθέντες καί ταπεινωθέντες (οἱ ἀπόγονοι τοῦ ᾽Ιούδα), κανείς, ὅμως, δέν ὑπῆρξε πού νά μπορῆ νά τούς τό ἁρπάξη, ἐπειδή τό βασίλειο διατηρήθηκε ἀπ᾽ τόν Κύριο τοῦ βασιλείου, πάνω ἀπ᾽ τίς φυλές τους. Καί γιά νά γίνη γνωστό ὅτι ὁ ᾽Ιακώβ μιλᾶ γιά τό διάδημα —τό ὁποῖο ἀπ᾽ αὐτόν ἔπρεπε νά δοθῆ— καί ὄχι γιά τή φυλή του, ἔγραψε: “Δέν θά λείψη σκῆπτρο, δηλ. βασιλιάς, οὔτε ἀποκαλυπτής”, δηλ. προφήτης ἀποκαλύπτων τά μέλλοντα, μέχρις ὅτου ἔλθη, ὄχι βεβαίως, ὁ Δαβίδ, τόν ὁποῖο ἐξύψωσε τό βασίλειον, ἀλλ᾽ ὁ ᾽Ιησοῦς, ὁ υἱός τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ κύριος τοῦ βασιλείου.
“Δέν θά λείψη”, εἶπε, “βασιλιάς ἤ προφήτης ἀπ᾽ τόν οἶκο ᾽Ιούδα, μέχρις ὅτου ἔλθη αὐτός, στόν ὁποῖο ἀνῆκε τό βασίλειο”.
῎Η ἄς μοῦ δείξουν ὅτι πρό τοῦ Δαβίδ ὑπῆρξαν στή φυλή τοῦ ᾽Ιούδα βασιλεῖς οἱ ὁποῖοι μετέδιδαν καί διέσωζαν τό στέμμα χάριν τοῦ βασιλέως Δαβίδ, ἤ ἄν καί πρό τοῦ Δαβίδ δέν ὑπῆρξε βασιλιάς, ὁμολογεῖται ὅτι ἀπ᾽ τόν ἴδιο τό Δαβίδ καί τούς υἱούς τοῦ Δαβίδ πρέπει νά μεταδοθῆ καί νά διατηρηθῆ τό βασίλειο χάριν τοῦ υἱοῦ τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος εἶναι καί κύριος τοῦ βασιλείου. Διότι καί ἄν ἀπό ἐκεῖνο τό λόγο: “᾽Ιούδα, οἱ ἀδελφοί σου σέ εὐχαριστοῦν”, καί μέχρι τό “Δέν θά λείψη σκῆπτρο καί ἀποκαλυπτής”, ὅλα πρέπει ν᾽ ἀναφερθοῦν στόν ᾽Ιούδα καί στό βασίλειο τοῦ Δαβίδ καί τῶν υἱῶν τοῦ Δαβίδ ὅσοι κατάγονταν ἀπ᾽ τόν ᾽Ιούδα· ὅμως ἀπ᾽ ἐκεῖνο τό λόγο. “Μέχρι νά ἔλθη αὐτός, στόν ὁποῖο ἀνήκει”, καί ἄλλα συναφῆ μ᾽ αὐτά, ὅσοι κατάγονται ἀπ᾽ τόν ᾽Ιούδα πρέπει νά συσχετισθοῦν ἀληθινά μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι μέ τό Δαβίδ καί τούς υἱούς του. ᾽Ακόμη καί μέ τό: “Θά ἔλθη ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο ἀνήκει”, φανερά ἔδειξε ὅτι ὅλοι οἱ προηγούμενοι κατέχοντες (αὐτή) τή θέσι θά εἶναι μελλοντικοί, δηλ. μεταδότες τοῦ διαδήματος· ὄχι κύριοί του. “Καί τόν ἴδιο προσδοκοῦν ὅλα τά ἔθνη”, εἶπε, δηλ. ἡ ᾽Εκκλησία, ἡ ἐκ τῶν ᾽Εθνῶν. ῎Εδεσε στήν ἄμπελο τό πουλάρι του καί σέ κλαδί τόν υἱό τῆς ὄνου (Ψ 80, 8-14): τήν ἴδια τή συναγωγή ὀνομάζει ἄμπελο, ὅπως καί ὁ Δαβίδ τήν ὀνομάζει. Γι᾽ αὐτό καί τό: “Θά δέση σέ ἀμπέλι τό πουλάρι του”, διότι στήν ἴδια τήν συναγωγή προσαρτήθηκε καί ἀπ᾽ αὐτή μεταδόθηκε ἡ βασιλεία, καί αὐτό εἶναι τό: “Δέν θά λείψη σκῆπτρο ἀπ᾽ τόν ᾽Ιούδα, μέχρι νά ἔλθη ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ βασιλεία”.
6. Ἐπίσης, ὅταν ἦλθε ὁ Κύριός μας, πάλι, στό ἀληθινό κλῆμα, προσέδεσε τόν πουλάρι του, μέ σκοπό —ὅπως ἀπ᾽ αὐτόν ἐκπληρώθηκαν ὅλα τά μυστήρια— νά τελειώση ἐν ἀληθεία καί αὐτό, πού τούς μεταδόθηκε μέ ἐξεικόνισι. Ἑπομένως, εἴτε στά Ἱεροσόλυμα, ἔξω ἀπ᾽ τό ἁγιαστήριο, ὑπῆρχε κλῆμα, στό ὅποιο ἔδενε τό πουλάρι του (ὁ Κύριος), καθώς ἔμπαινε στό ναό· εἴτε στήν ἴδια τήν κώμη, ἀπ᾽ ὅπου ἦλθε, εἶχε δεθῆ τό πουλάρι σέ κλῆμα· διότι λέχθηκε: “῎Αν σᾶς ποῦν, γιατί λύνετε αὐτό τό πουλάρι;, πέστε τους, θά ζητηθοῦν πληροφορίες ἀπ᾽ τό ἀφεντικό του”(Μθ 21, 3).
Θά λευκάνη τό ἱμάτιό του μέσα στό κρασί, δηλ. θά πλύνη τό σῶμα του μέσα στό αἷμα του καί τό κάλυμμά του μέσα στό αἷμα τῶν σταφυλιῶν, διότι μέ τό ἴδιο του τό αἷμα θά πλύνη τό σῶμα του, δηλ. τό κάλυμμα τῆς θεότητός του. “Κατακόκκινοι εἶναι οἱ ὀφθαλμοί του ἀπ᾽ τό κρασί”, λέει, διότι καθαρότερη εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ νοός του ἀπό οἶνο διϋλισμένο. “Καί τά δόντια του εἶναι λευκότερα ἀπ᾽ τό γάλα”, διότι ἡ διδασκαλία τῶν χειλέων του εἶναι καθαρή καί λάμπει.
7. Ὁ Ἰσσάχαρ, ἄνδρας ἰσχυρός, ξαπλωμένος μεταξύ τῶν δρόμων (Γεν 49, 14-15), δηλ. ὁ Γεδεών, ὁ ὁποῖος ἔστειλε ἐπιστολές, γιά νά ἔλθουν σέ πόλεμο κατά τῶν Μαδιανιτῶν καί μέ τριακοσίους γενναίους ἄνδρες κατῆλθε κατά τῶν μεγάλων στρατοπέδων χιλιάδων καί μυριάδων. “Καί αὐτός (ὁ ᾽Ισσάχαρ), πού εἶδε τόν τόπο τῆς διαμονῆς του (νά εἶναι θελκτικός)”, δηλ. τήν κληρονομιά, ἡ ὁποία τοῦ περιῆλθε καί τή γῆ του νά εἶναι ἀγαθή, ἡ ὁποία ἔρρεε γάλα καί μέλι. Καί, ἐπειδή, ἀφοῦ ἡ κληρονομιά του δέν εἶναι καλύτερη ἀπ᾽ τήν κληρονομιά τῶν συμμάχων του, ἡ εὐγνωμοσύνη του (ὅμως) ὑπῆρξε μεγαλύτερη ἐκείνης τῶν συμμάχων του. “῎Εκλινε τό βραχίονά του” εἰς δουλείαν, ὄχι βέβαια τῶν ἐθνῶν, ἀλλά τοῦ Θεοῦ, καί ἔγινε “φόρου ὑποτελής δοῦλος”, δηλ. ἀποτελείωσε τίς δεκάτες τῶν κτηνῶν τους καί τῶν γεννημάτων τῶν υἱῶν τοῦ Λευΐ.
8. “Ὁ Ζαβουλών θά κατοικήση στήν ἀκτή τῆς θάλασσας”(Γεν 49, 13), δηλ. κοντά στά θαλάσσια λιμάνια, “καί ὁ ἴδιος στόν ὅρμο τῶν πλοίων” καί ὅπως κάθε κάτοικος κοντά στή θάλασσα, τό ἐμπόριό του ἀπ᾽ τά γεννήματα ὑπῆρξε ἀπ᾽ τά πλοῖα. “Καί τά πέρατά του θά ἐκτείνωνται μέχρι τή Σιδώνα, ἡ ὁποία κεῖται πρός τήν πλευρά τῆς θάλασσας”.
9. “Ὁ Δάν θά κρίνη τό λαό του”(Γεν 49, 16), δηλ. ὁ Σαμψών, ὁ ὁποῖος ἔκρινε τόν ᾽Ισραήλ ἐπί εἴκοσι ἔτη “ὡς μία ἀπ᾽ τίς φυλές τοῦ ᾽Ισραήλ, δηλ. σάν ἕνας ἀπ᾽ τούς ἀδελφούς του, ἀπ᾽ τούς υἱούς πού ἀπέκτησε ὁ ᾽Ιακώβ ἀπ᾽ τίς ἐλεύθερες συζύγους”· “ὁ Δάν θά εἶναι (ἕρπων) ἐπί τῆς γῆς”. Ἑκεῖνοι δέ οἱ ὁποῖοι σάν νά σέρνονταν πάνω στή γῆ, ἔδειχναν τίς κεφαλές τους νά προβάλλουν ἀπ᾽ τή γῆ στήν ἔρημο τοῦ Σινᾶ· “καί βασιλίσκος ἐπί τῆς ὁδοῦ”, ἐπειδή, ὅπως ταράσσονται ἀπ᾽ τά φίδια πού ἕρπουν πάνω στή γῆ, ὅσοι περπατοῦν σέ ἀπάτητα μέρη· καί ὅπως φοβοῦνται τό βασιλίσκο, πού προσβλέπει ὕπουλα στίς ὁδούς, ὅσοι βαδίζουν σ᾽ αὐτές, ἔτσι ἐπίσης οἱ Φιλισταῖοι —οἱ ὁποῖοι περπατοῦσαν ἀπό μονοπάτια κι ἀπάτητα μέρη— φοβοῦνταν τό Σαμψών. Διότι δάγκωσε ἵππο στήν πτέρνα καί ἔρριξε κάτω τόν καβαλλάρη του, διότι μέ τή μεγάλη πεῖνα πού προκάλεσε στούς Φιλισταίους —κατακαίγοντας μέ ἀλεποῦδες τό σιτάρι τους στούς ἀγρούς, οἱ ὁποῖοι (Φιλισταῖοι) ὑποβάσταζαν τό σῶμα τους, ὅπως ὁ ἵππος τόν ἀναβάτη του— ἔπεσαν στά γόνατα ἀπ᾽ τήν ἔλλειψι ἄρτου καί ἀκόμη ἡττήθηκαν πρός τά πίσω ἀπ᾽ τήν ἔλλειψι τροφῆς.
“Τή σωτηρία σου ἀνέμεινα Κύριε”, ἤ ἐκεῖνο τό: “ἡ ἴδια ἡ Παλαιστίνη ἀνέμεινε κατ᾽ ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅπως κατά τίς ἡμέρες τῆς κιβωτοῦ, ὅταν ἔγιναν κτήτορες τῆς σωτηρίας τοῦ Κυρίου”· εἴτε ἀπό προσώπου τῶν υἱῶν Δάν εἴτε ὁλοκλήρου τοῦ ᾽Ισραήλ, ἔτσι εἰπώθηκε ἀπ᾽ τό στόμα τοῦ ᾽Ιακώβ, γιά νά δείξη ὅτι ὅλοι αὐτοί οἱ σωτῆρες ὅσοι ὑψώνονταν ἀπ᾽ αὐτούς εἶναι σύμβολο ἐκείνης τῆς μεγάλης σωτηρίας, ἡ ὁποία ἦταν μελλοντική γιά ὅλους τούς λαούς μέσῳ τοῦ ᾽Ιησοῦ, διότι ἐξεικόνιζαν τήν ἀλήθεια.
10. “Ὁ Γάδ ἄς ἐξέλθη (σέ μάχη) μέ σμῆνος (στρατιωτῶν)”(Γεν 49, 19), σαράντα χιλιάδες ἔνοπλοι προπορεύονταν αὐτοῦ, ἐξακόσιες χιλιάδες ἀνδρῶν, πού μέ τά παιδιά τους καί τίς γυναῖκες τους καί τίς ἀποσκευές τους ἀκολουθοῦσαν καί τό: “ὁ ἴδιος θά ἕλξη τήν πτέρνα”, δηλ. ὁ ἴδιος προηγεῖτο ὁπλισμένος καί γενναίως καί δι᾽ αὐτοῦ εἶναι ἐνδυναμωμένη ἡ συνάθροισι, πού, σάν πτέρνα, ἀπό πίσω ἐρχόταν.
11. “Ἀσήρ, ἀγαθή ἡ γῆ του”(Γεν 49, 20). ᾽Ιδού ὁ λόγος τοῦ Μωϋσέως “῎Ας ἐμβάψη μέ λάδι τό πόδι του”(Δευ 33, 24). Φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε γῆ τῆς ᾽Απαμείας, καί ἡ ὁποία θά παράσχη τροφή στούς βασιλεῖς ἀπό λάδι καθαρό καί ἀπό διάφορα εὔγευστα κρασιά, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται μέσα στήν κληρονομιά του.
12. “Νεφθαλείμ, ταχύπους ἀγγελιαφόρος”, ὁ ὁποῖος δέν μεταδίδει ὅσα ἄκουσε, ἀλλά “ὁ ὁποῖος λέει λόγο ὡραῖο”(Γεν 49, 21). Ὁ Βαράκ εἶναι αὐτός πού ἔστειλε ἀγαθό ἀγγελιαφόρο πρός ὅλους ὅσοι ἔφευγαν μπρός στήν ἰσχύ καί ὁρμητικότητα τοῦ Σισάρα (Κριτ 4).
13. “Ἰωσήφ, ὁ ἔχων σπέρμα”(Γεν 49, 22), ὁ ὁποῖος πράγματι ἀπό παιδί ἀνατράφηκε μέ ἄριστη τροφή. “Νά ἐκχυθῆς πηγή, γιά νά γίνης στηριγμένο οἰκοδόμημα”, ἐπειδή ὁ ᾽Ιωσήφ ἦταν θεοστήρικτος λόγῳ τῆς μεγάλης του ἐμπιστοσύνης πρός τό Θεό, καί πάλι στηριγμένος διά τοῦ δικαίου τῆς πρωτοτοκίας του καί διά τῆς βασιλείας του καί διά τῶν ἀδελφῶν του· καί στηριγμένος σάν πηγή διά τῶν δύο υἱῶν του, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ ἕνας στά δεξιά του καί ὁ ἄλλος στ᾽ ἀριστερά του. ᾽Εκεῖνο δέ τό, “᾽Ανέβη ἐπί τοῖχον”, λέχθηκε καθόσον τελειοποιεῖται καί στεφανώνεται μέ διασημότητα.
᾽Εκεῖνο δέ τό, “᾽Αγωνίσθησαν καί τόν μίσησαν οἱ ἀρχηγοί τῶν στρατευμάτων”, δηλ. οἱ ἀρχηγοί τῶν φυλῶν, καί ἄν “οἱ υἱοί τῆς διαφωνίας”, γράφθηκε, τό ἴδιο εἶναι, ἐπειδή οἱ ἀδελφοί του χωρίσθηκαν ἀπ᾽ αὐτόν, καί τόν μίσησαν καί τόν πούλησαν γιά τήν Αἴγυπτο· “Μετεστράφη, λέει, μέ τήν ἰσχύ τοῦ τόξου του”, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι ὑπερίσχυσε κι ἔγινε κύριός τους.
“Καί διαλύθηκαν οἱ βραχίονες τῶν χεριῶν του”, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι, ἔστω κι ἄν εἶναι ἰσχυρό ἕνα τόξο, ἄν στούς βραχίονες δέν ὑπάρχη δύναμι, μάταιη εἶναι ἡ ἰσχύς τοῦ τόξου: ῎Ετσι καί ὁ ᾽Ιωσήφ, ἄν καί εἶχε δύναμι —ὅπως τό τόξο— νά φονεύη τ᾽ ἀδέλφια του, ὅμως, δέν εἶχε κατά τῶν ἀδελφῶν του τήν ὀργή, ἡ ὁποία δηλώνεται μέ τή δύναμι. “Λύθηκαν, λοιπόν, μέ τήν ἀγάπη οἱ βραχίονες τῶν χεριῶν του, μέσῳ τῶν χεριῶν τοῦ ἰσχυροῦ ᾽Ιακώβ, δηλ. ἐξαιτίας τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν μαζί μέ τόν ᾽Ιακώβ”, καί ἐξαιτίας τοῦ ὀνόματός τοῦ Ποιμένος, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νά ὁδηγήση διά τῆς καυτῆς ἐρήμου, λίθο, ὁ ὁποῖος θά ζωοποιοῦσε ὅλο τόν ᾽Ισραήλ διά τῆς πόσεως (᾽Εξ 17, 5-6· ᾽Αρθ 20, 7-11, πρβλ Α´ Κορ 10, 4).
14. “Ὁ Θεός τοῦ πατέρα σου θά σέ βοηθήση” στόν καιρό τῆς μάχης σου κατά τῶν ἐχθρῶν, διότι ἀπεῖχες ἀπ᾽ τό ν᾽ ἀναλάβης ἐκδίκησι κατά τῶν υἱῶν τοῦ πατέρα σου. “Καί ὁ Εl-Saddai (ὁ παντοδύναμος Θεός) θά σέ εὐλογήση μέ τίς εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ ἄνωθεν”, δηλ. μέ ἄφθονα καί πλούσια στεφάνια καί (μέ εὐεργεσίες) τῆς εὐμενείας του στό ἑξῆς, πού ἀπορρέουν πάνω ἀπ᾽ τά εὐλογηθέντα γεννήματα τοῦ ἔτους. “Διά τῆς εὐλογίας τῆς ἀβύσσου ἡ ὁποία βρίσκεται ἀπό κάτω”, ἐπειδή, ἄν καί ὅλα προέρχωνται ἐκ τοῦ μηδενός, ὅμως ἀπ᾽ τά ὕδατα τῆς ἀβύσσου λένε ὅτι τά σύννεφα ἀναλαμβάνουν καθώς ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ τά ὕδατα ἄλλαξε, ὥστε νά ἔχουν ἁλμύρα, γιά νά μήν ἀλλοιώνωνται ἀπ᾽ τή συσσώρευσί τους, ἔτσι τά ἔκανε νέφη ἁπαλά κι εὐχάριστα στήν πόσι ἀπό ἀνθρώπους καί ζῶα καί βοτάνες καί βλαστήματα. Γι᾽ αὐτό ὁ ὑετός καί ἡ δροσιά εἶναι εὐλογία τοῦ οὐρανοῦ· καί ἡ εὐλογία τῆς ἀβύσσου εἶναι ἡ εὐλογία τῶν ποταμῶν καί τῶν πηγῶν πού ποτίζουν τήν κληρονομημένη ἀπ᾽ τόν ᾽Ιωσήφ γῆ. Ἡ εὐλογία μαστῶν καί μήτρας, δηλ. εὐλογία ποθητή, μέ τήν ὁποία ἡ μητέρα εὐλογεῖ τόν υἱό μέ τό ζεστό γάλα τῶν μαστῶν της καί εὐλογία ἀγαπητή, μέ τήν ὁποία οἱ πατέρες εὐλογοῦν μέσα στήν καρδιά τους τούς δικούς τους ἐκλεκτούς. “Οἱ εὐλογίες τοῦ πατέρα σου ὑπερέβησαν τίς εὐλογίες τῶν προγόνων μου”, ἐπειδή εἶναι ἰσχυρότερες οἱ εὐλογίες, μέ τίς ὁποῖες σέ εὐλόγησα, παρά ἐκεῖνες, μέ τίς ὁποῖες εὐλογήθηκα ἐγώ. Διότι ἐσύ εὐλογήθηκες ἐν πίστει ἀπό πατέρα βλέποντα, ἐγώ, ὅμως, δι᾽ ἄλλου ὀνόματος τίς ἔλαβα ἐν πίστει, διότι ἐκ μέρους τοῦ πατρός μου, διά τῆς κυριότητος, πού ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔδινε στόν ἀδελφό μου, μέ ἔκανε τήν ἡμέρα ἐκείνη ὑπηρέτη τοῦ ἀδελφοῦ μου. ᾽Ισχυρότερες, λοιπόν, εἶναι οἱ εὐλογίες μου, ἀπό ἐκεῖνες τοῦ πατρός μου, ὄχι ἐξαιτίας δυνάμεως, ἀλλά ἐξαιτίας ἀγάπης.
“Ἡ ἐλπίδα (εὐλογιῶν) πάνω στά αἰωνόβια βουνά, δηλ. εὐλογιῶν πού ἔλαβα ἀπ᾽ τόν ᾽Ισαάκ, πού ὁ ἴδιος εὐλογήθηκε πάνω στό βουνό καί στό λόφο, ὅπου προοριζόταν νά προσφερθῆ (ὡς θυσία), εἶναι πάνω στήν κεφαλή τοῦ ᾽Ιωσήφ. ῞Οπως εἶναι αὐτός σήμερα μεταξύ τῶν Αἰγυπτίων σκῆπτρο καί δόξα γιά τούς ἀδελφούς του, ἄς τούς γίνη μέχρι τέλους ἐπίσης κορώνα καί ἄς βασιλεύη πάνω στούς ἀδελφούς του στήν κληρονομούμενη γῆ τους”.
15. “Βενιαμίν, λύκος ἅρπαγας, ὁ ὁποῖος μέ ἐπιβολή παρατηρεῖ νά πάρη τή λεία του στήν κληρονομία του, τό πρωΐ θά κατατρώη τή λεία”(Γεν 49, 27), δηλ. μέ τήν ἀπελευθέρωσί τους ἀπ᾽ τούς ᾽Ινδούς καί ἀπ᾽ τόν Σενναχερίβ καί ἀπ᾽ τόν οἶκον Γκόγκ· καί τό βράδυ θά ἐπιμερίζη ὅ,τι εἶχε ἁρπάξει, ἐπειδή (κατά τό χρόνο) τῆς ἡσυχίας στήν Ἱερουσαλήμ, θά διαμοιράζεται μέ τή ρίζα τοῦ ᾽Ιούδα, ἡ ὁποία θά κατοικῆ μαζί του, ὅ,τι θά ἔχη ἁρπάξη καί θά ἔχη προσφέρη ἀπ᾽ τό στρατόπεδο τῶν στρατευμάτων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀπό μᾶς ἀριθμήθηκαν.
Τμῆμα ΜΓ´
1. Τώρα δέ, ἀφοῦ μιλήσαμε κατά γράμμα γιά ἐκεῖνες τίς εὐλογίες τοῦ ᾽Ιακώβ, ἐκ νέου θά κάνουμε λόγο γι᾽ αὐτές καί κατά πνεῦμα. Καί δέν εἴπαμε γι᾽ αὐτές κατά γράμμα ὅσο θά ἔπρεπε, οὔτε θά γράψουμε γι᾽ αὐτές κατά πνεῦμα ὅπως θά ἅρμοζε· ἐλλειπτικῶς εἴπαμε γι᾽ αὐτές κατά γράμμα καί βραχυλογικῶς θά γράψουμε γι᾽ αὐτές κατά πνεῦμα.
2. “Ρουβήν, ἡ ἰσχύς μου καί ἡ ἀρχή τῆς δυνάμεώς μου, περιπλανήθηκες σάν τό νερό, δέν θά μείνης ἤρεμος”(Γεν μθ, 3-4).
Καί ὅπως αὐτός ὁ πρωτότοκος τοῦ ᾽Ιακώβ ἔλαβε ἐκ μέρους τῆς δικαιοσύνης τοῦ ᾽Ιακώβ κατάρα, ἐξαιτίας τῆς ἀδικίας του, ἀναφέρει ὁ Μωϋσῆς (Δευτ 33, 6) τήν κατάρα κατά τοῦ Ρουβήν, τοῦ υἱοῦ τοῦ ᾽Ιακώβ· ἔτσι καί ἡ περί θανάτου ἀπόφασι, ἐξαιτίας παραβάσεως τῆς ἐντολῆς ἀπαγγέλθηκε ἀπ᾽ τό Θεό κατά τοῦ ᾽Αδάμ, ἦλθε, ὅμως, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ὑπόσχεσι γιά ἀνάστασι, πού ὑποσχέθηκε (αὐτός) σ᾽ ἐκείνον, στέρησε περιεχομένου τήν καταδικαστική ἀπόφασι, ἡ ὁποία τόν ἀκολουθοῦσε ἀπό τήν ἐποχή τοῦ παραδείσου.
3. “Ὁ Συμεών καί ὁ Λευΐ, τά ἀδέλφια, δοχεῖα ὀργῆς”(Γεν 49, 5), καί αὐτοί ἔγιναν ὁμοίωσι τοῦ Σατανᾶ καί τοῦ θανάτου. ῞Οπως αὐτοί ἐξαιτίας τῆς ὀργῆς τους ἀφάνισαν τήν πόλι καί ἐξαιτίας τῆς ἀπληστίας τους λαφυραγώγησαν τά σκεύη αὐτῶν καί ὁ Σατανᾶς ἐξαιτίας τοῦ φθόνου του κρυφά ἀφάνισε τήν οἰκουμένη, ὅπως ἐκεῖνοι φανερά εἶχαν καταστρέψει τούς υἱούς Σιχέμ· καί ὁ θάνατος εἰσέβαλε σέ ὅλα τά σώματα, καθώς αὐτοί πρός κατάληψι τῶν Σιχεμιτῶν.
Τό εὐαγγέλιο, λοιπόν, τοῦ Κυρίου μας ζωοποίησε τά θύματα αὐτῶν τῶν σφαγῶν, τίς ὁποίες ἔκανε κρυφά ἡ ἁμαρτία. Καί ἡ εὐλογημένη ὑπόσχεσι τοῦ Υἱοῦ ἀνέστησε τούς νεκρούς, στούς ὁποίους εἶχε εἰσδύσει ὁ τυραννικός θάνατος.
4. Ὁ Ζαβουλών, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ στήν ἀκτή τῶν θαλασσῶν, εἶναι τύπος τῶν ἐθνῶν πού κατοικοῦν κοντά στούς προφῆτες· τά ὅριά του ἐκτείνονται μέχρι τή Σιδῶνα (Γεν 49, 13), ἔτσι εἶναι καί τά ὅριά τους μέ τήν ἁμαρτία, τήν ὁποία εἰκονίζει ἡ Σιδώνα. “Πόσοι σᾶς θαυμάζουν, πόλις τῆς Τύρου καί Σιδῶνος”.
5. “Ἰσσάχαρ· ἰσχυρός ἄνδρας, ἀνακλινόμενος στούς δρόμους” τῆς δικαιοσύνης, τούς ὁποίους παρέβει καί κατόπιν μετανοίας ἔλαβε ἄφεσι γιά τόν ἑαυτό του, “εἶδε ὅτι ὁ τόπος κατοικίας του εἶναι τερπνός καί ἡ γῆ του ἀγαθή”(Γεν 49, 14-15), δηλ. εἶδε ὅτι ἡ ἐκκλησία του εἶναι ἀγαθή καί ὁ τόπος τῆς κατοικίας του ἅγιος. ῎Εκλινε τόν ὦμο του κάτω ἀπ᾽ τό σταυρό καί ἀποδείχθη ὅτι ἐκπλήρωσε τό χρέος του.
6. “Ὁ Δάν θά κρίνη τό λαό του σάν μία ἀπ᾽ τίς φυλές”(Γεν 49, 16), ἄν (κάποιος) ἀπ᾽ τό Δάν θά κρίνη τό λαό του, πόσο μᾶλλον θά κρίνη ὅλους τούς λαούς ἐκεῖνος, πού εἶναι ἀπ᾽ τόν ᾽Ιούδα (ὁ Χριστός), στόν ὁποῖο ἀνήκει τό βασίλειο. Διότι ὁ Κύριός μας ἔγινε ὄφις ὡς πρός τόν προηγούμενο ὄφι καί βασιλίσκος ὡς πρός τό Σατανᾶ, ὅπως ὁ χάλκινος ὄφις, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἐναντίον τῶν ὄφεων (᾽Αρθ 21, 8)· καί διότι ἄν καί ἡ εὐρεία σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μικρή, (πάλι) εἶπε ὁ ᾽Ιακώβ ἐν πνεύματι περί τῆς γενικῆς σωτηρίας: “Τό σωτήριόν σου ἀνέμεινα Κύριε”.
7. “Ὁ Γάδ μέ πλῆθος (στρατιωτῶν) θά ἐξέλθη”, δηλ. μέ σαράντα χιλιάδες ἐνόπλους (Γεν 49, 19), ἡ ἀλήθεια δέ (αὐτῆς τῆς εἰκόνος) εἶναι οἱ δώδεκα ᾽Απόστολοι, οἱ ὁποῖοι, προηγούμενοι, εἵλκυσαν πίσω τους ὅλα τά ἔθνη σέ καταδίωξι μέ τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, τοῦ ληστοῦ (Σατανᾶ), γιά νά τοῦ ἁρπάξουν τά ἔθνη, πού αὐτός εἶχε λαφυραγωγήσει.
8. “Ἀσήρ· ἡ γῆ του θά εἶναι ἀγαθή καί θά παράσχη τροφή στούς βασιλεῖς”(Γεν 49, 20). Εἶναι ἡ ἐκκλησία, ἡ ὁποία δίνει ἄφεσι (ἁμαρτιῶν) μαζί μέ φάρμακο ζωῆς, ὄχι μόνο στούς βασιλεῖς, ἀλλά ἐπίσης σέ ὁλόκληρο τό στρατό, πού τούς ἀκολουθεῖ.
9. “Νεφθαλείμ· ἀγγελιαφόρος ταχύπους, ἐκφέρει ὡραῖο λόγο”(Γεν 49, 21), ἐνῶ ὁ Κύριός μας δίδασκε στά ὅρια Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ, ἐξῆλθαν ἀκροατές καί ἀνήγγειλαν ὡραῖο λόγο ὅτι δηλ. αὐτός εἶναι ἐκεῖνος, τόν ὁποῖο ἀναμέναμε.
10. ῎Εχων αὔξησι ὁ ᾽Ιωσήφ, ὅπως δέ σέ ἀντικατάστασι τοῦ πρωτοτόκου Ρουβήν, ὁ ᾽Ιακώβ στηρίχθηκε στόν ᾽Ιωσήφ, (ἔτσι) ἐπίσης σέ διαδοχή τοῦ πρωτοτόκου καί ὀργή προκαλοῦντος ᾽Αδάμ, ἕνας υἱός τοῦ γήρατος ὑπῆρξε γιά τόν κόσμο, στό τέλος τοῦ ἴδιου κόσμου, πού πάνω του στηριζόταν σάν σέ κολώνα καί πού πάνω του στηριζόταν ὅλος ὁ κόσμος. “Εκράγηθι, πηγή, εἰς οἰκοδόμημα ὠχυρωμένον”(Γεν 49, 22-26), χάριν τῶν ἀδελφῶν καί τῶν υἱῶν· μέ τή δύναμι δέ τοῦ Κυρίου μας ὀχυρώθηκε (ὁ κόσμος) διά τῶν Προφητῶν καί τῶν ᾽Αποστόλων. Ὁ ᾽Ιωσήφ ἔγινε τοῖχος πού κάλυπτε τό χορτασμό τῶν ἀδελφῶν του κατά τόν καιρόν τῆς πείνας, καί ὁ Κύριός μας ἔγινε τοῖχος πού διαφυλάττει τή γνῶσι χάριν τοῦ κόσμου, κατά τόν καιρόν τῆς ἀγνοίας του. Οἱ ἀρχηγοί τῶν φυλῶν ἔδειξαν μῖσος κατά τοῦ ᾽Ιωσήφ καί οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ κατά τοῦ Κυρίου μας. “᾽Απεκρούσθη ἐν τῇ ἰσχύει τοῦ τόξου του”, ἐπειδή ὑπερίσχυσαν ἀμφότεροι (ὁ ᾽Ιωσήφ καί ὁ Κύριος) ἐπί τῶν ἐχθρῶν τους καί διαλύθηκαν οἰ βραχίονες τῶν χεριῶν τους, ἐπειδή δέν τέντωσαν (τό τόξο) ἤ ἔρριξαν βέλη κατά τῶν ἀδελφῶν τους. Μέ τό χέρι τοῦ ᾽Ισχυροῦ, δηλ. μέ τό ὄνομα τοῦ δικοῦ του Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε ἀπ᾽ τόν ᾽Απόστολο “Ἡ Πέτρα, ἡ ὁποία παρακολουθοῦσε τόν ᾽Ισραήλ μέσα στήν ἔρημο”(πρβλ. Α´ Κορ 10, 4).
11. “Βενιαμίν· λύκος ἅρπαγας”. Μικρός, ὁ ὁποῖος ἔγινε στούς λύκους λύκος καί ἐξάρπασε ἀπ᾽ τόν καταραμένο ὅλες τίς ψυχές· καί τό βράδυ θά ἐπιμερήση ὅ,τι ἐξάρπασε, δηλ. στό τέλος τοῦ κόσμου θά καρπωθῆ ἐπιπλέον ἐκεῖνο τόν ἐξαιρετικό μισθό τῶν κόπων του.
Τμῆμα ΜΔ´
1. Καί ἀφοῦ εὐλόγησε τούς υἱούς του (ὁ ᾽Ιακώβ), πέθανε σέ ἡλικία ἑκατόν σαράντα ἑπτά ἐτῶν· “καί ἀνέβηκαν ὁ ᾽Ιωσήφ μέ τούς πρεσβυτέρους τῆς Αἰγύπτου καί ὅλος ὁ οἶκος τοῦ πατρός του”(Γεν 50, 7), καί τόν ἐνταφίασε δίπλα στούς προγόνους του, κι ἐπέστρεψε ὁ ᾽Ιωσήφ καί ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του στήν Αἴγυπτο.
2. “Φοβήθηκαν τ᾽ ἀδέλφια τοῦ ᾽Ιωσήφ καί εἶπαν: Ὁ πατέρας σου πρίν πεθάνη διέταξε: ῾Σέ παρακαλῶ, συγχώρεσε τήν ἀδικία τῶν ἀδελφῶν σου καί τά ἁμαρτήματα πού ἔκαναν ἐναντίον σου᾽· καί ἔκλαψε ὁ ᾽Ιωσήφ καί εἶπε, μή μέ φοβᾶσθε”(Γεν 50, 15-19), διότι, ἄν πέθανε ὁ πατέρας σας, ὅμως, ζῆ ὁ Θεός τοῦ πατέρα σας, χάριν τοῦ ὁποίου δέν σᾶς ἔβλαψα· κι ἐπειδή μετέστρεψε σέ ἀγαθό πρός ὄφελός μου τό κακό πού σχεδιάζατε ἐναντίον μου, καί ἔθεσε στό χέρι μου πολύ λαό, μακρυά ἀπό ἐμένα νά κακοποιήσω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν σέ πολλούς αἰτία ζωοποιήσεως. ᾽Αλλ᾽ ὅμως, ὅπως δέν σᾶς παρέδωσα σέ θάνατο στήν Αἴγυπτο, (ἔτσι κι ἐσεῖς) μήν ἀφήσετε τά ὀστά μου στήν Αἴγυπτο. “Καί τούς ὅρκισε, λέγοντας, Δι᾽ ἀναμνήσεως θά σᾶς θυμηθῆ ὁ Θεός καί θά κάνη ν᾽ ἀνεβῆτε στή γῆ, τήν ὁποία δι᾽ ὅρκου ὑποσχέθηκε (ὁ Θεός) στόν ᾽Αβραάμ”. Νά κάνετε μετακομιδή ἀπό ᾽δῶ τῶν ὀστῶν μου, γιά νά ἐγερθῶ δι᾽ ἀναστάσεως πάλι μαζί σας ἀπ᾽ αὐτή τή γῆ τῆς κληρονομίας, (ἀκόμα) καί ἄν δέν τήν κληρονομήσω μαζί σας. Καί πέθανε ὁ ᾽Ιωσήφ στά ἑκατόν δέκα χρόνια τῆς ἡλικίας του, καί τόν τοποθέτησαν σέ λάρνακα στήν Αἴγυπτο.
3. Γιά τό Θεό δέ, πού, μέσῳ τοῦ υἱοῦ του δημιούργησε ἀπ᾽ τό μηδέν τά δημιουργήματα, δέν τά ἔγραψε Αὐτός ἐξαρχῆς, γιατί ὅλα αὐτά ἦταν γνωστά στόν ᾽Αδάμ καί κάθε γενεά μεταγενέστερη ἐκείνης (τοῦ ᾽Αδάμ) τά παρέδιδε, ὅπως (τά) μάθαινε ἀπ᾽ τήν προηγούμενη.
Καί πῶς τό σύμπαν πλανηθέν ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾽ τό Θεό καί λησμόνησε τή δημιουργία Του, τά ἔγραψε μέσῳ τοῦ Μωϋσέως στό λαό τῶν Ἑβραίων, ἀφοῦ τό σύμπαν εἶχε ἀλλάξει φύσι, γιά νά δώση μάρτυρα γιά τό ὅτι τά φυσικά ὄντα (τά ἔδωσε) δημιουργήθηκαν, καί σ᾽ αὐτόν δέ πού ἔγραψε στήν ἔρημο ὅσα στή διάνοια τοῦ ᾽Αδάμ εἶχαν ἤδη ἐπιδειχθῆ μέσα στόν Παράδεισο ἀπ᾽ τούς προγενεστέρους λαούς, πού, χωρίς γραφή, τά γνώριζαν, καί ἀπό λαό τῆς μεσαίας ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος γραπτῶς τά πληροφορήθηκε καί τά πίστευσε καί ἀπό λαούς τῆς ἐσχάτης ἐποχῆς, πού προσκολλήθηκαν στά βιβλία τῆς μεσαίας ἐποχῆς καί ἀπό ἐκείνους ἀκόμη πού ἐνέμειναν στήν ἐξέγερσι τῶν θελήσεών τους οὔτε πείσθηκαν σ᾽ ᾽Εκεῖνο (τό Θεό-Πατέρα) καί στό Χριστό καί στό Πνεῦμα τῆς Ἁγιότητός του, στόν Ὁποῖο (Θεό) ἁρμόζει δόξα καί τιμή, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾽Αμήν καί ᾽Αμήν. Τέλος τῆς ἐξηγήσεως τῆς Γενέσεως, τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Πεντατεύχου».


Το έργο θα δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου στην ιστοσελίδα
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου για εμπορικούς ή κερδοσκοπικούς σκοπούς. Τα δικαιώματα αυτά ανήκουν εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα κ.Χρίστο Βασιλειάδη.
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
3  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2012 


Read more:http://www.egolpion.net/efraim_genesis_18-end.el.aspx#ixzz2kmZrAIDd

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου