Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 16η]

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 16η]


Jacob Wrestling with the Angel (Rembrandt)
ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 
ΕΝΟΤΗΤΑ 16η

Τμῆμα ΚΗ´
Γέννησε δέ ἡ Λεία τόν Ρουβήν καί τόν Συμεών καί τόν Λευΐ καί τόν ᾽Ιούδα “καί ἔπαυσε νά γεννᾶ”(Γεν 29, 35). Ἡ Ραχήλ, ὅμως, (ἡ ὁποία ἦταν) στεῖρα, ἐπειδή ἄκουσε ἀπ᾽ τόν ᾽Ιακώβ ὅτι ὁ ᾽Αβραάμ προσευχήθηκε ὑπέρ τῆς στείρας Σάρας καί εἰσακούσθηκε καί ὅτι ὁ ᾽Ισαάκ ζήτησε ὑπέρ τῆς Ρεβέκκας, καί εἰσακούσθηκε, νόμισε ὅτι, ἐπειδή δέν εἶχε προσευχηθῆ ὁ ᾽Ιακώβ, γι᾽ αὐτό δέν ἄνοιξε ἡ κλειστή μήτρα της καί γι᾽ αὐτό ὀργισμένη τοῦ εἶπε κλαίγοντας: “Δός μου υἱούς, ἀλλοιῶς θά πεθάνω”. ᾽Επειδή δέ ὀργίσθηκε ὁ ᾽Ιακώβ ἐναντίον της γι᾽ αὐτό πού αὐτή εἶπε “Δός μου υἱούς” κι ἐπειδή δέν εἶπε αὐτή, “Προσευχήσου, γιά νά μοῦ δοθοῦν υἱοί”, τή δίδαξε ὡς ἑξῆς, “῎Αν καί οἱ πατέρες μου εἰσακούσθηκαν, ὅμως, ὁ ᾽Αβραάμ εἰσακούσθηκε μετά ἀπό ἑκατό ἔτη, καί ὁ ᾽Ισαάκ μετά ἀπό εἴκοσι”. Καί μόλις ἔμαθε ἀπ᾽ αὐτόν ὅτι θά τῆς εἶναι ἀναγκαία μακροχρόνια ὑπομονή, ἐπειδή καταλήφθηκε ἀπό μέγιστο ἄγχος, τοῦ εἶπε: “Κοιμήσου, λοιπόν, μέ τή θεραπαινίδα μου κι ἄς γεννήση πάνω στά γόνατά μου κι ἄς ἔχω παρηγοριά ἀπ᾽ αὐτή”(Γεν 30, 3).
῞Οταν δέ τῆς εἶχε δώσει ἀπάντησι, “ὁ ᾽Αβραάμ ἔλαβε τήν ῎Αγαρ κι ἔκανε τό θέλημα τῆς Σάρας, ἐπειδή τήν ἀγαποῦσε, σύ, ὅμως, δέν πείσθηκες ἀπό ἐμένα, διότι μέ μίσησες”, γιά νά μή τόν καταπονῆ καθημερινά, ζητώντας του υἱούς, δέχθηκε νά λάβη τήν ἀλλοεθνῆ ἐκεῖνος (ὁ ᾽Ιακώβ), ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποσταλῆ ἀπ᾽ τόν οἶκο τῶν πατέρων του, γιά νά λάβη τή θυγατέρα τοῦ Λάβαν· ἀλλά γιά νά κληρονομήσουν καί οἱ υἱοί τῶν θεραπαινίδων μαζί μέ τούς υἱούς τῶν ἐλευθέρων, ἔλαβε θεραπαινίδες καί ἐλεύθερες.
῎Ελαβε, λοιπόν, τήν Βαλάμ, ἡ ὁποία συνέλαβε κι ἔτεκε τόν Δάν καί τόν Νεφθαλείμ.
2. Πάλι ἡ Λεία βλέπωντας ὅτι εἶχε παύσει νά γεννᾶ, παρώθησε καί τόν ᾽Ιακώβ νά εἰσέλθη στή θεραπαινίδα της. ᾽Εκεῖνος δέ προσπαθώντας νά τήν πείση, “Σ᾽ ἐσένα”, λέει, “Εἶναι παρηγοριά, ἐπειδή ἔχεις υἱούς”· αὐτή δέ τοῦ εἶπε, “Δέν εἶναι δίκαιο νά ἐργάζεται ἡ θεραπαινίδα μου τήν ὑπηρεσία τῆς θεραπαινίδος πρός συντήρησι τοῦ ἑαυτοῦ της. ᾽Επειδή μ᾽ ἔκανες συνεγγυήτρια τῆς θεραπαινίδος τῆς Ραχήλ, κάνε καί τή Ραχήλ συνεγγυήτρια τῆς θεραπαινίδος μου”. Γιά νά μή λυπῆ, λοιπόν, τή Λεία, καί πρός ἄρσι τῆς διενέξεως μεταξύ τῶν δύο ἀδελφῶν, συγκατατέθηκε, χάριν τῆς οἰκιακῆς εἰρήνης καί κοιμήθηκε ὁ ᾽Ιακώβ καί μέ τή Ζελφάμ, ἡ ὁποία συνέλαβε καί γέννησε τόν Γάδ καί τόν ᾽Ασήρ.
3. Μετά ἀπ᾽ αὐτά βρῆκε ὁ Ρουβήν στόν ἀγρό μανδραγόρες, τούς ὁποίους προσέφερε στή Λεία. Οἱ μανδραγόρες, λένε, εἶναι φυτά πού βγάζουν καρπούς ὅμοιους μέ μῆλα, εὔοσμους καί φαγώσιμους.
Γιά ἐκείνους δέ τούς μανδραγόρες, ἀπό χαρά βασισμένη στήν πίστι, ἡ Λεία κοιμήθηκε ἐκείνη τή νύκτα μέ τόν ᾽Ιακώβ. Διότι γράφθηκε: “Εἰσάκουσε ὁ Θεός τή Λεία, πού συνέλαβε καί γέννησε τόν ᾽Ισάχαρ, καί εἶπε ἡ Λεία: ῾ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε τό μισθό μου, γιατί ἔδωσα στό σύζυγό μου τή θεραπαινίδα μου᾽”(Γεν 30, 17-18). ᾽Εάν, ὅμως, δέν εἶχε ληφθῆ ἡ Ζέλφα μέ θέλημα Θεοῦ, κανένα μισθό δέν θά ἔδινε ὁ Θεός στή Λεία ὡς ἀνταμοιβή γιά τή Ζέλφα.
Συνέλαβε δέ ἡ Λεία καί ἔτεκε τόν ᾽Ισσάχαρ καί τόν Ζαβουλών καί τήν ἀδελφή τους τή Δείνα.
Ὁ Θεός, ὅμως, δέν λησμόνησε καί τή Ραχήλ, ἡ ὁποία ἔτεκε τόν ᾽Ιωσήφ καί εἶπε: “Εἶμαι πληροφορημένη ὅτι ὁ Κύριος θά μοῦ προσθέση”(Γεν 30, 24) καί ὄχι ὁ σύζυγός μου.
ΤΜΗΜΑ ΚΘ´
1. “Ἀφοῦ γεννήθηκε ὁ ᾽Ιωσήφ, εἶπε ὁ Ἰακώβ στόν Λάβαν: Δῶσε μου τίς συζύγους μου καί τούς υἱούς μου, πού γιά χάρι τους σοῦ δούλευσα, γιά νά φύγω”(Γεν 30, 25-26). Ὁ δέ Λάβαν, ὄχι ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν ᾽Ιακώβ, ἀλλά τόν ἑαυτό του, εἶπε, “᾽Απ᾽ τήν πεῖρα ἔμαθα ὅτι ὁ Κύριος μέ εὐλόγησε ἕνεκά σου, ἀλλά νά καθορίσης σύ γιά τόν ἑαυτό σου τό μισθό σου καί θά σοῦ τόν δώσω”. Συγκατατέθηκε δέ ὁ ᾽Ιακώβ, ἐπειδή δέν τοῦ εἶχε ἀκόμη παραχωρήσει ὁ Θεός τήν ἄδεια ἀναχωρήσεως. Ὁ Θεός, πού εἶχε δεῖ τόν Λάβαν νά ἐξαπατᾶ μέ τό μισθό του ἐκεῖνον, στόν ὁποῖο (ὁ Θεός) εἶχε ὁρκισθῆ, “᾽Εγώ θά κατεβῶ μαζί σου καί θά σέ ἀνεβάσω στό ἑξῆς”, καί μέ τά κτήνη τοῦ ἴδιου τοῦ Λάβαν πλούτισε ὁ ᾽Ιακώβ, ὁ ὁποῖος καθόλου δέν εἶχε ζημιώσει τόν Λάβαν.
2. Ὁ ἴδιος ὁ Λάβαν ἔλαβε πεῖρα ὅτι μεταξύ τῶν κτηνῶν του, πολλαπλασιάζονταν πρόβατα στερούμενα κεράτων, εἴτε ὅτι τό μαλλί τους μαδιέται γιά νά διασκορπίζεται, γιά νά μάθη ὅτι ὁ Θεός εἶναι μαζί μέ τόν ᾽Ιακώβ καί γιά ν᾽ ἀπέχη ἀπ᾽ τό νά τόν κακοποιήση (ὁ Λάβαν). ᾽Επειδή, ὅμως, οἱ ἴδιοι οἱ υἱοί τοῦ Λάβαν, ὅπως ὁ Λάβαν, ἀδικοῦσαν τόν ᾽Ιακώβ κι ἔλεγαν γι᾽ αὐτόν, ὁ ὁποῖος τούς πλούτισε: “᾽Απ᾽ τήν περιουσία τοῦ πατέρα μας ἔγινε πλούσιος”. Καί ἐκεῖνος πού εἶχε πεῖ: “᾽Από πεῖρα ἔμαθα ὅτι μέ εὐλόγησε ὁ Κύριος κατά τό παράδειγμά σου”, ἄλλαξε στήν καρδιά καί στήν ὄψι ἔναντι τοῦ ᾽Ιακώβ καί γι᾽ αὐτό ὁ Θεός φανερώθηκε στόν ᾽Ιακώβ καί τοῦ εἶπε νά ἐπιστρέψη στόν οἶκο τοῦ πατέρα του, καί κάλεσε ὁ ᾽Ιακώβ τή Ραχήλ καί τή Λεία και εἶπε σ᾽ αὐτές: “Ὁ πατέρας, στόν ὁποῖο δούλευσα μέ ὅλες τίς δυνάμεις μου, ἄλλαξε τό μισθό μου σέ δέκα ἀμνούς καί δέν τόν ἄφησε ὁ Θεός νά μέ βλάπτη”(Γεν 31, 1), γιατί ὅλες οἱ ἀπάτες του στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του. Διότι, ὅταν μοῦ ὑποσχόταν ὅτι δικοί μου θά εἶναι οἱ ἀμνοί χωρίς κέρατα, διότι πίστευε ὅτι τά πρόβατα δέν θά γεννήσουν ἀμνούς χωρίς κέρατα, οἱ περισσότεροι ἀμνοί ἦταν χωρίς κέρατα, καί πάλι, ὅταν μοῦ ὑποσχόταν ὅτι δικά μου θά εἶναι τά διάστικτα, ἐπειδή νόμιζε ὅτι λίγα θά γεννηθοῦν διάστικτα, ὅλα τά κτήνη γεννοῦσαν διάστικους (ἀμνούς).
3. Καί τοῦ εἶπαν ἡ Ραχήλ καί ἡ Λεία, “Δέν ἔχουμε καμμία θέσι στό σπίτι τοῦ πατέρα μας”(Γεν 31, 14), ὁ ὁποῖος στούς υἱούς του δίνει ὁτιδήποτε ἔχει, “ὁ ὁποῖος μᾶς πούλησε καί καταβρόχθισε τήν ἀξία μας”, καταναλώνοντας (αὐτός) τίς δικές σου δυνάμεις, ἐπί δεκατέσσερα ἔτη, κατά τά ὁποῖα ἐργάσθηκες γιά χάρι μας. “᾽Αλλά νά κάνης ὅ,τι θά σοῦ πῆ ὁ Κύριος”, διότι ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμες νά πᾶμε μαζί σου, ὅταν ὁ Κύριος σέ ἀποστείλη.
4. Ὑπέκλεψε δέ ὁ ᾽Ιακώβ τήν καρδιά τοῦ Λάβαν καί ἡ Ραχήλ τούς θεούς του. Καί ἦλθαν στό ὄρος Γαλαάδ, καί ὁ Λάβαν τόν κατεδίωξε καί τόν ἀκολούθησε. Καί ὁ Κύριος φάνηκε στόν Λάβαν στόν ὕπνο του λέγοντάς του, “Πρόσεχε μή τυχόν πεῖς ὁτιδήποτε κατά τοῦ ᾽Ιακώβ”(Γεν 31, 24) ἀπό μεγάλο μέχρι ἐλάχιστο. Ὁ Λάβαν, ὅμως, δέν μπόρεσε νά κρύψη τή σκληρότητά του καί εἶπε, “῎Ας χαίρη τό χέρι μου νά σᾶς κακοποιήση, ὁ Θεός δέ τῶν πατέρων σου μέ ἐμπόδισε τό βράδυ... ἀλλά γιατί ἔκλεψες τούς θεούς μου μαζί καί τίς θυγατέρες μου καί ἔφυγες;”(Γεν 31, 29-30).
᾽Ορθῶς δέ ὁ ᾽Ιακώβ ἀγάπησε τή Ραχήλ, ἡ ὁποία ἀγάπησε τό Θεό του, καί καταφρόνησε τά εἴδωλα τοῦ πατέρα της· ὄχι δέ μόνο μέ τό νά τά κλέψη, ἐπιπλέον τά καταφρόνησε σάν ἄχρηστα ἀντικείμενα, ἀλλά ὡς ἕδρα τῶν ἐμμήνων τά ἔκανε τήν ἡμέρα πού ρωτήθηκε (γι᾽ αὐτά). Ὁ δέ Λάβαν δέν θεώρησε ἱκανοποιητικό νά παρακαλέση προηγουμένως τούς Θεούς του τό πρωΐ, μετά τή βραδινή ἐμφάνισι τοῦ Θεοῦ τῆς ἀληθείας σ᾽ αὐτόν, ἀλλά, ἐπιπλέον, ἐκεῖνο πού εἶχε πεῖ: “Μέ πλούτισες, ἐπειδή μέ εὐλόγησε ὁ Κύριος μετά τήν ἄφιξί σου”, τό ἀνέτρεψε λέγοντας, “Τά πρόβατα εἶναι δικά μου καί ὁτιδήποτε ἐδῶ διακρίνεις εἶναι δικό μου· ἔλα νά συνάψουμε συνθήκη καί ἄς ὑπάρχη μάρτυρας ἀνάμεσα σ᾽ ἐμένα καί σ᾽ ἐσένα”(Γεν 31, 43-44).
5. Διότι, καί ἐπειδή λοιδωροῦσαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὁ ᾽Ιακώβ πράγματι εἶπε, “Τόν κόπο μου καί τήν κούρασι τῶν χεριῶν μου”, πού ἀπό ἐσένα ἐξαπατήθηκα, “τά εἶδε ὁ Θεός”(Γεν 31, 42), καί ἐκ νέου σοῦ φανερώθηκε τό βράδυ· εἶπε δέ ὁ Λάβαν: “Τά πρόβατα, εἶναι δικά μου, καί ὁτιδήποτε διακρίνεις εἶναι δικό μου”, γι᾽ αὐτό λένε μερικοί “ἀφέθησαν ὅλα ὅσα ἔγιναν μέχρι αὐτή τή συνθήκη”.
“Καί ἔφερε ὁ ᾽Ιακώβ τό λίθο, τόν ὁποῖο ἔκανε ἀναμνηστική στήλη” καί ἔφερε ὁ καθένας τό λίθο του καί σχημάτισαν μεγάλο σωρό. “Γιά νά χρησιμεύση ὁ λίθος, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀπό πολλούς, μάρτυρας ὡς ἐκ στόματος πολλῶν ἐναντίον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος (τυχόν) μεταβάλει κάτι στή συνθήκη, πού συνάψαμε ἐνώπιον πολλῶν”. “᾽Ιδού, τέτοιος μάρτυρας εἶναι ὁ σωρός”, γιά τό ὅτι μαρτυροῦν ἐκεῖνοι πού τόν ἔκαναν: “Οὔτε ἐσύ, οὔτε ἔγώ θά μετατρέψουμε ὁτιδήποτε στή συνθήκη πού συνάψαμε, σχηματίζοντας αὐτό τό σωρό”.
6. Γιά νά εἶναι γνωστό ὅτι αὐτός ὁ σωρός ὑψώθηκε μόνο γιά νά μαρτυρᾶ ὅτι ἀπό τότε καί στό ἑξῆς κανείς δέν θά στρέφεται κατά τοῦ ἑταίρου του λέχθηκε, “Ὁρκίσθηκε ὁ ᾽Ιακώβ ἀπό σεβασμό πρός τόν πατέρα του ᾽Ισαάκ· καί ὁ Λάβαν εἶπε, ὁ Θεός ᾽Αβραάμ καί ὁ Θεός Ναχώρ θά κρίνουν ἀνάμεσα μας”(Γεν 31, 53).
Τμῆμα Λ´
1. Ἀφοῦ, ὅμως, χωρίσθηκαν ὁ ἕνας ἀπ᾽ τόν ἄλλο, ἄγγελοι Θεοῦ πλησίασαν τόν ᾽Ιακώβ γιά νά τόν πληροφορήσουν ἐπιπλέον, ἐπειδή: “ἐάν ὁ Λάβαν δέν εἶχε ὑπακούσει στό Θεό, πού τοῦ φανερώθηκε κατά τήν ἑσπέρα, ἐκεῖνος καί ὁποιοσδήποτε ἦταν μαζί του θά εἶχε φονευθῆ κατά τόν ὄρθρο ἀπ᾽ τά χέρια ἀγγέλων φυλάκων σου. Διότι ὅπως ὁ Θεός ἔδειξε στόν ᾽Ιακώβ, ἐνῶ αὐτός κατέβαινε, ἀγγέλους συνοδούς του, τοῦ ἔδειξε ἀγγέλους καί ἐνῶ αὐτός κατέβαινε, γιά νά τόν πληροφορήση ὅτι ὁ λόγος πού τοῦ εἶπε εἶναι ἀληθής: “᾽Εγώ μαζί σου θά κατεβῶ (σ᾽ ἐκεῖνο τόν τόπο) καί ἐγώ θά σέ ἀνεβάσω ἀπό ἐκεῖ”(Γεν 46, 4). (vice 28, 15).
Τοῦ ἐπιδείχθηκαν δέ τά στρατόπεδα τῶν ἀγγέλων, προκειμένου νά μή φοβᾶται τόν ᾽Ησαῦ, ἐπειδή οἱ συνοδοί ἐκείνου ἦταν περισσότεροι ἀπ᾽ τούς συνοδούς τοῦ ᾽Ησαῦ.
2. Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἔστειλε ἀπεσταλμένους στόν ᾽Ησαῦ, τόν ἀδελφό του, καί δικαιολόγησε τόν ἑαυτό του γιά τήν καθυστέρησί του. ᾽Ακούγοντας, ὅμως, ὅτι ἐκεῖνος ἐρχόταν μαζί μέ τετρακόσιους ἄνδρες πρός συνάντησί του, φοβήθηκε. Καί μολονότι παρακάλεσε τό Θεό νά θυμηθῆ τή συνθήκη, πού εἶχε συνάψει μαζί του ὅταν κατέβαινε, ὅμως ἀπέστειλε στόν ἀδελφό του προσφορά συμφιλιώσεως, γιά νά μή θυμηθῆ (ὁ ᾽Ησαῦ) τήν ἀδικία πού τοῦ ἔκανε τήν ἡμέρα πού ὁ ᾽Ιακώβ τοῦ ὑφάρπασε τίς εὐλογίες.
3. Κατά δέ τήν ἴδια αὐτή νύκτα τοῦ φανερώθηκε ἄγγελος καί μαζί του πάλαιψε, νίκησε δέ τόν ἄγγελο καί νικήθηκε ἀπ᾽ αὐτόν, γιά νά μαθαίνη πόσο ἦταν ἀδύναμος καί πόσο ἰσχυρός, ἀδύναμος ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου τό ἰσχίο ἔψαυσε ὁ ἄγγελος καί αὐτό ἐξαρθρώθηκε· ἰσχυρός δέ ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο ὁ ἄγγελος εἶπε, “῎Αφησέ με”. Καί γιά νά δείξη πόσο χρόνο (μεταξύ τους) πάλευαν, τοῦ εἶπε, “᾽Ιδού, ἤδη ἀνατέλλει ἡ αὐγή”(Γεν 32, 26). Ὁ δέ ᾽Ιακώβ ζήτησε νά εὐλογηθῆ ἀπ᾽ αὐτόν, γιά νά δηλώση ὅτι πάλαιψαν μεταξύ τους μέ ἀγάπη. Καί ὁ ἄγγελος ἐπιπλέον τόν εὐλόγησε, γιά νά δείξη ὅτι αὐτός δέν ὀργίσθηκε πού νικήθηκε ἀπό ἕνα γήινο.
4. Ὁ δέ Θεός ἐκπλήρωσε ὁτιδήποτε ὑποσχέθηκε στόν ᾽Ιακώβ. Διότι τόν πλούτισε —ὅπως τοῦ εἶχε πεῖ— καί κατέβηκε συνοδεύοντάς τον καί τόν ἀνέβασε, ὅπως τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ. Τόν ἐξάρπασε ἀκόμα ἀπ᾽ τόν Λάβαν καί τόν διαφύλαξε ἀπ᾽ τόν ἀδελφό του. Ὁ ᾽Ιακώβ δέ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ κατέβαινε, εἶχε ὑποσχεθῆ ἀφιέρωμα στό Θεό, σ᾽ αὐτό τόν τόπο νά Τοῦ δίνη δεκάτες, ὅπως εἶχε ὑποσχεθῆ, ἀπέστειλε ἀπό φόβο τά συλλεγέντα στόν ᾽Ησαῦ. Γι᾽ αὐτό τό λόγο ἐξαρθρώθηκε τό ἰσχύο του, ἐπειδή εἶχε μεταβάλει τήν ὑπόσχεσί του. Καί ἐκείνος πού τήν ἴδια αὐτή ὥρα εἶχε νικήσει τή δύναμι πύρινου ἀγγέλου, χωρίς νά πονᾶ, στεκόταν κουτσαίνοντας ἐνώπιον τοῦ ᾽Ησαῦ.
Τμῆμα ΛΑ´
Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἦλθαν καί κατασκήνωσαν πλησίον τοῦ Σιχέμ “καί ὁ Σιχέμ, υἱός τοῦ ᾽Εμμώρ, εἶδε τήν Δεῖνα, θυγατέρα τοῦ ᾽Ιακώβ καί τήν ἅρπαξε καί τή διέφθειρε”(Γεν 34)· καί ζήτησε ἀπ᾽ τούς υἱούς τοῦ ᾽Ιακώβ νά τούς τή δώσουν ὡς σύζυγο. Οἱ δέ υἱοί τοῦ ᾽Ιακώβ ἐξαπατώντας τους τούς ζήτησαν νά περιτμηθοῦν (οἱ υἱοί τοῦ Σιχέμ) καί μετά θά τούς τήν ἔδιναν. ᾽Εν ἀγνοίᾳ δέ τοῦ πατρός τους τούς ἐπιτέθηκαν, τήν ἡμέρα πού οἱ πόνοι ἐκείνων ἀπ᾽ τή χειρουργική ἐπέμβασι γιά τήν περιτομή τους ἦταν δριμύτεροι, καί φόνευσαν τούς ἀρσενικούς καί ὁδήγησαν τίς γυναῖκες τους αἰχμάλωτες καί λεηλάτησαν τά ἀγαθά τους.
Τμῆμα ΛΒ´
Μετά ἀπ᾽ αὐτά εἶπε ὁ Θεός στόν ᾽Ιακώβ, “Σήκω, ἀνέβα στή Βαιθήλ καί φτιάξε ἕνα βωμό πρός τιμή τοῦ Θεοῦ, πού σοῦ φανερώθηκε ὅταν ἔφευγες ἀπ᾽ τόν ἀδελφό σου”. Καί εἶπε ὁ ᾽Ιακώβ στούς υἱούς του, “Πετᾶξτε τούς ξένους θεούς”, πού ἁρπάξατε ἀπ᾽ τόν Σιχέμ ὅταν τόν λεηλατήσατε. “Καί τοῦ ἔφεραν εἴδωλα χωνευτά καί χρυσά σκουλαρίκια”, πού κρεμάσθηκαν στ᾽ αὐτιά τῶν εἰδώλων, καί “ἔσκαψαν καί τά ἔκρυψαν κάτω ἀπό μιά τερέβινθο”(Γεν 35, 1-4), γιά νά μή τυχόν γίνουν σκάνδαλο στούς ἀπογόνους τοῦ ᾽Ιακώβ. “Καί ἦλθε ὁ ᾽Ιακώβ στόν ᾽Ισαάκ, τόν πατέρα του... στή Χεβρών. Καί ὁ ᾽Ισαάκ πέθανε μετά εἴκοσι τρία χρόνια σέ ἡλικία ἑκατόν ὀγδόντα ἐτῶν. Καί ὁ ᾽Ιακώβ καί ὁ ᾽Ησαῦ, οἱ υἱοί του, τόν ἐνταφίασαν”(Γεν 35, 27-29).
Τμῆμα ΛΓ´
1. Καί ὁ ᾽Ιωσήφ μαζί μέ τούς υἱούς τῶν παλλακίδων ἔβοσκε τά πρόβατα καί ἀνέφερε στόν πατέρα τους τή φήμη τους, πού ἦταν ἡ χειρίστη”. Καί ἐπειδή φανέρωσε τίς πράξεις τους, “τόν μίσησαν”(Γεν 37, 4). Καί ὀνειρεύθηκε ὅτι βρισκόταν μπροστά ἀπ᾽ τή σπεῖρα καί ὅτι οἱ ἄλλοι ἕνδεκα, ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί οἱ ἀστέρες, τόν λάτρευαν. Κι ἐπιπλέον ἐξαιτίας τῶν ὀνείρων του τόν μισοῦσαν περισσότερο. Περιγέλασαν δέ τά ὄνειρά του καί εἶπαν, “Πῶς ἡ Ραχήλ, πού πέθανε, θά ἔλθη καί θά τόν προσκυνήση; ᾽Επειδή, ὅμως, λέχθηκε ὅτι ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναῖκα του ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, ὁ ᾽Ιακώβ, τόν ὁποῖο ὑποδηλώνει ὁ ἥλιος, ὅταν προσκύνησε τήν κεφαλή τοῦ σκήπτρου ἐκείνου, ἐν τῷ σκήπτρῳ προσκύνησε ἡ Ραχήλ, τήν ὁποία ὑποδηλώνει ἡ σελήνη, ἄν καί δέν προσκύνησε ἡ ἴδια ἐν ζωῇ (προσωπικῶς)”.
2. Ὁ δέ ᾽Ιακώβ τόν ἔστειλε στά κτήνη, γιά νά τοῦ ἀναφέρη (ὁ ᾽Ιωσήφ) τόν χαιρετισμό τῶν ἀδελφῶν του.
᾽Εκεῖνοι, ὅμως, μέσῳ τοῦ μολυσμένου ἀπό σφαγή χιτῶνος τοῦ ἔστειλαν ἀπαίσιο ἀγγελιαφόρο περί τοῦ ᾽Ιωσήφ. Καί χωρίς εὐσπλαχνία τόν ἔρριξαν σέ λάκκο τῆς ἐρήμου καί στήν οἰκία ἔκαναν ὅτι χύνουν δάκρυα γι᾽ αὐτόν. Τόν πούλησαν γυμνό σέ ῎Αραβες καί μέ κραυγή ἔκλαψαν γι᾽ αὐτόν μπροστά στά μάτια τῶν Χαναναίων. Καί τοῦ ἔβαλαν σιδερένια δεσμά στά χέρια καί στά πόδια καί τόν ἔστειλαν νά ὁδοιπορήση· καί συνέθεσαν θρήνους γι᾽ αὐτόν ἐν γῇ καλλιεργημένη (εἴτε, “ἐν εἰρήνῃ”).
Κατέβηκε δέ (ὁ ᾽Ιωσήφ) στήν Αἴγυπτο καί τόν πούλησαν καί μέσα σέ λίγες ἡμέρες ἄλλαξε δύο φορές ἀφέντη.
Τμῆμα ΛΔ´
1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά ὁ ᾽Ιούδας ἔλαβε σύζυγο καί ἀπ᾽ αὐτή γέννησε τόν ῎Ηρ, τόν Αὐνάν καί τόν Σηλά. Καί ὁ ῎Ηρ, ὁ πρωτότοκός του, πῆρε ὡς σύζυγο τή Θάμαρ (Γεν 38)· καί ἐπειδή ἦταν πονηρός (δηλ. ἄδικος), ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, (ὁ Θεός) τόν θανάτωσε. Πάλι, ὁ ἀδελφός του, ἄν καί ἔλαβε τή Θάμαρ ἐπειδή τήν ἀγαποῦσε, ὅμως ἀπ᾽ τό μῖσος του πρός τόν ἀδελφό του, δέν ἤθελε νά τεκνοποιήση γι᾽ αὐτόν.
᾽Εκ νέου, ἐπειδή (ὁ Θεός) τόν εἶχε φονεύσει ἐξαιτίας πονηροῦ τεχνάσματος, πού ἐπινόησε ὁ δεύτερος αὐτός, θεωρήθηκε ἡ Θάμαρ ὕποπτη ὅτι ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτημάτων της ὑπῆρξε (ἡ αἰτία) τοῦ θανάτου καί τῶν ἀνδρῶν της καί ὁ ᾽Ιούδας τήν ἔστειλε στόν οἶκο τοῦ πατέρα του, ἡ ὁποία ἀνέμενε νά μεγαλώση ὁ Σηλά, στόν ὁποῖο αὐτή ἐπρόκειτο νά δοθῆ.
2. Ἀφοῦ δέ (ὁ Σηλά) βρισκόταν σέ νεανική ἡλικία, καί ἐπειδή ὁ ᾽Ιούδας δέν εἶχε θελήσει νά ὁδηγήση αὐτή ἐκ νέου στόν οἶκο του, ἡ Θάμαρ σκεπτόταν: “Μέ ποιά ἄραγε συμφωνία νά γίνη γνωστό στούς ἴδιους τούς Ἑβραίους, ὅτι ἐγώ δέν ὀρέγομαι γάμο, ἀλλ᾽ ὅτι ἐπιθυμῶ τήν εὐλογία, πού τούς δόθηκε;”. Μέ τόν Σηλά βέβαια μπορῶ νά τό γνωστοποιήσω, ἀλλά ἐξαιτίας τοῦ πλούτου τοῦ Σηλά δέν μπορῶ νά κάνω νά θριαμβεύση ἡ πιστότητά μου. Μοῦ εἶναι, λοιπόν, ἀναγκαῖο νά τό γνωστοποιήσω μέ τόν ᾽Ιούδα, γιά νά κάνω, μέ τό θησαυρό πού θά κυοφορήσω, πλούσια τή φτώχεια μου καί γιά νά γνωσθῆ, διά τῆς χηρείας πού θά τηρήσω ὅτι δέν ἐπεθύμησα συζυγία.
3. Ἐπειδή, ὅμως, φοβόταν μήπως τυχόν (ὁ ᾽Ιούδας) γνωρίζοντάς τη, τή φόνευε, σέ ἀντεκδίκησι γιά τούς δυό του υἱούς, γιά τό θάνατο τῶν ὁποίων ἐθεωρεῖτο ὕποπτη, ζήτησε —ὅπως ὁ ᾽Ελιέζερ— σημεῖο καί εἶπε· ᾽Επειδή ἡ γνῶσι σου περί τοῦ ἔργου τῆς ἐπιθυμίας δέν μέ καταδικάζει —διότι γνωρίζει ὅτι ὀρέγομαι αὐτό πού στούς Ἑβραίους ἀποκρύπτεται— καί ἐπειδή ἀγνοῶ ἄν ἀπό ἐσένα ἔγινε ἤ ὄχι δεκτό, δός μου νά τοῦ φανῶ σάν ἄλλη, γιά νά μή μέ φονεύση καί νά βρεθῆ στό στόμα του πορνικός λόγος. Θά μοῦ εἶναι ἀρκετό (αὐτό τό σημεῖο), γιά νά γνωρίζω ὅτι σοῦ εἶναι ἀρεστό νά ἐκχύσης καί μέσῳ τῆς θυγατέρας τῶν ἀπεριτμήτων τόν θησαυρό πού εἶναι κρυμμένος μέσα στούς περιτμημένους. ῎Ας γίνη, λοιπόν, ὥστε τή στιγμή πού θά δῆ, νά μοῦ πῆ, Ἦλθα νά κοιμηθῶ μαζί σου.
4. Ἐκείνη δέ αὐτά ζητοῦσε ἀπ᾽ τό Θεό καί ἰδού, ὁ ᾽Ιούδας ἐξερχόμενος τήν εἶδε καί, παρά τή συνήθειά του, ἡ προσευχή τῆς Θάμαρ τόν ὁδήγησε σέ πορνεία. ῎Αν καί ἦταν, ἐκεῖνο τόν καιρό πού τόν εἶδε, συγκαλυμμένη (στό πρόσωπο) ἀπό φόβο, ἀλλά, ἀφοῦ τῆς ἀναγγέλθηκε (ἀπ᾽ αὐτόν) στό αὐτί της, ὁ λόγος τοῦ σημείου πού (αὐτή) εἶχε ζητήσει (ἀπ᾽ τό Θεό), κατάλαβε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός θέλει αὐτό πού αὐτή ἔκανε· ἔδειξε τήν ὄψι της, λοιπόν, ἀπό τότε καί μετά χωρίς φόβο ἔδειξε καί ζήτησε τήν ἀμοιβή της ἀπ᾽ τόν κύριο τοῦ θησαυροῦ.
5. Καί ἀφοῦ γύμνωσε τόν ἄνδρα ἀπ᾽ τό σκῆπτρο του καί ἀπ᾽ τό δακτυλίδι καί ἀπ᾽ τήν ὀθόνη, καί (τά) πῆρε σάν τρεῖς μάρτυρες, γιά νά μαρτυροῦν αὐτοί περί του Ἑνός ἐκ τῶν Τριῶν, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά μεταφερθῆ ἀπ᾽ αὐτή, τόν συνεζεύχθη κι ἐπέστρεψε στόν οἶκο τοῦ πατερά της.
Μετά ἀπό τρεῖς μῆνες, ὅμως, ἀκούσθηκε ἀπ᾽ τόν ᾽Ιούδα ὅτι ἡ Θάμαρ πόρνευσε, καί, ἰδού, συνέλαβε ἀπό πορνεία. ᾽Αφοῦ δέ ἔστειλε ἀνθρώπους του κι ἔμαθε ὅτι ἐκείνη δέν ἔχει καμμία δικαιολογία, διέταξε νά καῆ ἐκείνη. Μόλις, ὅμως, συγκεντρώθηκαν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως Χεβρών, ἀκολουθώντας τά ἴχνη ἐκείνης πού τήν ἐμφάνιζαν ὡς πυρπολητέα, πρότεινε (ἡ Θάμαρ) τούς μάρτυρές της καί μέσῳ τῶν συγγενῶν της ἔστειλε στόν πεθερό της προτείνοντας σ᾽ αὐτόν: “᾽Εγώ συνέλαβα ἀπ᾽ τόν ἄνδρα, στόν ὁποῖο ἀνήκουν αὐτά”. Καί ἀμέσως μόλις εἶδε ὁ ᾽Ιούδας τά δικά του τεκμήρια, θαύμασε τήν πιστότητα τῆς γυναικός, ἁπλώνοντας δέ τό χέρι του γιά νά τά πάρη πίσω, ὑπολόγιζε τό χρόνο πού τά εἶχε δώσει.
6. Εἶπε δέ: “Αὐτή εἶναι ἀθωότερη ἀπό ἐμένα”, διότι ἁμάρτησαν περισσότερο οἱ υἱοί μου· γι᾽ αὐτό δέν τήν παρέδωσα —ὅπως ἀπαιτοῦσε ἡ δικαιοσύνη— στόν Σιλά, τόν ὑιό μου, ἐξαιτίας καχυποψίας πού εἶχα καί τήν ἐμπόδισα ἀπ᾽ τόν Σηλά, τόν υἱό μου, αὐτή, πού τήν ἐξαίρεσα δόλια ἀπ᾽ τό γάμο, ἀποδείχθηκε ἀθώα στήν πορνεία της, καί αὐτή, τήν ὁποία ἀπέρριψε ἐξαιτίας τῶν δύο προηγουμένων υἱῶν του, τήν εἰσήγαγε ἐκ νέου ἐξαιτίας τῶν δύο μεταγενεστέρων υἱῶν του. Δέν συνευρέθη, ὅμως, μ᾽ αὐτή, ἡ ὁποία εἶχε ὑπάρξει σύζυγος τῶν δύο προτέρων υἱῶν του, οὔτε ἐπίσης ἔλαβε ἄλλη μετά ἀπ᾽ αὐτή, ἡ ὁποία ἦταν μητέρα τῶν δύο μεταγενεστέρων υἱῶν του.

Πηγή εικόναςεδώ

Το έργο θα δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου στην ιστοσελίδα
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου για εμπορικούς ή κερδοσκοπικούς σκοπούς. Τα δικαιώματα αυτά ανήκουν εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα κ.Χρίστο Βασιλειάδη.
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
27  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2011 


Read more:http://www.egolpion.net/efraim_genesis_16.el.aspx#ixzz2kmYt9Zij

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου