Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 14η]

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 14η]


ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 
ΕΝΟΤΗΤΑ 14η

Τμῆμα ΙΓ´
1) Κατά τό ἴδιο δέ ἔτος, ἐπειδή ἡ Σάρα εἶχε δεῖ ὅτι εἶναι στείρα, εἶπε στόν ᾽Αβραάμ: “᾽Ιδού ὁ Θεός μέ ἀπέκλεισε, γιά νά μή γεννήσω. Πήγαινε μέ τή θεραπαινίδα σου, μήπως καί βρῶ παρηγοριά ἀπό ἐκείνη”(Γεν 16, 2). ᾽Αφοῦ δέ ὁ ᾽Αβραάμ τήν παρότρυνε νά κάνη ὑπομονή καί δέν τήν ἔπεισε, γράφθηκε: “Ὑπάκουσε στά λόγια τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε τήν ῎Αγαρ τήν Αἰγύπτια, τήν ὁποία τῆς εἶχε δώσει ὁ Φαραώ μέ ἄλλα (δῶρα) τήν ἡμέρα πού τήν πῆρε κοντά του ὡς σύζυγο”(Γεν 16, 2-3).
2) Ἀφοῦ δέ ἐκείνη (ἡ ῎Αγαρ) συνέλαβε, ἔδειξε περιφρόνησι στήν κυρία της, ἡ ὁποία ὑποτιμήθηκε στά μάτια τῆς ῎Αγαρ διότι πίστευσε ὅτι ὁ γόνος της θά εἰσέλθη καί θά κληρονομήση τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Καί ὅταν μπόρεσε ἡ Σάρα, τήν ἅρπαξε καί τήν ἐπέπληξε τότε δηλ. πού θεώρησε ὅτι, ἄν καί αὐτή (ἡ ῎Αγαρ) ἦταν θεραπαίνιδα τῆς (Σάρας) πρίν δοθῆ στό σύζυγό της, σήμερα ἔγινε σύννυμφός της· περιφρονώντας, λοιπόν, ἡ ῎Αγαρ τή σύζυγο τοῦ ᾽Αβραάμ γιά νά μήν καταφρονήση καί τόν ᾽Αβραάμ, τοῦ εἶπε (ἡ Σάρα): “᾽Εγώ σέ πίεσα, ἐπειδή δέν σέ ἀντάλλαξα μέ τό βασιλιά, ἐσύ, ὅμως, σήμερα προτίμησες τή θεραπαίνιδα ἀπό ἐμένα”.
᾽Εφόσον ὄφειλε ἡ ῎Αγαρ νά μοῦ κάνη γνωστό ὅτι εἰσακούσθηκε ἡ προσευχή μου καί ὅτι αὐτή συνέλαβε· διότι σοῦ τήν ἔδωσα γιά νά μοῦ ἔλθη ἀπ᾽ αὐτή παρηγοριά· κακό μοῦ ἀπέδωσε (αὐτή), ἀντί τοῦ καλοῦ πού τῆς ἔκανα. Διότι αὐτή μοῦ ἔδωσε πικρή προσβολή μπροστά στά μάτια ὅλων τῶν συνυπηρετῶν της.
3) Ἡ ῎Αγαρ, ὅμως, ἡ ὁποία εἶχε στηριχθῆ στόν ᾽Αβραάμ, βλέποντας ὅτι αὐτός τήν κατηγοροῦσε καί τήν παρέδωσε στήν κυρία της προσβεβλημένη, φοβήθηκε κι ἔφυγε. “Καί τή βρῆκε ἄγγελος... καί τῆς εἶπε. Γύρισε πίσω καί νά ὑπηρετῆς τήν κυρία σου, διότι ὁ Θεός θά πληθύνη τούς ἀπογόνους σου ὥστε θά γίνουν ἀναρίθμητοι... ἐπειδή ὁ Θεός ἄκουσε τήν ὑπόθεσι σου”(Γεν 16, 7-10), ἐπειδή προσέφερες τόν ἑαυτό σου γιά νά πᾶς καί νά ἐξυπηρετήσης τήν κυρία σου. Διότι θά γεννήσης υἱό καί θά τόν ὀνομάσης ᾽Ισμαήλ... καί θά εἶναι (ὡς) ὄναγρος ἀνάμεσα στούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή θά κατοικήση στήν ἔρημο καί, ὡς ὄναγρος, δέν θά εἰσέλθη σέ γῆ καλλιεργημένη. Τό χέρι του θά ἁπλώνεται ἐναντίον ὅλων, γιά νά ἁρπάξη ἀπό ὅλους καί τά χέρια ὅλων (θά στρέφωνται) ἐναντίον του, ἐπειδή αὐτός θά ἀνταγωνίζεται ὅλα τά ἔθνη καί ὅλα τά ἔθνη θά τόν ἀνταγωνίζωνται. Καί θά κατοικήση στά σύνορα ὅλων τῶν ἀδελφῶν του, δηλ. τῶν υἱῶν τῆς Σάρας καί τῆς Χεττούρα. Διότι διαμοιράσθηκαν οἱ κληρονομιές μεταξύ τῶν ἀπογόνων τοῦ Σήμ.
4) Ἡ ῎Αγαρ ἄκουσε ὅτι ὁ ᾽Αβραάμ θά ἔχη πολλούς υἱούς, ὄχι ὅμως ἀπ᾽ τήν ἴδια τήν ῎Αγαρ, ἡ ὁποία τόν ἔπεισε νά μήν κοιμηθῆ πιά μαζί της. Αὐτή διαπίστωσε ὅτι ἐκεῖνος, κοιμόταν μαζί της μέχρι πού νά μάθη ὅτι ἡ ἴδια εἶχε συλλάβει, (ὁπότε) ἔπαυσε πιά νά κοιμᾶται μαζί της.
Διότι γιά νά ἐκπληρώση τήν ἐπιθυμία τῆς Σάρας κοιμήθηκε μ᾽ ἐκείνην (τήν ῎Αγαρ), γιά νά ἔχη ἡ (Σάρα) μικρή παρηγοριά ἀπ᾽ τήν ῎Αγαρ, μέχρις ὅτου ὁ Θεός τόν καταστήση μακάριο ἐξαιτίας τῆς κοιλίας της.
Καί εἶπε ἡ ῎Αγαρ: “Σύ εἶσαι ὁ Θεός τῶν ὁράσεων, ὁ ὁποῖος κατέρχεσαι γιά νά φανερωθῆς ἀληθινά σ᾽ αὐτούς πού σέ λατρεύουν”. Τοῦτο δέ τό προσέθεσε λέγοντας: “Εἶδα ὅραμα ἀφότου ἐπέβλεψες σ᾽ ἐμένα· διότι προηγουμένως τῆς φανερώθηκε ἄγγελος σιωπηλά γιά νά μή φοβηθῆ· ἐνῶ ὅπου μίλησε μ᾽ αὐτή, (αὐτή) εἶδε ὅραμα, δηλ. (τῆς φανερώθηκε) ὁ Θεός μέ μορφή ἀγγέλου. Γι᾽ αὐτό τό λόγο ὀνόμασε τό φρέαρ, φρέαρ τοῦ Ὁρῶντος, ὁ ὁποῖος δηλ. “ἐπέβλεψε ἐπ᾽ ἐμέ”.
5) Εἰσῆλθε, λοιπόν, ἡ ῎Αγαρ καί ζήτησε (ἄδεια) ἀπ᾽ τήν κυρία της, καί ἀφοῦ διηγήθηκε καί στούς δύο τήν ὅρασι πού εἶδε καί τί εἶπε ὁ ἄγγελος γιά τόν υἱό της, ὅτι δηλ. αὐτός θά κατοικήση στά σύνορα τῶν ἀδελφῶν του, μέ τήν ἀγγελία (αὐτή) πού ἔφερε στή Σάρα ἀφανίσθηκε ἡ θλῖψι πού εἶχε κυριεύσει τή Σάρα.“Γέννησε δέ ἡ ῎Αγαρ, καί ὁ ᾽Αβραάμ κάλεσε τό ὄνομα τοῦ υἱοῦ του ᾽Ισμαήλ”(Γεν 16, 15), ὅπως εἶχε μάθει ἀπ᾽ τήν ῎Αγαρ.
Τμῆμα ΙΔ´
1) “Ἀφοῦ δέ (ὁ ᾽Αβραάμ) ἔγινε ἐνενῆντα ἐννέα ἐτῶν, τοῦ φανερώθηκε ὁ Κύριος καί τοῦ εἶπε: Νά εἶσαι ἄψογος στή συνθήκη, πού θά συνάψω μαζί σου, καί θά σέ πληθύνω, καί θά σοῦ δώσω λαούς, δηλ. φυλές”(Γεν 17, 1-4). ᾽Αλλά τοῦτο ἐκπληρώθηκε ἐπιπλέον περί τῶν υἱῶν του ᾽Ησαῦ καί τῶν υἱῶν τῆς Χεττούρα καί τοῦ ᾽Ισμαήλ, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν λαοί. Καί ἀπό ἐσένα θά ἐξέλθουν βασιλιάδες, ἀπ᾽ τόν οἶκο τοῦ ᾽Ιοῦδα καί τοῦ ᾽Εφραίμ καί τῶν ᾽Εδωμαίων. Διότι αὐτή εἶναι ἡ διαθήκη μου, νά περιτέμνης κάθε ἀρσενικό, “τή σάρκα τῆς ἀκροβυστίας σας”(Γεν 17, 10).
2) “Καί εἶπε ὁ Θεός στόν ᾽Αβραάμ: Θά σοῦ δώσω υἱό ἀπ᾽ τή Σάρα καί θά τόν εὐλογήσω καί θά γίνη (πολλαπλασιασθῆ) σέ ἔθνη. Κι ἔπεσε (ὁ ᾽Αβραάμ) μέ τό πρόσωπο στό ἔδαφος καί γέλασε καί εἶπε μέ τήν καρδιά του: Μήπως ἀπό ἑκατονταετῆ θά γεννηθῆ υἱός, ἤ ἡ ἐννενηκονταετής Σάρα θά γεννήση; Καί εἶπε: Εἴθε ὁ ᾽Ισμαήλ νά ζήση ἐνώπιόν σου”(Γεν 17, 15-18).
῞Ομως, κάθε ἄλλο παρά ἀπό ἀμφιβολία γέλασε, ἀλλά οἱ λόγοι του δείχνουν τήν ἀγάπη του πρός τόν ᾽Ισμαήλ. Διότι, ὅταν ἐπί εἴκοσι πέντε ἔτη (ὁ Θεός) τόν εἶχε κρατήσει μετέωρο μ᾽ αὐτή τήν ἐλπίδα, ἐκεῖνος φανέρωσε τήν πίστι του σ᾽ αὐτά, μέ ὅλα ὅσα τοῦ συνέβησαν·
ὁσάκις δηλ. πάλευε κατά τῆς στειρότητος φανέρωνε τό θρίαμβο τῆς πίστεώς του· ὅταν δέ στή στειρότητα προστέθηκε καί τό γῆρας, γέλασε μέσα ἀπ᾽ τήν καρδιά του, δηλ. θαύμασε πῶς ὁ Κύριός του θά τοῦ ἐκπληρώση αὐτά τά δύο. Γι᾽ αὐτά τοῦ εἶπε (ὁ Θεός):“εἶναι ἀλήθεια, ἡ σύζυγός σου ἡ Σάρα θά σοῦ γεννήση υἱό, οὔτε δοκιμάζοντάς σε διερευνῶ, ἐάν δηλ. ἐξακολουθῆς νά πιστεύης ἀκόμα σ᾽ αὐτό πού δέν σοῦ πραγματοποίησα (ἀλλ᾽ ἁπλῶς σοῦ ὑποσχέθηκα), καί γιά τόν ᾽Ισμαήλ σέ εἰσάκουσα. ᾽Ιδού θά τόν εὐλογήσω καί θά τόν πληθύνω”(Γεν 17, 19-20).
3) ῎Αν, ὅμως, εἶχε (ὁ ᾽Αβραάμ) κάποια ἀμφιβολία, ὁ Θεός κάθε ἄλλο παρά θά τοῦ εἶχε ὁρκισθῆ διά τῆς ἀληθείας Του, οὔτε γιά τόν ᾽Ισμαήλ θά τόν εἶχε εἰσακούσει καί οὔτε θά τοῦ εἶχε ἀναγγείλη ὅτι κατά τό ἑπόμενο ἔτος θά γεννήση υἱό, (ἀντίθετα) θά τόν εἶχε ἐπιπλήξη κι ἐπιτιμήση. ῞Ο,τι δέ εἶπε γιά τόν ᾽Ισμαήλ ὅτι θά γεννήση δώδεκα μεγιστάνες, ἀντί τοῦ ὑπολογισμοῦ ὅτι ἔγινε (ὁ ᾽Ισμαήλ) εἰς δώδεκα στίφη, ὅπως ὁ ᾽Ιακώβ, ὁ ὁποῖος ἔγινε σέ δώδεκα φυλές. Αὐτή, λοιπόν, τήν ἡμέρα ὁ ᾽Αβραάμ περιέτμησε τόν ἑαυτό του καί τόν ᾽Ισμαήλ, τόν υἱό του καί ὅλη τήν οἰκογένειά του (Γεν 17, 23). ᾽Επειδή, λοιπόν, ὁ Δωρητής (Θεός) εἶχε αὐτοδεσμευθῆ, τήν ἑπόμενη χρονιά, συλλογιζόταν (ὁ ᾽Αβραάμ) προσφέροντας δῶρο (στό Θεό): ῞Οταν ἡ κλειστή μήτρα τῆς Σάρας εὐλογηθῆ καί ἀνοιχθῆ, αὐτό θά γίνη μέ ἀποκάλυψι (ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ), ἤ χωρίς ἀποκάλυψι; “Κι ἐνῶ αὐτός συλλογιζόταν αὐτά, ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος στόν ᾽Αβραάμ, πού καθόταν κοντά στήν εἴσοδο τῆς σκηνῆς του κατά τή διάρκεια τοῦ καύσωνος τῆς ἡμέρας”(Γεν 18, 1).
᾽Ενῶ, ὅμως, ἤθελε νά γεμίση τά μάτια τῆς ψυχῆς του μ᾽ (αὐτή) τήν ἀποκάλυψι, ὁ Θεός ἐξαφανίσθηκε ἀπό μπροστά του.
4) Κι ἐνῶ συλλογιζόταν ὁ ᾽Αβραάμ γιά ποιό σκοπό τοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ (ὁ Κύριος) κι ἐξαφανίσθηκε χωρίς νά τοῦ μιλήση τοῦ ἴδιου (τοῦ ᾽Αβραάμ), εἶδε τρεῖς ἄνδρες νά στέκωνται κοντά του: ἄφησε τό διαλογισμό του καί προσέτρεξε νά τούς προϋπαντήση ἀπ᾽ τήν εἴσοδο τῆς σκηνῆς.
Τμῆμα ΙΕ´
1) ῞Οταν δέ (ὁ ᾽Αβραάμ) κατευθυνόταν ἀπ᾽ τή σκηνή πρός ἐκείνους, γιά νά τούς ὑποδεχθῆ ὡς φιλοξενουμένους μέ ἀγάπη, ἔτρεχε γρήγορα. ᾽Επειδή μέ τήν ταχύτητα πού ἔτρεξε πρός προϋπάντησι τῶν ξένων, δοκιμάσθηκε ἡ ἀγάπη του πρός αὐτούς, ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος τήν ἴδια ὥρα τοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ κοντά στήν εἴσοδο τῆς σκηνῆς, τοῦ φανερώθηκε καθαρά στό πρόσωπο ἑνός ἀπ᾽ τούς τρεῖς (ἄνδρες). “῎Επεσε, λοιπόν, ὁ ᾽Αβραάμ καί προσκύνησε”(Γεν 18, 2), ζητῶντας ἀπό ᾽Εκεῖνον, μέσα στόν ὁποῖο κατοικεῖ ἡ μεγαλειότητα, νά καταδεχθῆ νά μπῆ στήν κατοικία του καί νά εὐλογήση τή σκηνή του. ῎Αν βρῆκα χάρι στούς ὀφθαλμούς σου, μήν προσπεράσης τό δοῦλο σου. Καί δέν τοῦ ἔφερε δυσκολίες (ὁ Κύριος), διότι (τοῦ) εἶπε: “῎Ετσι νά κάνης, ὅπως εἶπες. ῎Εσπευσε δέ ὁ ᾽Αβραάμ στή Σάρα, γιά νά κάνη (αὐτή) τρία μέτρα σεμιδάλεως (ψωμιά). Ὁ ἴδιος ἔτρεξε πρός τήν ἀγέλη γιά νά φέρη ἕνα τρυφερό μοσχαράκι”(Γεν 18, 6-7).
2) Προσέφερε ὁ ᾽Αβραάμ ἄρτο καί κρέας ἄφθονα, κάθε ἄλλο βέβαια παρά γιά νά κάνη τούς ἀγγέλους νά χορτάσουν, ἀλλά γιά νά διανείμη τήν εὐλογία σέ ὅλους τούς οἰκιακούς του. ᾽Αφοῦ δέ νίφθηκαν (οἱ ξένοι) καί κάθησαν κάτω ἀπ᾽ τό δένδρο, ὁ ᾽Αβραάμ τούς προσέφερε ὅ,τι εἶχε προετοιμάσει. Ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν τόλμησε νά ἀνακλιθῆ μαζί τους, ἀλλά στεκόταν δίπλα τους σάν ὑπηρέτης. ᾽Αφοῦ ἔφαγαν, ζήτησαν τή Σάρα. ᾽Εκείνη, ὅμως, ἡ ὁποία ἀκόμα καί στά γηρατειά της τηροῦσε σεμνότητα, ἀπ᾽ τόν ἐσωτερικό θάλαμο βγῆκε πρός τή θύρα. ᾽Απ᾽ τήν ταχύτητα δέ τοῦ ᾽Αβραάμ, καί ἀπ᾽ τή σιωπή πού μέ νεῦμα του πέτυχε ἀπ᾽ ὅλους καταλάβαν οἱ οἰκιακοί του ὅτι δέν ἦταν ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού (ἔγιναν) σάν ἄνθρωποι πρός χάριν τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καί οἱ ὁποῖοι πρότειναν τά πόδια τους πρός νίψι.
3) Εἶπε δέ ὁ Κύριος στή Σάρα: “Αὐτό τό χρόνο θά ἐπιστρέψω σ᾽ ἐσένα. Καί ἡ Σάρα θά ἔχη υἱό. Ἡ Σάρα, ὅμως, ἐνῶ ἀκόμη στεκόταν ὁ ᾽Αβραάμ πίσω της γιά νά τή στηρίξη, γέλασε μέ τήν καρδιά της καί εἶπε: “Μήπως ἀφοῦ ἔφθασα στά γηρατειά θά μοῦ ἔλθη ἡ νεανικότητα, καί (ἀφοῦ) ὁ κύριός μου γέρασε;”(Γεν 18, 12).
Σ᾽ ἐκείνη δέ, πού ἄν εἶχε ζητήση θά τῆς εἶχε δοθῆ σημεῖο —πρῶτον ἐπειδή ἦταν στεῖρα γυναῖκα καί γριά, δεύτερον ἐπειδή δέν ἔγινε κάτι, οὕτως ὥστε βλέποντάς το ἤ ἀκούοντάς το νά πιστεύη— σ᾽ ἐκείνη, λοιπόν, ἡ ὁποία δέν ζήτησε σημεῖο, δόθηκε σημεῖο ἀπ᾽ αὐτή τήν ἴδια καί σ᾽ αὐτή τήν ἴδια.
Καί εἶπε: “Γιατί γέλασε ἡ Σάρα, λέγοντας: ἄραγε ἐγώ ἡ ὁποία γέρασα θά γεννήσω;”
Ἡ Σάρα δέ, ἡ ὁποία ὄφειλε νά δεχθῆ τό σημεῖο πού τῆς δόθηκε μέσα της ἔσπευσε ψευδῶς νά ἑρμηνεύση ὡς ψευδές τό ἀληθές σημεῖο, πού τῆς δόθηκε. Καί μολονότι δέ αὐτή ἀπό φόβο ἀρνήθηκε, ὁ ἄγγελος —γιά νά δηλώση ὅτι αὐτός δέν θεωρῆ πρόφασι τό ψεῦδος— τῆς εἶπε: “᾽Αλλά γέλασες μέσα στήν καρδιά σου, καί ἰδού ἀκόμα καί ἡ καρδιά σου διαψεύδει τή ματαιολογία τῆς γλώσσας σου”.
Τμῆμα ΙΣΤ´
1. Ἀφοῦ ὑποσχέθηκαν στή Σάρα καρπό, “σηκώθηκαν καί προσανατολίσθηκαν πρός τά Σόδομα”(Γεν 18, 16), καί παρόλο πού δέν φανερώθηκε στή Σάρα ἡ ἀναχώρησί τουςς γιά τά Σόδομα, ἀπό φόβου μήπως τήν ἴδια ἡμέρα πού τήν χαροποίησαν μέ τήν ὑπόσχεσι γιά τό μέλλοντα υἱό της, ἀπό θλῖψι κατατρύχεται ἐξαιτίας τοῦ ἀδελφοῦ της, λόγῳ τῆς ἀποφάσεως ὀργῆς πού πάρθηκε κατά τῶν Σοδόμων καί τῶν συμμάχων τους.
᾽Απέκρυψαν, λοιπόν, ἀπ᾽ τή Σάρα, γιά νά μήν περιπέση σέ ἀτέρμονη θλῖψι, φανέρωσαν δέ στόν ᾽Αβραάμ, γιά νά μή σταματήση νά προσεύχεται καί γιά νά διακηρύττη στόν κόσμο, ὅτι ἀπ᾽ αὐτή τήν ἴδια (πολιτεία) τῶν Σοδόμων, δέν βρέθηκε κανένας δίκαιος, πού γιά χάρι τοῦ ὁποίου νά σωθῆ ἡ πολιτεία.
“Ἡ κραυγή”, λέει, “τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας πληθύνθηκε καί οἱ ἁμαρτίες τους ἐπιδεινώθηκαν στό ἔπακρον”(Γεν 18, 20).
Ἡ ἐν λόγῳ κραυγή ἐκτίθεται μέ τίς παρακάτω ἀναφερόμενες ἁμαρτίες. Κι αὐτό τό “Κατέβηκα γιά νά δῶ τί ἀπ᾽ τά δύο (συμβαίνει), ἐκτέλεσαν ναί ἤ ὄχι μέ πράξεις αὐτά πού λέει ἡ κραυγή πού ἔφθασε στ᾽ αὐτιά μου;”. ᾽Εάν, ὅμως, γνωρίζω, —δέν λέχθηκε σάν νά ἀγνοοῦσε (ὁ Θεός)—, ὅτι ἐκεῖνοι ἁμάρτησαν· τό εἶπε αὐτός, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶπε ὅτι τά ἁμαρτήματα ἐπιδεινώθηκαν στό ἔπακρο. Τά λόγια δέ αὐτά προσφέρουν παράδειγμα στούς δικαστές, γιά νά μήν κρίνουν βέβαια προτοῦ ἀκούσουν. Διότι καί ἄν ἐκεῖνος, πού γνωρίζει τά πάντα, παραιτήθηκε ἀπ᾽ τή γνῶσι του, γιά νά μή λάβη ἐκδίκησι πρό τῆς κρίσεως, πόσο μᾶλλον ἁρμόζει οἱ δικαστές, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν νά παραιτοῦνται ἀπ᾽ τήν ἄγνοιά τους, καί νά μήν ἐκφέρουν κρίσι, προτοῦ ἀκουσθῆ ἡ αἰτία.
2. Ἀναχώρησαν δέ οἱ δύο ἄγγελοι πρός Σόδομα κατευθυνόμενοι πρός τίς πύλες τῆς πόλεως “ὅπου καθόταν ὁ Λώτ”, γιά νά ὑποδέχεται τούς ξένους του καθώς εἰσέρχονταν ἐκεῖ. “Σηκώθηκε δέ ὁ Λώτ καί ἔσπευσε νά τούς προϋπαντήση”, γιά νά τούς φιλοξενήση. ᾽Ενῶ, ὅμως, τούς πλησίαζε, τοῦ φάνηκε σέ δύο μορφές ἡ ὅρασι, πού εἶχε δεῖ ὁ ᾽Αβραάμ σέ τρεῖς μορφές: “Καί προσκύνησε”, λέει, “γέρνωντας μέχρι τό ἔδαφος ὁ Λώτ”(Γεν 19, 1).
᾽Αλλά φάνηκε καί στούς ἴδιους τούς Σοδομῖτες, διότι εἰπώθηκε: “Κατέβηκα γιά νά δῶ”, μέ λαμπρή μορφή φάνηκαν οἱ ἄγγελοι. Διότι τό “Κατέβηκα γιά νά δῶ”, εἶναι τό ἑξῆς, Κατέβηκα γιά νά τούς δοκιμάσω. Διότι, ἄν μετά ἀπ᾽ αὐτή τήν ὅρασι, τήν ὁποία εἶδαν δέν ἦταν (σάν λυσσῶντες), ἀκόμη κι ἄν δέν θά εἶχε ὑπάρξει ἄφεσι τῶν προηγουμένων παραπτωμάτων τους, ὅμως οὔτε ἐπιπλέον θά εἶχαν εἰσπράξει τή δικαστική ἀπόφασι, πού ἔλαβαν.
3. Ὁ Λώτ, λοιπόν, τούς εἰσήγαγε βιαστικά, πρίν συγκεντρωθοῦν οἱ Σοδομῖτες καί τούς ἐνοχλήσουν· καί οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι καθυστέρησαν μέ τό πρόσχημα νά ἔλθουν νά τούς ἐξετάσουν οἱ Σοδομῖτες. Διότι οἱ ἄγγελοι ἐκούσια δέχθηκαν (τή φιλοξενία) τοῦ ᾽Αβραάμ, τόν ὁποῖο δέν τόν ἔκριναν βέβαια, διότι αὐτοί εἶχαν κατεβεῖ, γιά νά τοῦ προσφέρουν ἀνταμοιβή, διότι τόν ἐπιδοκίμασαν. Σχετικά, ὅμως, μέ τούς Σοδομῖτες, ἐπειδή οἱ ἄγγελοι εἶχαν κατεβεῖ πρός κρίσι τῶν Σοδομιτῶν, λένε στόν Λώτ, ὁ ὁποῖος τούς καλοῦσε νά εἰσέλθουν (στό σπίτι του), “Μέ κανένα τρόπο, ἀλλά θά διανυκτερεύσουμε ἐδῶ στήν ἀγορά”.
4. Ἐπειδή δέ ἐκεῖνος τούς καλοῦσε μέ ὑπερβολική ἐπιμονή, εἰσῆλθαν... καί ἔφαγαν.
᾽Αφετέρου, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν κοιμοῦνταν ἀκόμη, περικύκλωσαν οἱ Σοδομῖτες τήν οἰκία, λέγοντας στό Λώτ, “Βγάλε τους ἔξω γιά χατίρι δικό μας, τούς ἄνδρες πού μπῆκαν σπίτι σου τή νύκτα, γιά νά συνουσιασθοῦμε μαζί τους”(Γεν 19, 3-5).
Νά παρατηρήσης δέ, ὅτι ἐκεῖνοι (οἱ ἄγγελοι) κατά τή νύκτα, ἡ ὁποία καί τούς ἀπέκρυπτε τήν ὄψι, μπῆκαν, κι ὄχι μέ τό φῶς (τῆς ἡμέρας), τό ὁποῖο θά εἶχε φανερώσει τήν ὡραιότητά τους, ἀλλά εἶχαν ἁπλώσει κάτι σάν παραπέτασμα πάνω στό πρόσωπό τους, καθώς τό σκότος περιέβαλλε τήν ὄψι τους.
῎Αν καί οἱ ἴδιοι τή νύκτα εἰσῆλθαν, γιά νά γίνη ἐλαφρότερη ἡ δοκιμασία στό δοκιμαζόμενο λόγῳ τῆς ἀορασίας τους, ὅμως οἱ Σοδομῖτες καμμία βοήθεια δέν πῆραν ἀπ᾽ αὐτό (τό γεγονός), ἐπειδή ἦταν ἕτοιμοι πρός ἀδικία καί κατά τήν ἡμέρα καί κατά τή νύκτα ἀκόμη.
5. Ἀφοῦ δέ ὁ Λώτ παρακάλεσε τούς Σοδομῖτες καί αὐτοί δέν συμφώνησαν, καί (ἀφοῦ) τούς ὑποσχέθηκε τίς δύο θυγατέρες του καί οὔτε αὐτό τό δέχθηκαν, ἀλλ᾽ ἀπείλησαν, “ὅτι θά πλήξουν μᾶλλον αὐτόν (τό Λώτ) παρά ἐκείνους (τούς ἀγγέλους), καί ἐνῶ ἤδη κόντευε ἡ στιγμή, γιά νά θραύσουν ἀκόμη καί τίς θύρες (του), τότε οἱ ἄνδρες εἰσήγαγαν τό Λώτ κοντά τους καί οἱ Σοδομῖτες, οἱ ὁποῖοι ἦταν μπροστά στή θύρα, ἐπλήγησαν μέ παραισθήσεις”. Δέν διορθώθηκαν, ὅμως, μ᾽ αὐτό (πού ἔπαθαν), καί μετά ἀπ᾽ αὐτό προσπαθοῦσαν νά βροῦν τίς θύρες.
Εἶπαν δέ οἱ ἄνδρες στό Λώτ, Τούς γαμπρούς σου καί τούς υἱούς σου καί τίς θυγατέρες σου καί ὅ,τι ἔχεις βγάλε τους ἔξω ἀπ᾽ αὐτό τόν τόπο, ἐπειδή θά τόν καταστρέψουμε”(Γεν 19, 12-13). ᾽Ονομάζει δέ τούς γαμπρούς του υἱούς, διότι (ὡς) υἱούς σχεδίαζε νά τούς εἰσαγάγη πρός τίς θυγατέρες του.
6. Βγῆκε δέ ὁ Λώτ καί μίλησε στούς γαμπρούς του, καί, ἐνόσῳ ἦταν συγκεντρωμένοι οἱ Σοδομῖτες, δέν τόν εἶδαν οὔτε ὅταν ἐξερχέτον, οὔτε ὅταν, ἐπιστρέφοντας, εἰσερχόταν. ᾽Επειδή οἱ ἴδιοι οἱ γαμπροί τόν περιέπαιξαν, ἐπέστρεψε (ὁ Λώτ). “῎Επιασαν δέ οἱ ἄνδρες (ἄγγελοι) τό χέρι του καί τό χέρι τῆς συζύγου του καί τῶν δύο θυγατέρων του καί τούς ἔβγαλαν ἔξω· οὔτε πού τούς εἶδαν οἱ Σοδομῖτες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐξέρχονταν ὁμαδικῶς ἀνάμεσά τους”(Γεν 19, 16-17).
Οἱ γυναῖκες δέ, πού δέν δοκιμάσθηκαν μέσα στά Σόδομα, δοκιμάσθηκαν μέ τό νόμο, ὁ ὁποῖος κυρώθηκε σ᾽ αὐτές, ἐνῶ ἐξέρχονταν ἀπ᾽ τά Σόδομα.
Ὁ δέ Λώτ παρακάλεσε γιά τή σωτηρία τῆς (πόλεως) Σαάρ (Segor), γιά νά μπορέση νά εἰσέλθη ὁ Λώτ ἐκεῖ, διότι ἦταν πλησιέστατη. Καί τοῦ εἰπώθηκε, “᾽Ιδού, σοῦ δείχνω σεβασμό καί μ᾽ αὐτό τό λόγο, γιά νά μήν καταστραφῆ ἡ πόλι Σαάρ (Segor)”(Γεν 19, 21-22), ἡ ὁποία σοῦ παραχωρήθηκε γιά τό ὄνειδος (saara) τῶν θυγατέρων σου.
7. Ἀφοῦ δέ πρῶτα εἰσῆλθε ὁ Λώτ στήν (πόλι) Σαάρ, ἔβρεξε ὁ Κύριος πάνω στά Σόδομα θειάφι καί φωτιά ἐκ προσώπου τοῦ Κυρίου ἀπ᾽ τόν Οὐρανό, δηλ. ὁ ἄγγελος στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου εἶχε φανῆ ὁ Κύριος ἔκανε νά κατεβῆ ἐξ ἐνώπιον Κυρίου τοῦ ἐν οὐρανῷ κατά τῶν Σοδόμων θειάφι καί φωτιά. ῞Ομως ἡ σύζυγος τοῦ Λώτ περιφρόνησε τήν ἐντολή, πού σέ διάστημα ὥρας τῆς εἶχε δοθῆ γιά δοκιμασία, κι “ἔγινε στήλη ἅλατος” καί μέ τό πού ἔμεινε ἐκεῖ διπλασίασε τή δοκιμασία τοῦ Λώτ καί τῶν θυγατέρων του. ᾽Επιπλέον δέ ἀναδείχθηκαν νικητές μέ τό νά μήν παραβιάσουν τήν ἐντολή τοῦ ἀγγέλου.
8. Ἐπειδή, ὅμως, οἱ κόρες φοβοῦνταν νά κατοικήσουν πόλι πού ἐρημώθηκε στά ὀρεινά κι ἐπειδή νόμιζαν ὅτι ὅλη ἡ δημιουργία καταστράφηκε μέ πύρινο κατακλυσμό, ὅπως μέ ὑδάτινο κατακλυσμό ἡ γενεά τῶν Νοαχιτῶν, εἶπε ἡ μεγαλύτερη κόρη στή μικρότερη, “᾽Ιδού ὁ πατέρας μας γέρασε, καί δέν ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἄνδρας, γιά νά κοιμηθῆ μαζί μας. ῎Ας προσφέρουμε στόν πατέρα μας ὡς ποτό οἶνο καί ἄς κάνουμε νά προέλθουν ἀπ᾽ τόν πατέρα μας ἀπόγονοι”(Γεν 19, 31-32), καί θά προέλθη ἀπό ἐμᾶς ἕνας τρίτος κόσμος, ὅπως δεύτερος ἀπ᾽ τούς Νοαχίτες καί πρῶτος ἀπ᾽ τούς ᾽Αδάμ καί Εὔα. ῞Ομως, ἄν καί ἔπιναν οἶνο, ἐπειδή ὅ,τι (ἦταν) στή Σαάρ εἶχε ὑπολειφθῆ, γιά νά τό κληρονομήσουν αὐτοί, ἀλλά δέν ὑπῆρχε ἄνδρας στή Σαάρ· διότι ὅταν τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος, “῎Εστρεψα σ᾽ ἐσένα εὐμενές βλέμμα, γιά νά μήν ἀνατρέψω τήν πόλι”, τήν ἴδια στιγμή ἡ Σαάρ κατάπιε τούς κατοίκους της καί ἄφησε τίς κληρονομιές τους, γιά νά ἐξιλεώση ὑπέρ τῶν καταποθέντων ἀπ᾽ αὐτή κατοίκων της τό δίκαιο (Θεό), τόν ὁποῖο τά ἔργα τους εἶχαν ἐξοργίσει· καί γιά νά παρηγορῆ μέ τά ὑπολειφθέντα ὑπάρχοντά της, τό δίκαιο Λώτ, πού εἶχε χάσει ὅλα τά ὑπάρχοντά του στά Σόδομα.
9. Οἱ κόρες δέ προφασίσθηκαν (τά ἑξῆς): Φοβόμαστε νά κοιμηθοῦμε λόγῳ τῶν ἐφιαλτικῶν ὀνείρων. Διότι ἔρχεται (στόν ὕπνο μας) ἡ μητέρα μας σάν στήλη ἅλατος καί στέκεται μπροστά μας. Καί Σοδομῖτες βλέπουμε νά καίγωνται. ᾽Ακοῦμε τή φωνή τῶν γυναικῶν πού κραυγάζουν περιτριγυρισμένες ἀπ᾽ τό πῦρ, καί μᾶς ἐμφανίζονται παιδιά καταφαγομένα ἀπ᾽ τό πῦρ. Νά μήν κοιμᾶσαι, λοιπόν, γιά νά ἔχουν ἡσυχία οἱ θυγατέρες σου· καί μέ τόν εὑρεθέντα οἶκο ἄς φωτίζεται ἡ νύκτα ἡ ὁποία (ἔτσι) ἄς προστατεύεται ἀπ᾽ τόν τρόμο. ᾽Αφοῦ δέ οἱ θυγατέρες εἶδαν ὅτι ἀπ᾽ τό κρασί ὁ πατέρας τους ἔχασε τίς αἰσθήσεις του, καί ὅτι τά μέλη του τά διεπέρασε βαθύς ὕπνος, εἰσῆλθε ἡ μεγαλύτερη καί ὑπέκλεψε σπέρμα ἀπ᾽ τόν σπορέα, ἐνῶ αὐτός κοιμόταν, καί γι᾽ αὐτό δέν τό ἀντιλήφθηκε.
Ἡ μεγαλύτερη δέ θυγατέρα του, ἐπινοοῦσα ὅτι αὐτό ἔγινε τήν προηγούμενη ἡμέρα, εἰσήγαγε τήν ἀδελφή της, γιά νά γίνη κι ἐκείνη πρός καιρό νύμφη, καί γιά νά μείνη χήρα γιά πάντα.
10. “Ἀφοῦ συγκατατέθηκε δέ ἡ νεώτερη, κοιμήθηκε κι ἐκείνη καί μετά ἀπομακρύνθηκε καί δέν τήν ἀντιλήφθηκε ὁ Λώτ”(Γεν 19, 35).
Τότε, ἀφοῦ δηλ. ἔγινε γνωστή ἡ σύλληψι στά σπλάχνα τους, ἡ νεώτερη κατηγοροῦσε βαρειά τή μεγαλύτερη λέγοντας: “Καλύτερο θά ἦταν γιά ἐμᾶς νά ἤμαστε στεῖρες παρά ἐξαιτίας τῆς ἀνηθικότητός μας ἐπονείδιστες, κι ἄς ἐξακολουθούσαμε νά μένουμε μαζί μέ τόν πατέρα μας χωρίς ὑιούς, παρά νά εἶναι ὁ πατέρας μας μόνος χωρίς θυγατέρες. Γιατί ποιά συγγνώμη ἄραγε θά ζητήσουμε ἀπ᾽ αὐτόν, τήν ὥρα πού θά μᾶς κρίνη, καί τί ἀπάντησι νά δώσουμε τήν ὥρα πού θά μᾶς φονεύη;”.
Θά πῆ ὁ πατέρας μας: “Ποιός ἄραγε γνώρισε ἐδῶ πάνω στό βουνό τίς θυγατέρες, γιά τίς ὁποῖες εἶπα (ὅταν ἤμαστε) στά Σόδομα ὅτι δέν γνώρισαν ἄνδρα; Μήπως θά δικαιολογηθοῦμε ὅτι συλλάβαμε μέ τόν ἀέρα; Κι ὅταν ἤδη ὁ καιρός τοῦ τοκετοῦ μας πλησιάζη, τί θά πράξουμε;”.
11. Κι ἐνῶ αὐτές ἔκαναν τέτοιες σκέψεις ἀμηχανίας, τίς κάλεσε ὁ πατέρας τους καί εἶπε: “Συχνά μοῦ συμβαίνει ἀφότου κρυφοπαρατηρῶ τίς κοιλιές σας καί ἀπό ἡμέρα σέ ἡμέρα μοῦ ἑδραιώνετε τήν ἐναντίον σας ἄποψι γιά μοιχεία. Πέστε μου, λοιπόν, ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ σύλληψι στήν κοιλιά σας καί πότε καί ποῦ καί ἀπό ποιόν παρασυρθήκατε;
᾽Απάντησε ἡ μεγαλύτερη καί ἄρχισε νά λέη στόν πατέρα, “Οἱ μνηστῆρες μας ἀπείλησαν τή μητέρα μας νά σοῦ ἀποκρύψη τό ζήτημα καί νά μᾶς ἐπιδείξη σ᾽ ἐκείνους. Γιατί, ἄν ἡ φύσι μᾶς εἶχε κάνει συζύγους ἐκείνων, ἡ δική σου ἔλλειψι μᾶς ἔκανε ἀδελφές τῶν τέκνων μας σ᾽ αὐτούς.
᾽Εκεῖνοι δέ, ἀφοῦ σάν ἀδελφοί εἰσῆλθαν πρός ἐμᾶς, ἐπειδή γιά κάποια αἰτία ἡ μητέρα μας ἀναγκάσθηκε νά ἐξέλθη, σηκώθηκαν ἐναντίον μας καί μᾶς βίασαν σάν τύραννοι. ᾽Αμέσως δέ μόλις ἐπέστρεψε ἡ μητέρα μας καί μᾶς εἶδε, ἐκεῖνος, μαζί μέ τή μοιχεία τῶν ἀσελγῶν, τούς ἔδιωξε ἀμέσως ἀπ᾽ τό σπίτι. Ἡ δέ καρδιά μας ἐπαρηγορεῖτο λέγοντας: ῾ἐπειδή εἶναι μνηστῆρες σας καί ὄχι πόρνοι τό σπέρμα εἶναι δικῶν σας σπορέων, ὁ γόνος πού δεχθήκατε καί ἐπειδή μέ βία τό πάθατε᾽”.
12. Δέχθηκε δέ ὁ πατέρας τά ἐπιχειρήματά τους, γιατί αὐτά πού ἀνέφεραν (οἱ κόρες) ἦταν ἐλάχιστα (μπροστά στά ἔργα) τῶν Σοδομιτῶν· (διότι) αὐτοί καί μεταξύ τους καί πρός τούς ἀνωτέρους φύλακες (δηλ. τούς ἀγγέλους) ἐπιτέθηκαν· δέν ἦταν τόσο βαρύ, (τό) ἐάν σ᾽ ἐκεῖνες πού ἦταν μνηστές τους, πρίν τόν καιρό (τοῦ γάμου) βιαίως εἰσέβαλαν καί τίς διέφθειραν.
13. Γέννησε δέ ἡ μεγαλύτερη υἱό καί τόν ὀνόμασε Μωάβ· καί (μέ τόν πολλαπλασιασμό τῶν ἀπογόνων του) ἀνεδείχθη σέ λαό, γιά τό λόγο ὅτι ὑπῆρξε υἱός τοῦ Λώτ· “γέννησε καί ἡ μικρότερη υἱό καί τόν ὀνόμασε Υἱό τοῦ λαοῦ μου”(Γεν 19, 37-38) δηλ. γενεά τοῦ πατέρα μου, ἐπειδή προέρχεται ἀπ᾽ αὐτόν. ᾽Επειδή, ὅμως, καί οἱ δύο δόθηκαν στούς δύο διαφθορεῖς, οἱ δύο υἱοί τους ἀναδείχθηκαν σέ δύο λαούς· ἐπειδή, ὅμως, προσφέρθηκαν οἱ δύο (θυγατέρες) ἀντί τῶν ἀγγέλων (Γεν 19, 8) και στίς δύο συγχωρέθηκαν τά ἁμαρτήματά τους. Οἱ θυγατέρες, ὅμως, δέν συνευρέθηκαν πλέον μέ τόν Λώτ, ἐπειδή ἦταν πατέρας τους· οὔτε μέ ἄλλους συνευρέθηκαν, γιά τό λόγο ὅτι ὁ σύζυγος τῆς νεότητός τους ἦταν ἐν ζωῇ· ἀλλά ἀπό μόνες τους ἀποφάσισαν καί ἀπεῖχαν ἀπ᾽ ὁποιονδήποτε δεσμό ἀκόμη κι εὐπρεπῆ, ἐπειδή ἕνεκα πτώσεως εἶχαν κάνει κάτι ἀνάρμοστο, ἀλλά διά τῆς ὕστερης ἐντιμότητος, ἡ προηγούμενη πτῶσι ἐξαγνίσθηκε σέ μεγάλο βαθμό.


Το έργο θα δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου στην ιστοσελίδα
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου για εμπορικούς ή κερδοσκοπικούς σκοπούς. Τα δικαιώματα αυτά ανήκουν εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα κ.Χρίστο Βασιλειάδη.
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
23  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2011 


Read more:http://www.egolpion.net/efraim_genesis_14.el.aspx#ixzz2kmYGj1Rr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου