Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας 1998

ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας 1998

ΑΡΘΡΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ - ΟΓΔΟΟΝ

«Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ού της βασιλείας ουκ έσται τέλος».

«Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το εκ τού Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν διά των προφητών».


Το άρθρο αυτό αναφέρεται στα έσχατα. Εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας στη Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού, στην καθολική κρίση και ανταπόδοση και στην αιώνια θεία βασιλεία του.

             «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης».

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μέλλει να έλθει για δεύτερη φορά πάνω στη γη. Η έλευση αυτή θα συμπέσει με τη συντέλεια τού κόσμου. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε τώρα δεν πρόκειται να συνεχίσει να υπάρχει αιώνια με την παρούσα φυσική του κατάσταση και μορφή. «Παράγει το σχήμα τού κόσμου τούτου», λέγει η Γραφή. Δεν θα καταργηθεί φυσικά η ύπαρξή του, αλλά θα προσλάβει ένα καινούργιο σχήμα, θα λάβει μία νέα αλλιώτικη μορφή, που θα είναι σύμμορφη με την καθολική ανακαίνιση των πάντων, με τους «καινούς ουρανούς και την καινήν γην», που προσδοκάμε. Πώς θα γίνουν τα πράγματα αυτά φυσικά αγνοούμεν. Πιστεύουμε όμως ότι θα γίνουν με το ανακαινιστικό πυρ της θείας ενέργειας, γιατί αυτό μας αποκάλυψε ο αψευδής λόγος τού Θεού.
Η πρώτη έλευση τού Χριστού έγινε με τη θεία του ενανθρώπηση. Ήταν οικονομία ταπεινώσεως και θλίψεων, η κένωση τού Υιού τού Θεού, ο οποίος ήλθε στον κόσμο για να πάθει και με το μαρτυρικό του θάνατο να λυτρώσει τον άνθρωπον από την αμαρτία και τον αιώνιο πνευματικό θάνατο. Σε αντίθεση με αυτήν, η δεύτερη έλευση τού Κυρίου θα είναι κραταιά και ένδοξη. Ο Χριστός θα έλθει ως βασιλεύς κραταιός, «εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού», με σκοπό να κρίνει «ζώντας και νεκρούς», αποδίδοντας στον καθένα σύμφωνα με το περιεχόμενο τού επί γης βίου του.

Ο χρόνος της Δευτέρας Παρουσίας παραμένει άγνωστος. Όταν κάποτε οι μαθητές ρώτησαν το Διδάσκαλο για το θέμα αυτό, τους απάντησε ότι κανένας -ούτε και ο ίδιος- δεν γνωρίζει τον καιρό της Δευτέρας του Παρουσίας και της συντέλειας των πάντων. Τώρα, αν ήξερε ο Κύριος ή όχι το χρόνο της παρουσίας του ή απλώς διά λόγους, που ο ίδιος γνώριζε, δεν θέλησε να τον φανερώσει στους μαθητές, είναι άλλο ζήτημα. Βέβαια μία τέτοια παρασιώπηση τροχίζει την περιέργεια των πιστών, ως ένα δε σημείο δικαιολογημένα. Η σχολαστική όμως περιέργεια και η αναζήτηση ερμηνείας σε κάτι που κράτησε μυστικό ο Θεός, και παρακεκινδυνευμένο είναι και όχι πολύ εποικοδομητικό. Οπωσδήποτε κι αν μελετηθεί το θέμα, δεν παύει ν αποτελεί πρόβλημα θεολογικό.
Εν τούτοις ο Κύριος μας έδωσε σημεία προγνωστικά της Δευτέρας Παρουσίας του. Αυτά είναι· η έλευση τού Αντιχρίστου, ο οποίος, κινούμενος από το Σατανά, θα δώσει την τελευταία μάχη του κατά της βασιλείας τού Θεού στον κόσμο, θα διώξει την Εκκλησία και θα βασανίσει αμείλικτα τους δίκαιους, θα καθυποτάξει πολιτικά την οικουμένη και θ ανακηρύξει εαυτόν ψευτομεσσία και λυτρωτή τού κόσμου, απομιμούμενος το μεσσιανικό έργο τού Χριστού· θα βασιλεύσει δε επί 3 1/2 χρόνια, θα ερημώσει την πόλη την αγίαν (Ιερουσαλήμ) και τους χριστιανικούς ναούς, θα θανατώσει τους απεσταλμένους τού Θεού (Ενώχ και Ηλίαν) και σε ύστατο αγώνα του κατά τού εσφαγμένου Αρνίου (τού Χριστού) και των επουρανίων αγγελικών δυνάμεων θα συντριβεί ολοσχερώς και θα ριφθεί στη λίμνη τού πυρός την καιομένη. Κατά την περίοδο της τυραννίας τού Αντιχρίστου η Εκκλησία θ' αναδείξει τους λαμπρότερούς της μάρτυρες. Άλλο σημείο προγνωστικό είναι η κήρυξη τού Ευαγγελίου σε όλα τα μέρη της γης και η μεταστροφή των Ιουδαίων στην πίστη τού Χριστού (σε ομάδες άραγε ή ως έθνος ολόκληρο;). Τέλος θα σημειωθούν· η φοβερή αποστασία των εσχάτων, η έκπτωση τού κόσμου από τη θρησκευτικότητα και τους κανόνες της ηθικής, το άκρατο υλιστικό φρόνημα που θα κυριαρχήσει στις ψυχές των ανθρώπων, ο πολλαπλασιασμός των ψευτοπροφητών, κοινωνικές αναστατώσεις, πόλεμοι και εμφύλιοι σπαραγμοί, παράδοξα φαινόμενα φυσικά, θεομηνίες κ.τ.ό. Όταν αυτά αρχίσουν ν' αναφαίνονται, η Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού ως εκδικητού της αμαρτίας και κριτού των ανθρώπων, είναι εγγύς. Οι πιστοί πρέπει να βρίσκονται σε ετοιμότητα για να υποδεχτούν τη φοβερή δοκιμασία των εσχάτων.

           «Κρίναι ζώντας και νεκρούς».

Η Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού, παράλληλα με την τελειωτική συντριβή των σκοτεινών δυνάμεων της αμαρτίας που θα σφραγίσει την ιστορία τού κόσμου, θα έχει σαν κύριο στόχο της την καθολική κρίση των ανθρώπων ή, όπως λέγει το Σύμβολο, την κρίση ζώντων και νεκρών. Και ζώντες φυσικά θα είναι όσοι κατά την έλευση τού Κυρίου θα βρίσκονται ακόμη στη ζωή· νεκροί δε, όσοι πέθαναν από την αρχή τού κόσμου μέχρι των εσχάτων, και οι οποίοι θα κριθούν, αφού πρώτα εγερθούν εκ των μνημείων. Κανένας δεν θα μείνει έξω από τη δικαιοκρισία τού Υψίστου. Όλοι ανεξαίρετα οι άνθρωποι θα λογοδοτήσουν για τις πράξεις και το περιεχόμενο της ζωής τους. Με τρόπο πολύ παραστατικό και έντονα ανθρωπομορφικό η Γραφή μας ιστορεί το γεγονός της μελλούσης κρίσεως. Όταν έλθει ο Υιός τού ανθρώπου -λέγει- ντυμένος στην ουράνια δόξα του και θα τον συνοδεύουν όλοι του οι άγιοι άγγελοι, θα καθίσει σε θρόνο που θ' αστράφτει από δόξα, και θα συναχτούν μπροστά του όλα τα έθνη της γης. Τότε θα τους ξεχωρίσει, όπως ο ποιμένας ξεχωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια, και τα μεν πρόβατα (τους καλούς ανθρώπους) θα τους βάλει να σταθούν στα δεξιά του, ενώ τα ερίφια (τους κακούς) θα βάλει να σταθούν στ αριστερά του. Κι αφού κάνει το χωρισμό, θα βγάλει την ετυμηγορία του, υπενθυμίζοντας και στους δύο τη συμπεριφορά τους προς τους ανθρώπους τού πόνου και της δυστυχίας, δηλαδή την αγάπη και τη φροντίδα που έδειξαν οι καλοί γι αυτούς, και αντίθετα την αδιαφορία και την εγκατάλειψη που έδειξαν οι κακοί στην ανάγκη και τη δυστυχία τους. Η αναφορά στους φτωχούς και απόκληρους της ζωής έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί στο Πρόσωπό τους εικονίζεται ο ίδιος ο Χριστός. Οι πονεμένοι και οι καταφρονεμένοι είναι αδελφοί τού Χριστού, τού Θεού της οδύνης, τού πόνου και της καταφρονήσεως. Ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό περνά απαραίτητα από τους ανθρώπους που υποφέρουν στη ζωή, γιατί είναι αδελφοί Εκείνου, που πρώτος υπέφερε διά τη σωτηρία τού κόσμου. Πώς είναι δυνατόν -αλήθεια- να πλησιάσεις τον Χριστόν, αν προσπεράσεις αδιάφορος τους αδελφούς του; Η αδιαφορία γι αυτούς είναι αδιαφορία για το μεγάλο τους Αδελφό, όπως, αντίθετα, το ενδιαφέρον και η στοργή γι αυτούς αναφέρονται στον ίδιο τον Χριστό. Στο ερώτημα αυτό τού Θεανθρώπου θα προσκρούσουν τόσον οι δίκαιοι όσο και οι φαύλοι, διερωτώμενοι πότε τον είδαν σε μία τόσο δύσκολη ανάγκη, σε μία τόσο σκληρή στιγμή, και είτε τον διακόνησαν είτε τον εγκατέλειψαν αβοήθητον; Οι άδικοι όμως καμιά απολογία δεν θα μπορέσουν να προβάλουν στο δικαιοκρίτη, γιατί όποιος δεν αγαπά τον πλησίον στη διάσταση της διακονικής αγάπης δεν μπορεί να έχει αίσθηση Χριστού, είναι απόβλητος τού σώματος της κοινωνίας και της αγάπης. Η ετυμηγορία της κρίσεως θα είναι· αιώνια ζωή στη θεία βασιλεία διά τους διΚαιους και αιώνια κόλαση για τους σκληρούς και τους ανάλγητους αμαρτωλούς.

Η δυνατότητα της κρίσεως στηρίζεται σε δύο βασικές και θεμελιώδεις αρχές· στη θεία δικαιοσύνη και στη λογική φύση τού κρινομένου πλάσματος.
Η δικαιοσύνη πάνω στην οποία βασίζεται το αίτημα της κρίσεως είναι βασική ιδιότητα της φύσεως τού Θεού. Ο Θεός είναι δίκαιος. Είναι δε δίκαιος στο μέτρο που είναι άγιος. Αγιότητα και δικαιοσύνη πηγαίνουν μαζί, αχώριστα συνταιριασμένες. Ο Θεός καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με το κακό, την αμαρτία. Τά φαινόμενα αυτά είναι αποκυήματα τού ελεύθερου λογικού πλάσματος. Ο Θεός τα απεχθάνεται, ως καταστρατήγηση τού ηθικού νόμου και της ηθικής τάξεως, που ο ίδιος ενέσπειρε στον κόσμο. Ως άγιος δε, είναι και φρουρός της ηθικότητος αυτής και τιμωρός σε όσες περιπτώσεις ο άνθρωπος καταπατεί τον ηθικό νόμο που είναι δοσμένος στον κόσμο και απηχείται έμφυτα στη συνείδησή του.

Μερικοί σκοντάφτουν στο αίτημα αυτό. Τούς φαίνεται πολύ τραβηγμένο και σκληρό. Βλέπουν μονόπλευρα τον Θεόν ως άπειρη αγαθότητα και αγάπη, διερωτώμενοι· πώς ο αγαθός Θεός θα τιμωρήσει τόσο αδυσώπητα το πλάσμα του που έτυχε στην επίγεια ζωή του να παραστρατήσει και να παραβεί το νόμο του; Αυτό δεν έρχεται σε σύγκρουση με την άπειρη αγαθοσύνη του; Τα ερωτήματα αυτά ίσως να φαίνονται λογικοφανή στο λογοκρατούμενο άνθρωπο. Αλλοίμονο όμως αν αυτό που εκ πρώτης όψεως μας φαίνεται λογικοφανές το θέσουμε ως κριτήριο των καταστασεων τού Θεού και γενικότερα των ζητημάτων της πίστεως. Και στα προηγούμενα είχαμε την ευκαιρία να τονίσουμε, ότι τα δόγματα, δηλαδή οι αλήθειες που μας αποκάλυψε ο Θεός, είναι αλήθειες υπερφυσικές, οι οποίες υπερβαίνουν τη γνωστική μας κατάληψη και δεν μπορούν να μετρηθούν με τον πήχυ της αδύνατης και περιορισμένης φυσικοπνευματικής εμπειρίας μας· και ότι, αν υπάρχει τρόπος μιάς κάποιας προσεγγίσεως στο φύσει ανεξιχνίαστο και άρρητο, αυτό μόνο διά της πίστεως μπορεί να γίνει και τού χριστοποιημένου νου, όπως τον μεταρρυθμίζει η χαρισματική ενέργεια τού παναγίου Πνεύματος. Είναι δε καθ υπερβολήν άχαρο και επικίνδυνο το έργο να προσπαθεί ο άνθρωπος στην προκρούστεια κλίνη τού ορθού λόγου του να κόβει και να ράβει στα μέτρα του το ανέκφραστο μυστήριο τού Θεού, προσαρμόζοντάς το στις δικές του αρέσκειες και ευαισθησίες. Αυτή την τακτική άλλωστε ακολουθούσαν από πολύ παλαιά οι αιρετικοί, οι οποίοι κατά κανόνα κατέληγαν στην αποδιοργάνωση τού περιεχομένου της θείας αποκαλύψεως!

Αλλά και στο καθαρό θεολογικό πεδίο οι σκέψεις αυτές είναι πολύ επικίνδυνες, γιατί απειλούν να καταστρέψουν την έννοια τού Θεού. Στη φύση τού Θεού υπάρχει ένα πλέγμα ιδιοτήτων - ενεργειών που λειτουργούν απρόσκοπτα και αρμονικά, σαν εκδήλωση της άπειρης θείας βουλής στις πολυποίκιλες σχέσεις της με τα εξωτερικά δημιουργήματα. Ουδέποτε δε μία ιδιότητα στην απλή και ασύνθετη φύση τού Θεού υποκαθιστά ή καταργεί μίαν άλλην. Τούτο θα ανέτρεπε όχι μονάχα την ισορροπία δυνάμεων στον Θεόν, αλλά θα κατέλυε και την αληθινή ιδέα αυτού τούτου τού Θεού. Ο Θεός φυσικά είναι αγαθός. Είναι αγάπη άπειρη και αιώνια. Από την αγαπητική του ενέργεια προέρχονται όλα τα όντα, σ αυτήν συγκρατούνται και συνέχονται και απ αυτήν κατευθύνονται στο φυσικό τέλος της υπάρξεώς τους. Το λυτρωτικό δε σχέδιο της θείας οικονομίας, η ενανθρώπηση τού Θεού και η θέωση τού ανθρώπου είναι απόρροια της θείας χρηστότητος και ευδοκίας. Κανένας δεν αμφιβάλλει για τις μεγάλες αλήθειες αυτές. Είναι όμως ο Θεός μονάχα αγαθός; Όχι ασφαλώς. Είναι σε ίσο μέτρο και δίκαιος. Η δικαιοσύνη του δεν υπολείπεται της αγαθότητός του. Ούτε μπορεί να επισκιαστεί απ αυτήν, πολύ δε ολιγότερο να αδρανήσει ή και να καταργηθεί. Η δικαιοσύνη δεν είναι δευτερεύουσα αλλά κορυφαία ιδιότητα τού Θεού, η οποία είναι πάντοτε ενεργός στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων τού Θεού με τα φυσικά και τα λογικά του δημιουργήματα. Θα ήταν δε πολύ επικίνδυνο, παρασυρόμενοι από ένα χαλαρό συναισθηματισμό, να ελαχιστοποιήσουμε την ενέργεια της ιδιότητος αυτής, συγκρίνοντες τον άπειρο Θεό με τις δικές μας συναισθηματικές καταστάσεις και τις ποικίλες μεταπτώσεις τού ψυχικού κόσμου μας. Η Γραφή είναι κατηγορηματική, όταν λέγει· «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος!». Δηλαδή είναι φοβερό να βρεθεί κάποιος κάτω από το τιμωρό χέρι της θείας δικαιοσύνης, που εκφράζεται σε απόλυτο βαθμό, στο μέτρο που απόλυτη είναι κάθε ενέργεια της Τριαδικής Θεότητος. Φυσικά εμείς με το φτωχό μυαλό που διαθέτουμε αδυνατούμε να εννοήσουμε πώς μπορεί το σχετικό, πεπερασμένο και έγχρονο να συγχρονίζεται στα μέτρα της άπειρης ουσίας και ενέργειας τού Θεού. Αλλά μήπως μπορούμε να κατανοήσουμε και τον τρόπο με τον οποίο το άπειρο συγχρονίστηκε με το πεπερασμένο και έγχρονο στο εξωτερικό πεδίο της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας, στην ενανθρώπηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού; Ασφαλώς όχι. Επομένως αυτό που βαρύνει για μας δεν είναι αυτό που καταλαβαίνουμε ή όχι, αλλ αυτό που θέλει και ενεργεί ο Θεός, όπως αυτός μας το φανέρωσε με τον ερχομό του στον κόσμο. Τα υπόλοιπα είναι εκ τού πονηρού, χωρίς βέβαια ν αρνούμαστε -κάθε άλλο μάλιστα- τον καλοπροαίρετο προβληματισμό τού χριστιανού στα δύσκολα αυτά ζητήματα της πίστεώς του.

Από την πλευρά δε τού πλάσματος το αίτημα της κρίσεως απαιτεί η λογική φύση του. Ο άνθρωπος, ως εικόνα Θεού, είναι ον αυτοπροαίρετο και ελεύθερο. Έχει μέσα του τη δυνατότητα να αυτοδιορίζεται ελεύθερα. Ωστόσο δεν είναι ον απολελυμένο και άσχετο. Δεν είναι ον αυθύπαρκτο και αΐδιο, που να φέρει μέσα του το λόγο της υπάρξεώς του. Αυτό ισχύει μονάχα για τον άπειρο και ακατάσχετο Θεό. Ο άνθρωπος, ως δημιούργημα, είναι πεπερασμένος και εξαρτώμενος. Οι υπαρκτικές ρίζες του απλώνονται στο έδαφος της δημιουργικής θείας ενέργειας. Έξω από τον Θεό δεν έχει νόημα η ύπαρξή του. Επομένως ό,τι είναι, ό,τι έχει και ότι αντιπροσωπεύει στη ζωή του δεν μπορεί να νοηθεί έξω από το ποιητικό του αίτιο, που είναι η βούληση τού Θεού. Από την άποψη αυτή ο άνθρωπος είναι υπόλογος στον Πλάστη του για τις ηθικές του ενέργειες. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται ο λόγος της ηθικοπνευματικής του οντότητος και η αληθινή έννοια της ελευθερίας του. Ο άνθρωπος είναι πραγματικά ελεύθερος όχι όταν είναι αυθαίρετος, λέγει και αντιλέγει στο δημιουργό του, αλλ' όταν θεληματικά προσαρμόζει τη βούλησή του προς το θέλημα τού Θεού, γιατί τότε μόνο καταξιώνεται στην αλήθειά του, ως πνευματικό, λογικό και ελεύθερο ον. Σε αντίθετη περίπτωση ο λόγος του είναι λόγος φθαρμένος, η αλήθειά του ψεύτισμα και εκφυλισμός, η ελευθερία του αλόγιστη κίνηση και ασύδοτη, συνολικά μία αρρωστημένη κατάσταση, που ως τέτοια απαρέσκει στον Θεό. Αυτό δυστυχώς συνέβη στον πρώτον άνθρωπο, που αποσκίρτησε από τη φυσικότητά του και περιήλθε στην αφυσικότητα της αμαρτίας, η οποία είναι η θανατερή ασθένεια της φύσεως, η αναλήθεια τού λογικού όντος. Από τη φοβερότητα αυτή ήλθε στη γη να μας λυτρώσει ο ένσαρκος Λόγος τού Θεού. Και πραγματικά μας έσωσε με τη λυτρωτική οικονομία τού πάθους του και την Ανάστασή του. Σε περίπτωση όμως που το πλάσμα, ζώντας στη σωστική οικονομία της θείας χάριτος, αντιπίπτει πεισματικά στο θέλημα τού Θεού, κάνοντας κατάχρηση της ελευθερίας του, και γηράσκει στο αρρωστημένο κλίμα της σύμφυτης αμαρτίας του, τότε αφεύκτως θα περιέλθει υπό το κράτος της οργής και της δικαιοσύνης τού Θεού, η οποία θα τον τιμωρήσει διά την αλογιστία του, για την οποίαν μονάχα αυτός είναι ο υπεύθυνος και κανένας άλλος. Η τιμωρία επιβάλλεται μεν από τον Θεό, κύριος όμως συντελεστής της είναι η απόνοια τού φθαρμένου πλάσματος, η ελευθερία που βγήκε από την τροχιά της, αντιστράφηκε και απομακρύνθηκε από τη φυσικότητά της, που είναι το θέλημα και η αλήθεια τού Θεού. Τα πράγματα εδώ ακολουθούν μίαν πνευματική νομοτέλεια, όμοια με εκείνη που παρατηρείται στη φυσική τάξη της δημιουργίας. Δεν μπορεί κανείς να αποφύγει την τιμωρία, σε περίπτωση που καταστησει τον εαυτό του άξιον τιμωρίας.
Της καθολικής κρίσεως θα προηγηθεί η μερική κρίση, η οποία λέγεται έτσι γιατί δεν είναι πλήρης και οριστική. Είναι μία πρώτη πράξη κατά την οποίαν ο λογικός άνθρωπος κρίνεται μερικώς (εξ ου και μερική) από τον Θεόν ευθύς μετά το θάνατό του. Ο φυσικός θάνατος είναι σημείο οριακό διά την ύπαρξη τού λογικού πλάσματος (τού ανθρώπου). Είναι το τέρμα όχι απλώς της φυσικής ζωής που καταλύεται οριστικά και χάνεται, αλλά και κάθε άλλης μορφής ηθικής δραστηριότητος και εξελίξεως τού ανθρώπου. Όσοι νομίζουν ότι μετά θάνατο θα υπάρχει ηθική εξέλιξη της ψυχής πλανώνται. Με τη φυσική νέκρωση σταματούν οι δείκτες της όποιας πορείας τού ανθρώπου. Καμία πρόοδος δεν θα υπάρξει ούτε προς την αρετήν ούτε και προς την κακία. Τέρμα οριστικό και μόνιμο. Τελεία και παύλα στην υπόθεση τού θεόμορφου ζώου.

Σε οποιαδήποτε πνευματική κατάσταση βρεθεί η ψυχή μετά το θάνατο τού σώματός της, θα υποστεί μία πρώτη κρίση από τον Θεό. Και τούτο γιατί ο άνθρωπος είναι ον εξαρτώμενο όχι μόνο κατά τη ζωή του, αλλά και μετά θάνατον. Ο θάνατος σε καμία περίπτωση δεν τον απαλλάσει από τον έλεγχο και την επιτήρηση τού Θεού. Η ψυχή δεν μπορεί να αυτοδιορίζεται κατά την αρέσκειά της, να μεταλλάσσει τόπους και να κινείται όπου και όπως θέλει, αλλά θα βρίσκεται κάτω από την απόλυτη εποπτεία τού Πλάστη της.

Ο τόπος στον οποίο θα περιέλθει η ψυχή μόλις το σώμα της νεκρωθεί είναι η «μέση κατάσταση». Λέγεται μέση, διότι καταλαμβάνει το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ τού φυσικού θανάτου και της Δευτέρας Παρουσίας τού Χριστού. Στη μέση αυτή κατάσταση η ψυχή δεν περιπίπτει σε λήθαργο, ούτε αποβάλλει την αυτοσυνειδησία της, αλλά διατηρεί ακέραιη την ανάμνηση της προτέρας της ζωής και όλες τις άλλες ιδιότητες και λειτουργίες της. Διά το τι περίπου συμβαίνει στο χώρο αυτό μας πληροφορεί η Γραφή στη διδακτική παραβολή τού πλουσίου και τού Λαζάρου. Απέθαναν και ο φτωχός Λάζαρος και ο πλούσιος. Και η μεν ψυχή τού Λαζάρου, τού ανθρώπου τού πόνου και της εγκαρτερήσεως, πήγε στη βασιλεία τού Θεού, στους μακαρίους κόλπους τού Αβραάμ, όπου βρήκε ανάπαυση στους στοργικούς κόλπους τού Πατέρα. Αντίθετα, η ψυχή τού πλουσίου οδηγήθηκε μακριά από τον Θεό, όπου βασανιζόταν στη φωτιά της κολάσεως για τη σκληράδα, τη ματαιότητα και την απανθρωπία της. Ο πλούσιος στην κόλαση έχει επίγνωση της καταστασεώς του. Δεν διαμαρτύρεται για την τιμωρία που τού επέβαλεν ο Θεός. Θυμάται το Λάζαρο που υπέφερε ριγμένος στον πυλώνα του, και παρακαλεί να επιτραπεί σ αυτόν να ρίξει λίγες στάλες νερού με το δάχτυλό του στο στόμα του, για να δροσίσει τη φλεγόμενη γλώσσα του. Επίσης θυμάται και τους αδελφούς του και εκφράζει την επιθυμία να μη καταλήξουν και αυτοί στο φρικώδη τόπο της βασάνου. Ο πλούσιος συζητά με τον Αβραάμ. Αναπτύσσει επιχειρήματα, τοποθετείται σε πολύ σημαντικά θέματα, πράγμα που φανερώνει την πλήρη λειτουργία των ψυχικών του δυνάμεων. Η παραβολή μας μεταφέρει ένα σημαντικό μήνυμα από τη μεταθανάτια τύχη τού ανθρώπου· μία πρώτη κρίση από τον Θεό κάθε ανθρώπινης ψυχής, μόλις αυτή αποχωριστεί από το σώμα της την ώρα τού θανάτου.

Η ανταπόδοση στην κρίση αυτή δεν είναι ολοκληρωτική. Οι ψυχές θα κριθούν μερικώς μόνον από τον Θεό. Και οι μεν δίκαιοι θα λάβουν μέρος της μακαριότητος που θα τους χαρίσει ο Θεός για την αρετή και τους πνευματικούς μόχθους τους και θα περιμένουν με χαρά την έλευση τού Χριστού κατά την οποία θα ολοκληρωθεί ο μακάριος κλήρος τους στη θεία βασιλεία· οι δε αμαρτωλές και φαύλες θα λάβουν και αυτές ένα μέρος των ποινών που θα τους επιβάλει ο Θεός διά την αμετανοησία και τη φαυλότητα τού βίου τους, αναμένοντας και αυτές το αδυσώπητο τέλος, κατά το οποίο θα ριχτούν ολοκληρωτικά στο καμίνι τού πόνου και των βασάνων της κολάσεως. Μεταξύ των δύο τούτων διαμετρικά αντιθέτων καταστασεων καμία επικοινωνία δεν θα υπάρχει, διότι χάσμα ευρύ και αγεφύρωτο θ' απλώνεται ανάμεσά τους. Θα είναι δηλαδή καταστάσεις οριστικές και αμετακίνητες.

Κατά την καθολική κρίση οι άνθρωποι θα κριθούν από τον Θεό σύμφωνα με το ολικό πόρισμα της ζωής τους (οι επί μέρους πράξεις τους είναι απλοί δείκτες σ αυτό), αν δηλαδή ο βίος τους ήταν ευλογημένος από τη χάρη τού Θεού, αν έζησαν σε πνευματική σχέση και κοινωνία με τον Χριστό στο χαρισματικό έδαφος της Εκκλησίας, ή αν έζησαν αμετανόητα στην ερημιά της αμαρτίας, μακριά από τον Θεό, χωρίς καμιά πνευματική σχέση με τον Κύριο, μέλη νεκρά και ασυνείδητα της Εκκλησίας του. Όλα δε αυτά θα διαπιστωθούν έμπρακτα στη διάσταση της χριστιανικής αγάπης, στη σωστή σχέση με τους αδελφούς, στη χριστιανική κοινωνικότητα και ιδιαίτερα στη διακονία τού πάσχοντος αδελφού, τού καταφρονημένου και απερριμένου από την κοινωνία της ματαιότητος και τού ψεύδους, τού αδελφού στον οποίο καθρεφτίζεται κατ εξοχήν η «εικόνα» τού Θεού και με τον οποίο ταυτίζεται ο ίδιος ο Χριστός, ο Θεός τού πόνου και της οδύνης! Η οδός προς τη βασιλεία τού Θεού περνά απαραίτητα μέσα από τα φτωχά τού κόσμου και τα μη όντα, τα οποία στη φτώχεια και την κοινωνική ανυπαρξία τους καταργούν τα όντα και τα ισχυρά της γης, τους ανθρώπους της ματαιότητος και της αλαζονείας. Περνά από τα ασθενή και τα αδύνατα της γης, γιατί η δύναμη τού Χριστού «εν ασθενείαις τελειούται». Περνά τέλος από τα ταπεινά και τα εξουθενημένα, γιατί ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».

Η ετυμηγορία της κρίσεως θα είναι· η είσοδος στη βασιλεία τού Θεού για τους καλούς και η απόρριψη στην κόλαση για τους κακούς και φαύλους.
Η είσοδος στη βασιλεία τού Θεού θα είναι η δίκαιη επιβράβευση εκείνων που πραγματικά έζησαν τη θεία βασιλεία εσωτερικά στις καρδιές τους κατά τη διάρκεια τού επί γης βίου τους. «Η βασιλεία τού Θεού εντός υμών εστίν», είπεν ο Σωτήρ. Η Γραφή την περιγράφει ως είσοδο στους κόλπους τού Αβραάμ, ο οποίος σχηματικά θεωρείται ως ο πατέρας των πιστών, διά τη μεγάλη και υποδειγματική πίστη που επέδειξε στις πικρές ώρες της δοκιμασίας του.
Ο Κύριος την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών συνέδεσε με την αρετή, την πίστη και την αγάπη των μελών της Εκκλησίας του. Αυτή την υπόθεση έχει το κεφάλαιο των Μακαρισμών της επί τού Όρους Ομιλίας του· «ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών». Η σύνδεση αυτή κανένα ωφελιμιστικό ελατήριο δεν περιλαμβάνει. Στην είσοδο στη βασιλεία τού Θεού δεν αποβλέπουν οι πιστοί κερδοσκοπικά, σαν έμποροι που ενεργούν αποβλέποντες μονάχα στο υλικό συμφέρον· αλλ' αποβλέπουν σ αυτήν ως το υπέρτατο τέλος της ζωής τους, το οποίο νοηματοδοτεί την ύπαρξή τους και εμπνέει τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους. Και αποβλέπουν μεν και αυτοί στο συμφέρον τους· όμως το συμφέρον αυτό δεν είναι υλικό και ταπεινό, αλλ' η τελική ένωση με τον Πλάστη τους, η θέωση της φύσεώς τους, η άυλη μακαριότητα της θείας βασιλείας. Πού είναι τα ωφελιμιστικά ελατήρια σε μία κοινωνία αγάπης, στην οποίαν ο Θεός ανοίγεται στο πλάσμα του και το πλάσμα δίνεται στον Πλάστη του; Και ελατήρια μεν υπάρχουν πάντοτε, γιατί ο άνθρωπος, ως έλλογο ον, ενεργεί πάντοτε σύμφωνα με το περιεχόμενο της συνειδήσεώς του, οποιαδήποτε δε άσκοπη ενέργεια είναι ανάξια της λογικής του φύσεως. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία δεν είναι τα ελατήρια καθ' εαυτά, αλλά η ποιότητά τους. Και τα μεν ταπεινά -διάπραξη της αρετής αποκλειστικά διά την αμοιβή και αποφυγή της κακίας μόνο διά το φόβο της κολάσεως- από ηθικής πλευράς είναι μικρού λόγου άξια, ενώ τα ευγενή και τα υψηλά είναι επιδιωκτέα και αξιοσύστατα. Η πνευματική ένωση με τον Θεό και η θέωση της φύσεως τού ανθρώπου στη μακαριότητα της βασιλείας των ουρανών, ως στόχοι υπέρτατοι τού βίου, συνιστούν άραγε ελατήρια ταπεινά και επίμεμπτα;

Η φύση της βασιλείας των ουρανών υπερβαίνει κάθε νοητική μας κατάληψη. Βρισκόμαστε μπροστά σε μίαν εντελώς νέα κατάσταση πραγμάτων. Η ζωή στη θεία βασιλεία είναι ένας συνεπαρμός. Η θεωμένη φύση ξεπερνά τα κοινά μέτρα της ανθρώπινης φύσεως. Όλες οι δυνάμεις της είναι μεταποιημένες, μεταχαλκευμένες στο μυστήριο τού Θεού, που στην παρούσα ζωή κρατά επίμονα τα μυστικά του. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις ανασύρει κάποια πτυχή τού απροσίτου βάθους του, για να λαμπρύνει στη συναρπαστική του έκσταση κάποιες ψυχές εκλεκτές, το λαμπρυσμένο νου και τις φωτεινές και ολοκάθαρες καρδιές. Τα βιώματα της θείας βασιλείας είναι βιώματα ανέκφραστα. Ο Απ. Παύλος τα γεύτηκε σε μία θεόληπτη αρπαγή του στο φωτεινό χώρο τού Θεού, που έγινε σαν ανταμοιβή της θεοχώρητης ψυχής του και τού αποστολικού μόχθου του. Αυτό όμως που έζησεν ο θείος Απόστολος δεν μπόρεσε να το εκφράσει, όταν επέστρεψε στα μέτρα της κοινής και συνηθισμένης ζωής.
Καμία από τις εμπειρίες τού επίγειου βίου δεν έχει αντίκρυσμα στη θεόληπτη ανάβαση. Κανένα λεξιλόγιο δεν μπορεί να την εκφράσει· κανένα νόημα να τη συλλάβει και καμία καρδιά να τη χωρέσει και να την κρατήσει. Παρά το γεγονός δε, ότι η φύση τού ανθρώπου σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να βγει έξω από τα φυσικά όριά της, η ζωή στη θεία βασιλεία, ζυμωμένη με τη ζωή τού Θεού, θα υπερβαίνει πολύ τα κοινά μέτρα της παρούσης ζωής. Αυτό δε είναι εκείνο που εννοούμε, λέγοντες θέωση της φύσεως στη βασιλεία των ουρανών· ανάκραση τού κτιστού με τις άκτιστες θείες ενέργειες, ένωση και λάμπρυνση τού ανακαινισμένου όντος με το μακάριο φώς τού Χριστού και τη δόξα της αγίας Τριάδος, εγκεντρισμός της φύσεως στην ανθρωπότητα τού Χριστού και μέσω αυτής στους μακαρίους κόλπους της Τριαδικής Θεότητος.
Τί άραγε σημαίνουν όλα αυτά για μας που είμαστε εγκλωβισμένοι στο κέλυφος της επίγειας ζωής; Ασφαλώς λίγα πράγματα για τη νοητική μας δυνατότητα. Η διαίσθηση μας όμως και η ελπίδα μας στο μεταποιητικό θαύμα της χάριτος τού Θεού, μας κάνει να περιμένουμε με γλυκιά προσμονή αυτό που τώρα δεν μπορούμε να δούμε και να βιώσουμε, προσδοκώντες «ζωήν τού μέλλοντος αιώνος» αμήν.

Η απόρριψη αφ' ετέρου στην κόλαση θα είναι η ετυμηγορία τού δίκαιου κριτή για τους πωρωμένους αμαρτωλούς και τους φαύλους.
Το δόγμα της κολάσεως είναι πολύ σκληρό διά τον άνθρωπο. Προσκρούει αδυσώπητα στο λόγο και τις λεπτές ευαισθησίες του. Δύσκολα μπορεί ν' αποδεχτεί κανείς την ύπαρξη αιώνιων κολαστηρίων, όπου το λογικό πλάσμα -η φθαρμένη έστω εικόνα τού Θεού- θα ζει ολότελα αποκομμένο από τον Θεό, σε μία αφόρητη οδύνη και κάτω από τα τυραννικά ορμήματα και την κακουργία των πνευμάτων της ακαθαρσίας· και μάλιστα σε μία φοβερή απελπισία και απόγνωση, χωρίς προοπτική μιάς κάποιας μελλοντικής απελευθερώσεως.
Είναι τάχα τόσο σκληρός ο Θεός, όπως εκ πρώτης όψεως θα φαινόταν σε μερικούς, ώστε να κολάζει τόσο σκληρά πλάσματα, τα οποία ο ίδιος έπλασε; Το ερώτημα είναι επιφανειακό και επιπόλαιο και ως τέτοιο δεν μπορεί φυσικά να προσεγγίσει το μυστηριακό βάθος τού πράγματος. Ας το δούμε κάπως βαθύτερα.

Η κόλαση -όπως ήδη υπεδηλώσαμε- είναι απόρριψη. Ο Θεός δεν θ' αποδεχτεί τους φαύλους, τους οποίους θα διώξει από κοντά του· «Φύγετε μακριά μου, δεν σάς αναγνωρίζω, δεν σάς θέλω κοντά μου» (πορεύεσθε απ εμού... εις το πυρ το εξώτερον). Πρόκειται για μία άρνηση, μία αποδοκιμασία. Ποιός όμως ευθύνεται γι αυτήν; Ο Θεός; Θα ήταν πολύ ανόητο να κάναμε το συλλογισμό αυτόν. Ο Θεός παρέχει όλες τις δυνάμεις και όλες τις δυνατότητες στο πλάσμα του να ζήσει κοντά του, μακριά από το δηλητήριο της φθοράς και την αρπαγή τού πνευματικού θανάτου. Για να επιτύχει το πράγμα αυτό ήλθεν άλλωστε στη γη, έζησε μαζί μας, έπαθε και απέθανε για μας, μας έβαλε στο σπίτι του όπου μας περιποιείται με τη χρηστοτητα και την αγάπη του και εργάζεται ανύστακτα για να μας ελευθερώσει από τη δυνάστευση τού διαβόλου, στέλνοντάς μας την αγιαστική χάρη τού παναγίου του Πνεύματος. Υπάρχει κανείς που ν αμφιβάλλει γι αυτά;
Το φταίξιμο επομένως για την κατάντια τού πλάσματος δεν προέρχεται από τον Θεό. Φταίχτης γι αυτό είναι μονάχα ο άνθρωπος. Πρέπει δε να γνωρίζουμε ότι στην πνευματική ζωή και ειδικότερα στο κύκλωμα της σωτηρίας υπάρχει ένα αξίωμα, το οποίο δεν μπορεί να παραβιάσει ο Θεός, όχι γιατί δεν δύναται, αλλά γιατί δεν θέλει· την ελεύθερη διακίνηση της προαιρέσεως τού λογικού πλάσματος. Σε καμία περίπτωση ο Θεός δεν θα παρέμβει είτε κατασταλτικά είτε ανασταλτικά στην ελεύθερη προαίρεση τού ανθρώπου, αναγκάζοντάς τον είτε στην αρετή είτε στην κακία. Η ελευθερία είναι μέγιστο αγαθό που ο ίδιος ο Θεός δώρησε στη λογική «εικόνα» του, τον άνθρωπο. Το χάρισμα αυτό το σέβεται απόλυτα ο Δωρεοδότης Κύριος, ο οποίος θέλει τα λογικά του πλάσματα να τον ακολουθούν και να τον δέχονται ελεύθερα. Και ενώ θα μπορούσε με ένα μονάχα λόγο του (έτσι άλλωστε έπλασε τα όντα) να καταστρέψει το διάβολο και την αμαρτία, σώζοντας μια για πάντα το παραστρατημένο του δημιούργημα· ή όπως θα μπορούσε ν' αφανίσει ολότελα τους αμαρτωλούς, ώστε να μη τιμωρούνται αιώνια στην κόλαση, δεν το έκανε γιατί αυτό δεν συνάδει προς το έλλογο και ηθικό του ιδίωμα. Δεν είναι κακότεχνος πλάστης ο Θεός, να πλάθει και να χαλάει τα πλάσματά του ανάλογα με την όποια περίσταση και τις παρορμήσεις του. Η ενέργειά του είναι πάντοτε ομόλογη προς τη φύση του. Δεν υπάρχει ακαταστασία και αντιφατικότητα στον Θεό, σαν κι αυτές που υπάρχουν στα πεπερασμένα του δημιουργήματα. Αν δε κάπου χάλασε το πλάσμα του, ανέλαβεν ο ίδιος να το επανορθώσει και όχι να το εκμηδενίσει.

Ο άνθρωπος, λοιπόν, έχει τη δυνατότητα ν' αυτοδιορίζεται ελεύθερα, σ' αυτό δε έγκειται η όλη δυναμική του, ο πυρήνας της λογικής του φύσεως και η ηθικοπνευματική του καταξίωση. Και αν μεν ο άνθρωπος τη δυνατότητα αυτή την στρέψει στην πνευματική του τελείωση κοντά στον Θεό, ακολουθώντας το θέλημά του και ζώντας στη λυτρωτική διάσταση τού Χριστού, το αποτέλεσμα θα είναι η σωτηρία του και η επιβράβευση τού έργου του στη θεία βασιλεία· «Δεύτε οι ευλογημένοι τού Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν...». Ο Θεός κάνοντας αυτό είναι απόλυτα δίκαιος. Δέχεται το άξιο πλάσμα του. Αν όμως ο άνθρωπος, κάνοντας κατάχρηση τού δώρου της λογικής ελευθερίας του, απομακρυνθεί από τον Θεό, επιμένοντας να ζει στην επικράτεια τού θανάτου και την παλαίωση της φθαρμένης του φύσεως, αιχμάλωτος των παθών και αναίσθητος στους λυτρωτικούς κραδασμούς της χάριτος τού Θεού· αν γηράσει και νεκρωθεί πνευματικά, το αποτέλεσμα θα είναι η αποκοπή του από το Δέντρο της αληθινής ζωής, η απομάκρυνσή του από τον Θεό. Τί γίνεται με το κλαδί που αποσπάται από το Δέντρο και πετιέται μακριά κομμένο από τη ζωτική ρίζα του; Ξηραίνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπον, όταν αυτός κοπεί από τον Θεό, ο οποίος είναι η ζωτική ρίζα της υπάρξεώς του. Ξηραίνεται πνευματικά και πεθαίνει. Αυτό δε συμβαίνει κατά νομοτέλεια πνευματική. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Η αμαρτία οδηγεί αναπόφευκτα στο θάνατο, φυσικό και πνευματικό. «Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος».
Η κόλαση είναι η φυσιολογική κατάληξη μιάς ζωής επιλεγμένης ελεύθερα από τον άνθρωπο και διανυμένης μακριά από την πηγή τού ζώντος ύδατος, που αναβλύζει από τη χάρη τού αγίου Πνεύματος. Ο δίκαιος Θεός απαρνείται τη ζωή αυτή. Απαρνείται την ύπαρξη την ολοκληρωτικά φθαρμένη από την αμαρτία, τη χαλασμένη από τα πάθη και την παραδομένη στην επικράτεια τού πνευματικού θανάτου. Το πλάσμα, που στην επίγεια ζωή του σφράγισε ο διάβολος, δεν μπορεί να έχει θέση στην άυλη καθαρότητα της θείας βασιλείας. Θ αποτελούσε ένα εξάμβλωμα, μία παραφωνία. Χωρίς ένδυμα γάμου υφασμένο από την ακτίνα της θείας ενέργειας, γεμάτο ηθικές βρομιές και ακαθαρσίες, πώς θα εισέλθει στη λαμπρότητα των αγίων, στη φωτεινή και απαστράπτουσα παστάδα της θείας βασιλείας; Το τονίζουμε και πάλι γιατί είναι σημαντικό· η κόλαση είναι η φυσιολογική κατάληξη της αμαρτίας. Ο Θεός θα απορρίψει τους πνευματικά νεκρούς, γιατί δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα. Δεν γίνεται να επανορθώσει το πλάσμα, που το ίδιο πεισματικά χάλασε στην αμαρτία. Το έργο αυτό έκανε κατά την πρώτη του επιδημία στη γη, όταν έγινεν άνθρωπος και πέθανε διά τον άνθρωπο. Στην κρίση θα ισχύσει μία διαφορετική οικονομία· η λειτουργία της θείας δικαιοσύνης, η οποία θ ανταποδώσει στον άνθρωπο ανάλογα με το περιεχόμενο των πράξεών του.
Ο Κύριος μας τόνισε πολύ παραστατικά, ότι η κόλαση είναι η φυσιολογική κατάληξη μιάς φθαρμένης ζωής στην αμαρτία, στις διδακτικότατες παραβολές τού άφρονος πλουσίου και τού πλουσίου και τού Λαζάρου. Οι δύο πλούσιοι που έζησαν μία ολόκληρη ζωή -γιατί έτσι το θέλησαν- στη νάρκωση της αμαρτίας, στην ασωτεία και τη ματαιότητα τού βίου, χωρίς να νιώσουν κανένα εσωτερικό κραδασμό για τα ουράνια πράγματα και τις πνευματικές ανάγκες της ψυχής, αποδιώχτηκαν από τον Θεό στον τόπο της αιώνιας βασάνου. Ενώ αντίθετα, το απορριμμένο σκουπίδι της ζωής Λάζαρο, που αγόγγυστα σήκωσε το σταυρό της πικρής δοκιμασίας του, μη μνησικακώντας διά την αναλγησία τού πλουσίου και ελπίζοντας στην αγάπη και τη δίκαιη κρίση τού Θεού, τον κατάταξε στους ευλογημένους κόλπους τού πατέρα της πίστεως Αβραάμ. Είναι δε πολύ ενδεικτικό το επίθετο «άφρων» (άμυαλε), που χρησιμοποίησε ο Κύριος για να χαρακτηρίσει την απόνοια τού πλουσίου, που, δαγκωμένος από το φίδι της ματαιότητος και πνιγμένος στην ύλη και τα εφήμερα αγαθά, ξεχνούσε τα αιώνια πράγματα, αφημένος στις δυνάμεις της αμαρτίας να τον οδηγήσουν στο βάραθρο της καταστροφής. Το τονίζουμε άλλη μία φορά· η αμαρτία είναι αρρώστια, η οποία αν δεν ανακοπεί θα οδηγήσει αφεύκτως στον αιώνιο θάνατο της ψυχής.

Όταν, λοιπόν, μιλάμε για κόλαση, το θέμα πρέπει να το προσεγγίζουμε πρώτα από τη μεριά τού πλάσματος και έπειτα από τη μεριά τού Θεού. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που ουσιαστικά ανοίγει την κόλαση. Αυτός επιλέγει ελεύθερα το δρόμο που οδηγεί σ αυτήν. Αυτός με τα χέρια του σκάβει το θλιβερό αυτό ενδεχόμενο. Ο Θεός δεν μπορεί -και επαναλαμβάνουμε· γιατί δεν θέλει- να τού αλλάξει αυθαίρετα πορείαν. Ως άγιος και δίκαιος θα κρίνει και θα κολάσει το ελεύθερο μόρφωμα τού πλάσματος. Την ευθύνη για την πνευματική του νέκρωση την φέρει ακέραιη ο άνθρωπος. Κανένας άλλος. Αν από τη σκοπιά αυτή δούμε τα πράγματα, μπορούμε να έχουμε κάποια Πρόσβαση στον φοβερό αυτό λόγο της πίστεως. Αν αντίθετα ξεκινήσουμε από την πλευρά τού Θεού, Οπωσδήποτε θα μπερδευτούμε, σκοντάφτοντας σε πολλά δύσκολα θεολογικά προβλήματα.
Η κόλαση είναι τόπος (κατάσταση) φρικτός και επώδυνος. Ποιά θα είναι η φύση των κολαστηρίων στα οποία θα παραδοθούν οι αμαρτωλοί δεν γνωρίζουμε, ακριβώς όπως δεν γνωρίζουμε και τη φύση των αγαθών της θείας βασιλείας. Ο Κύριος προκειμένου να μας διαφυλάξει από ένα τόσο ολέθριο κατάντημα, μας περιέγραψε τι μπορεί να είναι περίπου η κόλαση, χρησιμοποιώντας εικόνες από τη φυσική ζωή, για να μας δώσει κάποια ιδέα περί τού τι περιμένει τους αμαρτωλούς στο φρικτό τόπο της βασάνου. Έτσι μίλησε για φωτιά που δεν σβήνει, για να μας περιγράψει τον άφατο πόνο των κολαστηρίων, για φωτιά που θα Καίει τους αμαρτωλούς χωρίς όμως και να τους κατακαίει (να πρόκειται άραγε για μία ιδιότυπη φωτιά;)· για σκουλίκι που θα τρώγει τον κολαζόμενο, χωρίς να έχει σταματημό· για σκοτάδι ψηλαφητό, για να τονίσει τον υπαρξιακό απελπισμό των κολαζομένων· για πόνο έντονο, σαν εκείνο που νιώθει ο άνθρωπος και τον κάνει να βογγά και να τρίζει τα δόντια του. Οι εικόνες βέβαια αυτές δεν είναι παρά μία απλή αναλογία, που δεν μπορεί να εξαντλήσει το βάθος τού μυστηρίου της κολάσεως. Και δεν πρέπει φυσικά να τις ερμηνεύουμε κατά γράμμα, γιατί αυτό είναι πολύ επικίνδυνο και είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε παρερμηνείες και παρεκδοχές. Αυτό που θέλει να τονίσει ο Κύριος χρησιμοποιώντας την εικονική αυτή γλώσσα είναι το μέγεθος τού πόνου και της απελπισίας, που θα είναι κυρίως οι τύψεις της συνειδήσεως (που θα λειτουργούν σε υπέρτατο βαθμό), ο απελπισμός, η απόγνωση και η εξαγρίωση τού όντος που θα ζει μακριά από την πηγή της ευδαιμονίας και της χαράς του (τον Θεό), και η πύρινη αίσθηση ότι την ίδια στιγμή άλλα όντα ζουν τη μακαριότητα της θείας βασιλείας. Και το κυριότερο· όλα αυτά θα συμβαίνουν σε μία προοπτική τυφλή, χωρίς ελπίδα μιάς κάποιας χαλαρώσεως ή απελευθερώσεως. Παράλληλα την αθλιότητα της κολάσεως θα επιτείνει η παρουσία σ αυτήν των δαιμονικών φύσεων, που θα εκφράζουν ανεμπόδιστα την κακουργία της σκοτεινής τους υποστάσεως, βασανίζοντας τους άθλιους αμαρτωλούς και πρώτες αυτές βασανιζόμενες στον τόπο της άφατης οδύνης. Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν να συλλάβει ο ανθρώπινος νους από τη σκοπιά της παρούσης ζωής τη φύση μιάς τόσον ελεεινής και αφόρητης αθλιότητος, μιάς τόσο μονότονης και απέραντης δυστυχίας, μιάς τόσο ψυχρής και παγερής ερημιάς στους σκοτεινούς θαλάμους της ανυπαρξίας (της αντεστραμμένης και χαλασμένης υπάρξεως);

Η κόλαση, τέλος, θα είναι αιώνια. Δεν θα έχει χρονικά όρια, αφού ο χρόνος που είναι μέτρο της φυσικής ποιότητος των όντων, δεν θα έχει λόγον υπάρξεως σε μία κατάσταση σαφώς πνευματική. Εμείς βέβαια δεν μπορούμε από τη σκοπιά της γης όπου τα πάντα προσδιορίζονται χρονικά, να εννοήσουμε τη φύση μιάς άχρονης ζωής, έξω από τις κατηγορίες τού παρελθόντος, τού παρόντος και τού μέλλοντος. Αυτό μονάχα οι άγγελοι το γνωρίζουν καθώς και οι ψυχές των νεκρών, που με το θάνατο αποδεσμεύτηκαν από τη σχέση της πυκνότητος της ύλης. Μερικοί μάλιστα νομίζουν, ότι το διαρκές και άχρονο της άλλης ζωής, χωρίς εξελίξεις και μεταλλαγές, θα γεμίζει με κόρο και ανία τα ασώματα πνευματικά όντα!

Το δόγμα της αιωνιότητος της κολάσεως είναι κεφαλαιώδες σημείο της ορθόδοξης δογματικής. Ο Κύριος δεν αφήνει καμιά αμφιβολία· «Απελεύσονται ούτοι (οι κακοί) εις κόλασιν αιώνιον». Δεν ωφελούν δε εν προκειμένω οι προσπάθειες που καταβάλλουν μερικοί να δώσουν διαφορετικήν ερμηνεία στο επίθετο «αιώνιον» της παραβολής. Άλλωστε, αν το ίδιο επίθετο στην περίπτωση της θείας βασιλείας σημαίνει διάρκεια χωρίς τέλος, δεν θα ήταν αυθαιρεσία στην περίπτωση της κολάσεως να τού δώσουμε διαφορετικήν έννοια;
Η αιωνιότητα των ποινών στον τόπο της βασάνου υπήρξεν από πολύ παλαιά σημείον αντιλεγόμενο. Μερικοί το απορρίπτουν παντελώς, ενώ άλλοι δεν θέλουν να το σκέπτονται και να το συζητούν. Ακόμη και στη θεολογία δεν είναι λίγοι εκείνοι που προτιμούν να το προσπερνούν, διά να μη προσκρούουν τάχα στις ευαισθησίες των ανθρώπων! Και όλ' αυτά, τη στιγμή που ο Κύριος και η παράδοση της Εκκλησίας μας -κυρίως η ορθόδοξη λατρεία- σε μύριους τόνους εξαίρουν την αλήθεια αυτή, για να προφυλάξουν τους πιστούς από μία κατάσταση τόσο τραγική, που είναι ενδεχόμενο να σφραγίσει μια για πάντα την ύπαρξή μας!
Μερικοί, τέλος, για να μετριάσουν τις εντυπώσεις από την αιωνιότητα των ποινών της κολάσεως, ισχυρίζονται ότι θα υπάρξουν μεν ποινές μετά θάνατον για τους αμαρτωλούς, διότι τούτο απαιτεί η θεία δικαιοσύνη· οι ποινές όμως αυτές δεν θα είναι αιώνιες, αλλά προσωρινές. Ο Θεός δεν είναι εκδικητικός -λέγουν- για να τιμωρεί αιώνια τα πλάσματά του. Οι ποινές που θα επιβάλει είναι παιδαγωγικές, που θ' αποβλέπουν στην κάθαρση των αμαρτωλών. Όταν δε η κάθαρση αυτή αργά ή γρήγορα συντελεστεί, τότε όλοι οι αμαρτωλοί, και αυτός ακόμη ο διάβολος, καθαροί πια από την αμαρτία, θα επιστρέψουν πλησίον τού Θεού, από τον οποίον απομακρύνθηκαν, ώστε να είναι ο Θεός «εν πάσι τα πάντα». Έτσι, νομίζουν, θα θριαμβεύσει τελικά το αγαθόν επί τού κακού και δεν θα υπάρχει ο επαχθής εσχατολογικός δυϊσμός, τον οποίον υφηγείται το δόγμα της αιώνιας κολάσεως. Το τέλος τού κόσμου θα γίνει όμοιο με την αρχή του στους κόλπους της θείας παναρχίας!
Οι ανωτέρω ιδέες είναι πραγματικά ελκυστικές, πολλοί δε και στο παρελθόν και τώρα τις υιοθετούν, νομίζοντας έτσι ότι προσεγγίζουν την αλήθεια. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν δικαιώνουν τις λεπτές ευαισθησίες τους. Και σε άλλη ευκαιρία ετονίσαμεν, ότι δεν μπορούμε να ερμηνεύουμε τις θείες αλήθειες της πίστεως σύμφωνα με τα δικά μας προσωπικά κριτήρια και τις υποκειμενικές μας αρέσκειες. Η θεωρία της αποκαταστασεως των πάντων-διότι περί αυτής πρόκειται- αρνουμένη την αιωνιότητα των ποινών της κολάσεως, έρχεται σε οξεία αντίθεση με το επίσημο δόγμα της Εκκλησίας, η οποία και την κατεδίκασε. Αν το πράγμα φυσικά δεν μας αρέσει, αυτό είναι άλλη υπόθεση. Εν πάση όμως περιπτώσει ο δογματικός στρουθοκαμηλισμός σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, η τάση να κλείνουμε τα μάτια μας σε μία τόσο κραυγαλέα και εξώφθαλμη αλήθεια, είναι προσπάθειες άχαρες τις οποίες κινητοποιεί συνήθως ο φόβος και η ταραγμένη μας συνείδηση και οι οποίες είναι ενδεχόμενο να επιτύχουν ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή την καταδίκη μας στην αιώνια κόλαση!

          «Ού της βασιλείας ουκ έσται τέλος».

Ο Χριστός είναι βασιλεύς αιώνιος. Η βασιλεία του (όπως και η αρχιερωσύνη του) είναι αδιάκοπη και αδιάδοχη. Δεν υπάρχει όνομα άλλο που να τον αντικαταστήσει και να τον διαδεχτεί. Διότι όλα είναι δούλα στη βασιλική κυριαρχία του. Ο Πατήρ πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού. Είναι ο Κύριος τού παντός, ο Δεσπότης ουρανού και γης. Ο Χριστός είναι ο άρχων της πνευματικής βασιλείας του, την οποίαν ίδρυσε με το μαρτυρικό αίμα του και την οποίαν κυβερνά αοράτως από τον ουρανό, ασκώντας το βασιλικό του αξίωμα, με τη χάρη τού αγίου Πνεύματος. Επικράτειά του είναι οι καρδιές των ανθρώπων στις οποίες κυριαρχεί το θέλημα τού Θεού, όπως τούτο κυριαρχεί και στις άυλες φύσεις των αγγέλων στον ουρανό. Η βασιλεία τού Χριστού δεν μοιάζει με τις εφήμερες βασιλείες της γης που είναι παροδικές και διαδέχονται συνεχώς η μία την άλλην. Είναι βασιλεία σταθερή και αμετάπτωτη. Η βασιλεία τού σκότους θα υπάρχει μεν στην κόλαση, καμία όμως σχέση δεν θα' χει με τη βασιλεία τού Θεού στους ουρανούς. Ο Χριστός είναι βασιλεύς τού παντός αιώνιος και ακατάλυτος, βασιλεύς αγάπης και αιώνιας χαράς, όπου τα καθαρμένα πνεύματα (άγγελοι και άνθρωποι) θ' απολαμβάνουν τις χάρες της θείας βασιλείας χωρίς καμία ανάπαυλα, καμία πλησμονή και κανένα κορεσμό. Η βασιλεία του θα είναι βασιλεία πνεύματος και αληθείας, αγέραστη και αδιάφθαρτη.
Φαίνεται τη μεγάλη αυτή αλήθεια δεν συνειδητοποιούμε στο βαθμό που θα έπρεπε εμείς οι φτωχοί άνθρωποι. Στη θέση τού Χριστού βάζουμε άλλους θεούς και στη θέση της βασιλείας του τοποθετούμε άλλες βασιλείες, πικρές και ολέθριες. Γινόμαστε υπήκοοι άλλων σκληρών αρχόντων, που τους εμπνέει η κακουργία, το μίσος και η αδικία. Αρχόντων εφήμερων και δυναστευτικών, που αναιρούν ο ένας τον άλλον, ποτίζοντας τη γη με αίματα και σπείροντας παντού τον όλεθρο και την καταστροφή. Βάζουμε αυτοπροαίρετα τον τράχηλό μας κάτω από τον τυραννικό ζυγό τού διαβόλου, δούλοι της αμαρτίας και της φθοράς. Στη σύγχυση δε και τη μεγάλη μας παραπλάνηση, έχοντας τις πνευματικές αισθήσεις μας νεκρωμένες από το παραισθησιογόνο της αμαρτίας και απολαμβάνοντας ασταμάτητα τα ηδονικά θέλγητρα τού βίου, νομίζουμε ότι εκεί είναι το πραγματικό νόημα της υπάρξεώς μας, η χαρά και η ευτυχία μας, υπνοβάτες ελεεινοί μιάς ζωής χωρίς πραγματικό νόημα και σκοπό, μέχρις ότου σβήσει το όνειρο και ξαφνικά φανεί αμείλικτη η πραγματικότητα, την οποίαν -αλίμονο!- θα είναι πολύ αργά να αντιμετωπίσουμε! Το φώς της αληθινής ημέρας θα είναι οδυνηρότατο διά τα μάτια τα συνηθισμένα στις ρωγμές και τα σκοτάδια της πνευματικής ανυπαρξίας. Τα ηθικά σκοτάδια προώρισται να ζήσουν στα αιώνια πνευματικά σκοτάδια!


Μετά τα δύο πρώτα Πρόσωπα της αγίας Τριάδος, το Σύμβολο της Πίστεως εκθέτει στο παρόν άρθρο του την πίστη της Εκκλησίας στο τρίτο Πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητος, το Πνεύμα το άγιον.




            «Και εις το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν».

Το Πνεύμα το άγιον είναι ομοούσιο με τον Πατέρα, στον ίδιο βαθμό που ομοούσιος είναι και ο Υιός. Η Σύνοδος αποφεύγει ν' αναφέρει στον όρο της την ομοουσιότητα αυτήν, ίσως για ν αποφύγει αναζωπύρωση των παθών που προηγήθηκαν κατά την Α´ Οικουμενική Σύνοδο γύρω από την σχέση τού Υιού προς τον Πατέρα («ομοούσιον τώ Πατρί»). Ως γνωστόν, ο Άρειος, παράλληλα με τη θεότητα τού Λόγου, απέρριπτε και τη θεότητα τού παναγίου Πνεύματος, το οποίο θεωρούσε ομοίως κτίσμα τού Πατρός. Το ίδιο επαναλάμβανε και ο Μακεδόνιος, πατριάρχης Κων/πόλεως. Για ν αντικρούσει την κακοδοξία αυτή που δεν ήταν μικρότερη της αρειανικής, η Εκκλησία συνεκάλεσε τη Β´ Οικουμενική της Σύνοδο στην Κων/πολη το 381, τον όρο της οποίας, που είναι αρκετά συνεπτυγμένος και περιεκτικός, θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Ότι το Πνεύμα το άγιον είναι πλήρης και τέλειος Θεός αποτελεί πίστη που μαρτυρείται πλούσια στην αγ. Γραφή. Στις Πράξεις των Αποστόλων (5, 3-4), όπου ιστορείται η απάτη τού χριστιανικού ζεύγους Ανανία και Σαπφείρας, τονίζεται ρητώς ότι ο Ανανίας με το ψεύδος του δεν εξαπάτησε άνθρωπο κοινό, αλλά το Πνεύμα τού Θεού, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό· «ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλά τώ Θεώ»290. Λόγος περί της θεότητος τού αγ. Πνεύματος γίνεται και σε όλα τα χωρία εκείνα, στα οποία το Πνεύμα συμπαρατίθεται, ως ίδιο Πρόσωπο, μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό· Ματθ. 28, 19· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα τού Πατρός και τού Υιού και τού αγίου Πνεύματος». 2 Κορ. 13, 13· «Η χάρις τού Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη τού Πατρός και η κοινωνία τού αγίου Πνεύματος μετά πάντων υμών». 1 Κορ. 16, 22-24, κ.ά.
Ο Όρος της Συνόδου αποκαλεί το Πνεύμα τού Θεού «άγιον». Η αγιότητα είναι κορυφαία ιδιότητα τού Θεού. Το δε Πνεύμα, ως ομοούσιο με τον Πατέρα, είναι και αυτό στον ίδιο βαθμό άγιο. Οποιεσδήποτε ατέλειες που παρατηρούνται στη φυσική και την ηθική τάξη των κτισμάτων, είναι ξένες προς τη φύση του. Δεν είναι δε μόνον άγιο, αλλά και παρεκτικόν αγιότητος. Με την αγιότητά του συγκροτεί την αγιότητα της Εκκλησίας. Η αγιαστική χάρη του συγκρατεί το σώμα τού Χριστού, αγιάζει τους πιστούς και τους συνάπτει με τη θεότητα. Είναι πηγή χαρισμάτων με τα οποία συνέχει και ζωοποιεί την Εκκλησία.
Ως πλήρης και τέλειος Θεός το Πνεύμα είναι «κύριον και ζωοποιόν». Είναι κύριον, στο ίδιο μέτρο που αποκαλείται στο Σύμβολο κύριος και ο Ιησούς Χριστός· «Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστον». Η κυριότητα αυτή είναι απόρροια της ισοτιμίας τού αγίου Πνεύματος με τα άλλα Πρόσωπα της αγίας Τριάδος. Είναι δε κυριότητα απόλυτη. Καμία άλλη υπαρκτή δύναμη δεν μπορεί να την ανακόψει ή να την επισκιάσει, γιατί όλα τα όντα είναι πλασμένα στην άκτιστη χάρη τού αγίου Πνεύματος, συνέχονται και συγκρατούνται σ αυτήν και ζωοποιούνται, κατευθυνόμενα στον τελικό προορισμό τους. Έξω από τη χάρη τού αγ. Πνεύματος τίποτε το κτιστό δεν υπάρχει, εκτός από το κακό και την αμαρτία, τα οποία όμως δεν είναι όντα υπαρκτά· είναι «μη όντα». Από το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται κάθε ουσίωση και ζωή, η ύπαρξη τόσο η φυσική όσο και η πνευματική.
Σε ωραιότατους ποιητικούς τόνους και με εμβρίθεια θεολογική τις πιο πάνω αλήθειες τονίζουν οι Αναβαθμοί, τους οποίους η Εκκλησία μας ψάλλει στον Όρθρο κάθε Κυριακή, σύμφωνα με την τάξη της Παρακλητικής.

Θα ήταν χρήσιμο για το θέμα μας να δούμε τι λέγουν σχετικά οι αξιοθαύμαστοι αυτοί εκκλησιαστικοί ύμνοι.

Αναβαθμοί Α´ Ηχου.
«Αγίω Πνεύματι, τιμή και δόξα, ώσπερ Πατρί, άμα και Υιώ· διά τούτο άσωμεν τή Τριάδι μονοκρατορία».
(Στο άγιο Πνεύμα αρμόζει τιμή και δόξα, όπως αρμόζει στον Πατέρα και τον Υιό. Γι αυτό ας ανυμνήσουμε το ένα και μοναδικό κράτος της Τριάδος).
«Αγίω Πνεύματι, πάσα η κτίσις καινουργείται, παλινδρομούσα εις το πρώτον· ισοσθενές γάρ εστι Πατρί και Λόγω».
[Μέ τή δύναμη τού αγ. Πνεύματος ολόκληρη η κτίση γίνεται καινούργια, επιστρέφουσα στην πρώτη της (προπτωτική) κατάσταση· διότι (το Πνεύμα) έχει ίση δύναμη με τον Πατέρα και τον Λόγο].
«Αγίω Πνεύματι, τιμήν, προσκύνησιν, δόξαν και κράτος, ως Πατρί τε άξιον, και τώ Υιώ δεί προσφέρειν· Μονάς γάρ εστιν η Τριάς τή φύσει, αλλ ου προσώποις».
(Στο άγιο Πνεύμα αξίζει να προσφέρουμε τιμή, προσκύνηση, δόξα και κράτος, όπως αξίζει να τα προσφέρουμε στον Υιό και τον Πατέρα. Διότι η Τριάς είναι μονάδα κατά την ουσία και όχι κατά τα Πρόσωπα).

Αναβαθμοί Β´ Ηχου.
«Αγίω Πνεύματι, το βασιλεύειν πέλει, το αγιάζειν, το κινείν την κτίσιν· Θεός γάρ εστιν, ομοούσιος Πατρί και Λόγω».
(Στο άγιο Πνεύμα υπάρχει η δύναμη να βασιλεύει, να αγιάζει και να θέτει σε κίνηση την κτίση. Και αυτό, γιατί είναι τέλειος Θεός, ομοούσιος με τον Υιό και τον Πατέρα).
«Αγίω Πνεύματι, ζωαρχία και γέρας· πάντα γάρ τα κτιστα, ως Θεός ών δυναμοί, συντηρεί εν Πατρί δι Υιού δε».
(Στο άγιο Πνεύμα που είναι παρεκτικό ζωής, ανήκει τιμή και σέβας. Διότι όλα τα κτιστα, ως Θεός αληθινός, τα γεμίζει με δύναμη και τα συντηρεί «εν Πατρί δι Υιού δε», δηλαδή σύμφωνα με την τάξη ενέργειας της αγίας Τριάδος).
«Αγίω Πνεύματι, προσπηγάζει πάσα σοφία· ένθεν χάρις Αποστολοις, και τοίς άθλοις, καταστέφονται Μάρτυρες και προφήται ορώσιν».
[Από το άγιο Πνεύμα πηγάζει κάθε σοφία· απ αυτό χορηγείται χάρη στους Αποστολους και με τή δύναμή του αθλούν και στεφανώνονται οι Μάρτυρες και οι Προφήτες βλέπουν (και προαναγγέλουν) τα μέλλοντα].

Αναβαθμοί Γ´ Ηχου.
«Αγίω Πνεύματι, πάσα αγαθοδωρία, ως Πατρί και Υιώ συναστράπτει· εν ώ τα πάντα ζεί και κινείται».
(Στο άγιο Πνεύμα, όπως στον Πατέρα και τον Υιό, κάθε δωρεά αγαθή προέρχεται σαν φωτεινή λάμψη. Σ αυτό τα πάντα έχουν ζωή και κινούνται).
«Αγίω Πνεύματι, ενθεωρείται πάσα αγιότης, σοφία· ουσιοί γάρ πάσαν κτίσιν· σύν Πατρί γάρ ανυμνείται και τώ Λόγω».
[Στο άγιο Πνεύμα υπάρχει κάθε αγιότητα και σοφία. Αυτό δίνει ουσία (υπόσταση) σε κάθε κτιστη φύση. Διά τούτο ανυμνείται μαζί με τον Πατέρα και τον Λόγο].
«Αγίω Πνεύματι, ο πάς πλούτος της δόξης, εξ ού χάρις και ζωή πάση τή κτίσει· σύν Πατρί γάρ ανυμνείται και τώ Λόγω».
(Στο άγιο Πνεύμα υπάρχει όλος ο πλούτος της άκτιστης θείας δόξας. Αυτό χορηγεί χάρη και ζωή σ όλη την κτίση, ανυμνούμενο μαζί με τον Πατέρα και τον Λόγο).

Αναβαθμοί Δ´ Ηχου.«Αγίω Πνεύματι, πάσα ψυχή ζωούται και καθάρσει υψούται λαμπρύνεται, τη Τριαδική Μονάδι ιεροκρυφίως».
(Στην άκτιστη χάρη τού αγ. Πνεύματος κάθε ψυχή λαμβάνει ζωή και διά της καθάρσεως (εκ της αμαρτίας) ανυψώνεται πνευματικά και λαμπρύνεται κατά τρόπο κρύφιο και ιερό στο φώς τού Θεού, που είναι ένας και τριαδικός συγχρόνως).
«Αγίω Πνεύματι αναβλύζει τα της χάριτος ρείθρα, αρδεύοντα, άπασαν την κτίσιν, προς ζωογονίαν».
(Από το άγιο Πνεύμα αναβλύζουν τα πνευματικά της χάριτος νάματα, τα οποία ποτίζουν όλη την κτίση, ώστε αυτή να ζωογονείται).
«Αγίω Πνεύματι, θεογνωσίας πλούτος, θεωρίας και σοφίας· πάντα γάρ εν τούτω, τα πατρώα δόγματα ο Λόγος εκδιδάσκει».
[Στη χάρη τού αγ. Πνεύματος υπάρχουν οι θησαυροί της αληθινής γνώσεως τού Θεού, της θείας θεωρίας και της σοφίας. Όλα δε τα δόγματα τού Πατρός τα διδάσκει ο Λόγος, με τη δύναμη τού Πνεύματος (στην Εκκλησία)].

Αναβαθμοί Πλαγίου Α´.«Αγίω Πνεύματι, περικρατείται πάντα τα ορατά τε, σύν τοίς αοράτοις· αυτοκρατές γάρ ον, της Τριάδος εν εστιν αψεύστως».
(Στην άκτιστη ενέργεια τού αγ. Πνεύματος συνέχονται όλα τα όντα, ορατά και αόρατα. Διότι αληθινά είναι ένα Πρόσωπο της Τριάδος, που έχει δική του υπόσταση και δική του δύναμη).
«Αγίω Πνεύματι, θεολογούντες φώμεν· Σύ εί Θεός, ζωή, έρως, φώς, νους, σύ χρηστοτης, σύ βασιλεύεις εις τους αιώνας».
(Μέ το φωτισμό τού αγ. Πνεύματος, ας θεολογήσουμε, λέγοντες· Σύ είσαι Θεός, έρως πνευματικός, φώς θείον, φύση νοερά· σύ είσαι χρηστοτητα, σύ βασιλεύεις ακατάπαυστα εις τους αιώνες).
«Αγίω Πνεύματι, ζωαρχική αξία, εξ ού πάν ζώον εμψυχούται, ως εν Πατρί, άμα τε και Λόγω».
[Τό άγιο Πνεύμα είναι αξία ζωαρχική (ζωοπάροχη), από την οποία κάθε ζώο εμψυχούται, όπως (εμψυχούται) και στον Πατέρα μαζί με τον Λόγο].

Αναβαθμοί Πλαγίου Β´.
«Αγίω Πνεύματι, πανσωστική αιτία· εί τινι τούτων κατ αξίαν πνεύσει, τάχει εξαίρει των της γής, πτεροί, αύξει, τάττει άνω».
[Τό άγιον Πνεύμα είναι η σωστική αιτία όλων των όντων. Αν σε ένα άξιο απ αυτά πνεύσει με τη χάρη του, γρήγορα το σηκώνει από τη γη, τού δίνει φτερά, το αυξάνει (πνευματικά), το μεταφέρει άνω (στον ουρανό, στη θεία βασιλεία)].
«Αγίω Πνεύματι, ενθέωσις τοίς πάσιν, ευδοκία, σύνεσις, ειρήνη και η ευλογία· ισουργόν γάρ τώ Πατρί εστι και Λόγω».
[Στο άγιο Πνεύμα υπάρχει δύναμη που θεοποιεί τα πάντα. Υπάρχει βουλή αγαθή, σύνεση, ειρήνη και η θεία ευλογία. Διότι (το Πνεύμα) έχει ίση ενέργεια με τον Υιό και τον Πατέρα].
«Αγίω Πνεύματι, το κράτος επί πάντων· όπερ αι άνω ταξιαρχίαι προσκυνούσι, συν πάση πνοή των κάτω».
[Το άγιο Πνεύμα κρατεί (άρχει) επί πάντων. Τούτο οι νοερές ταξιαρχίες (των αγγέλων) προσκυνούν στον ουρανό, μαζί με κάθε ανθρώπινη πνοή (ψυχή) που ζει κάτω (στη γη)].

Αναβαθμοί Ήχου Βαρέως.
«Αγίω Πνεύματι, πηγή των θείων θησαυρισμάτων, εξ ού σοφία, σύνεσις, φόβος· αυτώ αίνεσις, δόξα, τιμή και κράτος».
(Το άγιο Πνεύμα είναι πηγή των θείων θησαυρισμάτων. Απ αυτό προέρχονται η σοφία, η σύνεση και ο ένθεος φόβος. Σ αυτό ανήκει η ανύμνηση, ο αίνος, η τιμή και το κράτος).
«Αγίω Πνεύματι, τα σύμπαντα το είναι έχει. Προ γάρ πάντων Θεός, των όλων κυριότης, φώς απρόσιτον, ζωή των πάντων».
[Στην άκτιστη χάρη τού αγ. Πνεύματος, όλα τα όντα έχουν την ύπαρξή τους. Διότι το Πνεύμα είναι Θεός πριν από όλα (όσα υπάρχουν), είναι κυριαρχική δύναμη στην πλάση, φώς που δεν μπορεί να το πλησιάσει κανείς και ζωή όλων των κτισμάτων].
«Αγίω Πνεύματι, βυθός χαρισμάτων, πλούτος δόξης, κριμάτων βάθος μέγα· ομόδοξον Πατρί και Υιώ, λατρευτόν γάρ».
[Το άγιο Πνεύμα είναι πλούσιο βάθος χαρισμάτων, πλούτος δόξης και πηγή βαθιά χαρισμάτων (θείων εννοιών και κρίσεων). Έχει την ίδια δόξα με τον Πατέρα και τον Υιό και είναι άξιο λατρείας].

Αναβαθμοί Πλαγίου Δ´.«Αγίω Πνεύματι, το ζήν τα πάντα, φώς εκ φωτός Θεός μέγας· σύν Πατρί υμνούμεν αυτό και τώ Λόγω».
[Στο άγιο Πνεύμα έχουν τη ζωή τους όλα τα όντα. Είναι φώς που προέρχεται από φώς (τού Πατρός) Θεός μεγάλος και αληθινός. Διά τούτο το προσκυνούμε μαζί με τον Πατέρα και τον Λόγο].
«Αγίω Πνεύματι, πάς τις θείος βλέπει και προλέγει, τερατουργεί ύψιστα, εν τρισίν ένα Θεόν μέλπων· ει γάρ και τριλαμπεί, μοναρχεί το θείον».
[Με τη φωτιστική δύναμη τού αγίου Πνεύματος, κάθε ένθεος άνθρωπος (προφήτης) βλέπει τα φανερούμενα σ αυτόν, προλέγει (τα μέλλοντα να συμβούν) και πράττει μεγάλα και παράδοξα, ανυμνών τον ένα και τρισυπόστατο Θεό. Διότι, αν και λάμπει με τρία φώτα (Πρόσωπα) ο Θεός, είναι μοναρχία θεία].
«Αγίω Πνεύματι, Θεολογία Μονάς τρισαγία· ο Πατήρ γάρ άναρχος, εξ ού έφυ ο Υιός αχρόνως, και το Πνεύμα σύμμορφον, σύνθρονον, εκ Πατρός συνεκλάμψαν».
[Με τη χάρη τού αγ. Πνεύματος θεολογείται το μυστήριο της αγίας Τριάδος. Διότι ο Πατήρ (ως η πηγαία θεότης) είναι άναρχος (δεν έχει αρχή προελεύσεως) και απ αυτόν γεννήθηκε αχρόνως ο Υιός και συνεξέλαμψε (εξεπορεύθη) το σύμμορφο και σύνθρονο Πνεύμα].
Όχι λιγότερο διαφωτιστικά διά το θέμα μας είναι και τα Στιχηρά των Αίνων της Κυριακής της Πεντηκοστης. Ας τα δούμε στη συνέχεια.
«Το Πνεύμα το άγιον, ήν μεν αεί, και έστι και έσται, ούτε αρξάμενον, ούτε παυσόμενον, αλλ' αεί Πατρί και Υιώ συντεταγμένον και συναριθμούμενον· ζωή και ζωοποιούν· φώς εκ φωτός χορηγόν· αυτάγαθον και πηγή αγαθότητος· δι ού Πατήρ γνωρίζεται, και Υιός δοξάζεται, και παρά πάντων γινώσκεται, μία δύναμις, μία σύνταξις, μία προσκύνησις της αγίας Τριάδος».
[ Το Πνεύμα το άγιον υπήρχε πάντα, και υπάρχει και θα υπάρχει, χωρίς να έχει λάβει αρχή στο χρόνο (όπως τα κτίσματα) ούτε να παύσει να υπάρχει, συντασσόμενο και συναριθμούμενο (στην τάξη της Τριάδος) μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό. Είναι ζωή και παρεκτικό ζωής. Είναι φώς από φώς και παρεκτικό φωτός. Είναι φύσει αγαθόν και παρεκτικόν αγαθότητος. Με τη φωτιστική χάρη του γίνεται γνωστός ο Πατήρ και ο Υιός δοξάζεται και από όλους γνωρίζεται. Διότι στην αγία Τριάδα υπάρχει μία (ισότιμη) δύναμη, μία (ισόβαθμη) σύνταξη και μία ενιαία προσκύνηση].
«Το Πνεύμα το άγιον, φώς, και ζωή, και ζώσα πηγή νοερά. Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως· αγαθόν, ευθές, νοερόν, ηγεμονεύον, καθαίρον τα πταίσματα. Θεός και θεοποιούν· Πυρ εκ πυρός προϊόν, λαλούν ενεργούν, διαιρούν τα χαρίσματα· δι' ού Προφήται άπαντες, και Θεού Απόστολοι, μετά Μαρτύρων εστέφθησαν. Ξένον άκουσμα, ξένον θέαμα, πυρ διαιρούμενον εις νομάς χαρισμάτων».
[ Το Πνεύμα το άγιον είναι φώς (πνευματικόν) και ζωή και ζωντανή νοερά πηγή. Είναι Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως· είναι αγαθόν, ευθές, νοερόν, ηγεμονικόν, καθαρίζον (τις ψυχές) από τα πταίσματα. Είναι Θεός και θεοποιεί (τα λογικά όντα). Είναι πυρ και προέρχεται από πυρ (όπως το «φώς εκ φωτός» τού Υιού), το οποίον λαλεί (διά των Προφητών), ενεργεί και διαιρεί τα χαρίσματα (στην Εκκλησία). Με τη χάρη τού οποίου όλοι οι Προφήτες, μαζί με τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες στέφθηκαν (άγιοι). Στην Πεντηκοστή η φανέρωσή του ήταν παράδοξον άκουσμα, παράδοξο θέαμα, φωτιά που διαμοιραζόταν σε παροχές χαρισμάτων].

Επίσης·
«Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το άγιον· βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν. Όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας. Ομοούσιε και ομόθρονε, τώ Πατρί και τώ Υιώ, Παράκλητε, δόξα σοι».
[Όλα τα χορηγεί το Πνεύμα το άγιον. Αναβλύζει προφητείες, καθιστά τους ιερείς στο ιερατικό τους αξίωμα, εδίδαξε στους αγράμματους (Αποστόλους) σοφία και τους ψαράδες τους ανέδειξε θεολόγους. Με τη θεία του ενέργεια συγκροτεί όλο το θεσμό της Εκκλησίας. Παράκλητε, που έχεις τον ίδιο θρόνο και την ίδια δόξα με τον Υιό και τον Πατέρα, σε σένα ανήκει η δόξα].
Από τους πιο πάνω ύμνους (και από πολλούς άλλους) βγαίνουν μεγάλες δογματικές αλήθειες βιωμένες στη λατρεία της Εκκλησίας μας, σχετικές με το δόγμα τού τρίτου προσώπου της αγίας Τριάδος. Οι αλήθειες αυτές κινούνται γύρω από δύο άξονες· τη θεότητα και το ζωοποιό και αγιαστικό έργο τού αγίου Πνεύματος.

Το άγιον Πνεύμα είναι ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό. Είναι πλήρης και τέλειος Θεός. Προέρχεται από τον Πατέρα, όπως ένα φώς προέρχεται από ένα άλλο φώς. Η ίδια αναλογία χρησιμοποιείται και στη σχέση τού Υιού προς τον Πατέρα («φώς εκ φωτός»). Δεν έχει ούτε τέλος ούτε αρχή. Ως συναΐδιο και άχρονο, έχει την αυτή τιμή και την αυτή δόξα με τα άλλα δύο Πρόσωπα της Τριαδικής Θεότητος. Είναι ισοσθενές και ισουργόν (με τον Πατέρα και τον Υιό). Είναι αυτόνομο (ως υπόσταση) και ηγεμονικό. Ιδιωματικά είναι ανεξάρτητο, μη υποτασσόμενο σε κανένα άλλο Πρόσωπο της αγίας Τριάδος. Είναι ομόδοξο και ομόθρονο με τον Πατέρα και τον Υιό, πανσθενές και παντοκρατορικό.
Ανάλογο προς το θεοπρεπές αξίωμα τού Πνεύματος είναι και το έργο του. Έργο εκ Πατρός δι' Υιού. Το Πνεύμα είναι η πηγή ζωής ολόκληρης της κτίσεως. Στην άκτιστη χάρη του ουσιοποιούνται όλα τα όντα. Σ αυτήν συνέχονται, συγκρατούνται και βρίσκουν το νόημα και τον αληθινό λόγο της υπάρξεώς τους. Έξω από το Πνεύμα υπάρχει το μηδέν, η ακαταστασία και το άμορφο χάος.

Κυρίως όμως το Πνεύμα είναι αιτία και πηγή ζωής στην πνευματική κτίση. Στη ζωαρχική ακτίνα του ζωογονούνται οι νοερές φύσεις. Είναι η απύθμενη πηγή όλων των πνευματικών χαρισμάτων, της σοφίας και της συνέσεως. Με την αγιαστική του ενέργεια τα λογικά όντα (οι ψυχές των ανθρώπων) καθαίρονται από την αμαρτία και αγιάζονται. Λαμπρύνονται με τη φωτοειδή ακτίνα του, ενώνονται μυστικά με τον Θεό, θεοποιούνται. Η χάρη τού αγ. Πνεύματος είναι αναπλαστική και αναγεννητική. Λιώνει με τη φωτιά της την παλαιότητα της φθαρμένης φύσεως και δημιουργεί νέα ζωή. Με τη δύναμή της η κτίση αναδημιουργείται, «παλινδρομούσα εις το πρώτον» (στην προπτωτική της κατάσταση). Η πρωτόκτιστη φύση οδηγείται στο αρχέγονο κάλλος της. Με την έμπνευσή του οι Προφήτες βλέπουν τα κεκρυμμένα και άδηλα, προλέγουν τα μέλλοντα.
Το Πνεύμα το άγιον είναι πηγή αγιασμού και στο κράτος της χάριτος (την Εκκλησία). Είναι η ζωογόνος αρχή τού μυστικού σώματος τού Χριστού. Σ αυτήν συγκροτείται ο όλος θεσμός της Εκκλησίας, τελειούνται οι ιερατικοί της βαθμοί και τα σωστικά της μυστήρια, μοιράζονται οι διακονίες και τα πνευματικά της λειτουργήματα. Το Πνεύμα τού Θεού είναι η αλήθεια της Εκκλησίας. Είναι ο βασιλεύς ο «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», ο ουράνιος Παράκλητος, ο οποίος αγγίζει μυστικά τις ψυχές, ανακουφίζει το βάρος τους και απαλύνει τον πόνο τους, γεννώντας μέσα τους το αίσθημα της θείας υιότητος και τονώνοντάς τες στον σκληρό κατά της αμαρτίας αγώνα τους.
Στη χάρη τού αγίου Πνεύματος συνέχονται και ζωογονούνται τα σύμπαντα.

            «Το εκ τού Πατρός εκπορευόμενον».

Το Πνεύμα το άγιον είναι Πρόσωπο διακρινόμενο των προσώπων τού Πατρός και τού Υιού. Είναι αυτοκρατές και αυτόνομο. Το υποστατικό του ιδίωμα είναι η εκπόρευση. Υπάρχει στο μέτρο που εκπορεύεται από τον Πατέρα, όπως και ο Υιός υπάρχει στο μέτρο που γεννάται από τον Πατέρα. Πώς βέβαια γίνεται αυτό και τι σημαίνει η εκπόρευση -και μάλιστα ως προβολή διάφορη από τη γέννηση- είναι κάτι που είναι αδύνατο να γνωρίζουμε. Οι σχέσεις στον Τριαδικό Θεό συνιστούν κορυφαίο της πίστεως μυστήριο, που δεν μπορεί ο ανθρώπινος νους να εξιχνιάσει. Η εκπόρευση απλώς εκφράζει τον τρόπο, το πώς της υπάρξεως τού παναγίου Πνεύματος. Είναι σχέση στον Θεόν αΐδια. Το Πνεύμα υπάρχει κατ ανάγκην στον Πατέρα. Δεν είναι προϊόν της ελευθέρας βουλήσεως τού Θεού. Δεν υπάρχει δηλαδή, επειδή έτσι το θέλει ο Πατήρ. Αν συνέβαινε αυτό, το Πνεύμα θα ήταν ένα απλό κτίσμα, όπως φλυαρούσε ο Άρειος. Η υπόστασή του αποτελεί εσωτερικήν αναγκαιότητα στην ουσία τού Θεού. Είναι δε το Πνεύμα ομοφυές με τον Πατέρα και αδιαίρετο.
Κατά την ορθόδοξη πίστη το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται αϊδίως εκ τού Πατρός και χορηγείται εγχρόνως στην κτίση διά τού Υιού. Η Γραφή μαρτυρεί· «Όταν έλθει ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά τού Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, ό παρά τού Πατρός εκπορεύεται». Στο χωρίο αυτό που είναι κλασσικό για την ύπαρξη τού αγίου Πνεύματος, γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ εκπορεύσεως και εν χρόνω αποστολής τού Πνεύματος, εκείνης μεν αποδιδομένης στον Πατέρα διά τού ενεστώτος «εκπορεύεται» -που εκφράζει την αΐδια τριαδική σχέση τού Πνεύματος- αυτής δε αποδιδομένης στον Υιό, διά τού μέλλοντος «πέμψω».
Η εκπόρευση τού αγίου Πνεύματος -όπως και η γέννηση τού Υιού- δεν πρέπει να μελετώνται έξω από το δόγμα της θείας μοναρχίας, ότι δηλαδή μία και μόνη αρχή υπάρχει στον Τριαδικό Θεό, ο Πατήρ (η πηγαία θεότης), από τον οποίο λαμβάνουν το είναι τους οι δύο άλλες υποστάσεις της Τριάδος. Η μοναρχία, που τόσο πολύ διατυμπανιζόταν στην αρχαία Εκκλησία με στόχο την αναίρεση τού δυναμικού μοναρχιανισμού, διασφαλίζει τόσο τη θεότητα όσο και τις υποστατικές διακρίσεις της Τριάδος.
Το δόγμα περί εκπορεύσεως τού αγίου Πνεύματος που είναι τόσο Καίριο στην ορθόδοξη πίστη μας, καταλύει η κακοδοξία τού filioque (= και εκ τού Υιού), διδασκαλία καθαρά λατινική, στηριζόμενη στη θεολογία τού ιερού Αυγουστίνου. Στην αρχή η διδασκαλία αυτή φερόταν στη Δύση σε σφαίρα καθαρώς θεολογική - θεωρητική. Αφ ότου όμως προστέθηκε στο ιερό Σύμβολο της Πίστεως, απέκτησε και σημασία πρακτική, οδήγησε στο σχίσμα Ανατολής και Δύσεως (867, 1054), έγινε αντικείμενο καταδίκης εκκλησιαστικών συνόδων (στην Ανατολή) και έδωσε αφορμή συγγραφής εκατέρωθεν πολλών αντιρρητικών θεολογικών εργασιών.

Από ορθόδοξη άποψη το filioque συνιστά κορυφαία τριαδολογική αίρεση. Δεν είναι απλή θεολογική γνώμη (θεολογούμενο), όπως μερικοί προσπαθούν να το παρουσιάσουν. Οι Ρωμαιοκαθολικοί άλλωστε το θεωρούν ως μείζον δόγμα πίστεως, κυρωμένο από σύνοδο οικουμενική (δική τους φυσικά), η αποδοχή τού οποίου είναι απαραίτητη προς σωτηρίαν. Το filioque συνιστά αίρεση, διότι:

α) Καταλύει τη θεία μοναρχία που είναι κορυφαία στιγμή στον Τριαδικό Θεό. Εισάγει δεύτερη πηγή στη θεότητα (τον Υιό) παράλληλη με τον Πατέρα, ο οποίος στην περίπτωση αυτή παύει να είναι πηγαία θεότης. Επιφέρει αναστατωση στην τάξη της Τριάδος, συγχέουσα τα υποστατικά των προσώπων ιδιώματα. Ο Υιός, εκπορεύοντας το Πνεύμα το άγιον, αποκτά το ιδίωμα τού Πατρός, πράγμα ανεπίτρεπτο, δεδομένου ότι στην τριαδική τάξη τα υποστατικά ιδιώματα είναι αμετακίνητα, ακοινώνητα και αμετάδοτα. Και γιατί τάχα το Πνεύμα το άγιο να μη γεννά τον Υιόν ή να εκπορεύει τον Πατέρα; Η σύγχυση είναι προφανής.

β) Είναι διδασκαλία που στερείται των γνωρισμάτων ενός αληθινού δόγματος της πίστεως. Δεν μαρτυρείται ούτε στην αγία Γραφή ούτε και στην ιερή Παράδοση της Εκκλησίας. Το χωρίο τού Ιωάννου 15, 26, που αναφέραμε πιο πάνω, δεν αφήνει περιθώρια σχηματισμού της κακοδοξίας αυτής. Αλλά και η διδασκαλία των Πατέρων, εκδεχομένων την εκ μόνου τού Πατρός εκπόρευση τού Πνεύματος, δεν μπορεί να στηρίξει τα αιρετικά περί filioque διδάγματα. Οι Πατέρες φυσικά την εκπόρευση τού Πνεύματος δέχονται «εκ Πατρός δι' Υιού».
Αυτό όμως δεν μπορεί να συνηγορήσει υπέρ της απόψεως των Δυτικών. Η πρόθεση εκ αναφέρεται στο αΐδιο υποστατικό ιδίωμα τού Πνεύματος, εκφράζουσα την πηγή της αϊδίου του προελεύσεως, ενώ η διά σχετίζεται με την έγχρονη αποστολή του στον κόσμο. Ο θεολογικός αυτός τύπος σημαίνει απαράλλακτα ό,τι και το κλασσικό χωρίο τού Ιωάννου, 15, 26. Στην τάξη της αγίας Τριάδος ο Υιός, ως δεύτερο κατά σειρά Πρόσωπο, μεσιτεύει μεταξύ Πατρός και Πνεύματος. Η μεσιτική όμως αυτή θέση, σαφώς σχηματική νοητική, δεν έχει την έννοιαν ότι το Πνεύμα λαμβάνει το είναι του από τον Πατέρα μεσιτεύοντος τού Υιού, αλλ' ότι διά τού Υιού γίνεται η έγχρονη αποστολή του στον κόσμο προς στερέωση τού έργου της σωτηρίας, το οποίον επιτέλεσεν ο Υιός διά της ενανθρωπήσεώς του. Η έγχρονη πέμψη στηρίζεται στην ενότητα ουσίας μεταξύ Υιού και Πνεύματος, γι αυτό και το Πνεύμα καλείται «ίδιον τού Υιού» και αναπαύεται «εν τώ Υιώ», ως η ετέρα όψη τού λυτρωτικού έργου της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας.

γ) Η προσθήκη τού filioque αποτελεί αυθαιρεσίαν, η οποία προσκρούει αδυσώπητα στην ιστορική παράδοση της Εκκλησίας. Ο όρος των Οικουμ. Συνόδων Νικαίας - Κων/πόλεως, στον οποίο τονίζεται ρητά η εκ τού Πατρός εκπόρευση τού αγ. Πνεύματος («το εκ τού Πατρός εκπορευόμενον»), αποτελεί δογματικό μνημείο αιώνιο και αμετακίνητο, το οποίο κανένας δεν έχει το δικαίωμα να μεταβάλει ή να τροποποιήσει, προσθέτοντας ή αφαιρώντας απ αυτό έστω και μία συλλαβή. Με την προσθήκη τού filioque η Ρωμαϊκή Εκκλησία κατεπάτησεν αυθαίρετα την πατροπαράδοτη τάξη ευσεβείας και πίστεως της αρχαίας Εκκλησίας.

δ) Τέλος, διότι η διδασκαλία τού filioque υποβιβάζει το θεοπρεπές αξίωμα τού Πνεύματος, τού οποίου υποβαθμίζει τη θεότητα. Με τη διδασκαλία αυτή το Πνεύμα παρουσιάζεται ως δεύτερος (κατώτερος Θεός), κάτι που έχει αντίκτυπο στο αγιαστικό έργο του. Είναι άραγε συμπτωματικό ότι στη Δύση το έργο τού αγ. Πνεύματος είναι γενικά υποβαθμισμένο, επικρατεί δε σ αυτήν ένας έντονος «χριστομονισμός»; Αν όμως αυτό μπορεί να συμβαίνει στη Δύση με την ιδιαίτερη θεολογική φυσιογνωμία της, για την ορθόδοξη Ανατολή, στην οποία το Πνεύμα το άγιο αποτελεί την ψυχή της Εκκλησίας και το κέντρο τού αγιαστικού και αναγεννητικού έργου της, παρόμοια διδάγματα είναι ανήκουστα και απορριπτέα. Το filioque ανοίγει ευρύ θεολογικό χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως που δύσκολα μπορεί να γεφυρωθεί, δημιουργεί κορυφαία δογματικήν αποπλάνηση, την οποίαν η Ορθοδοξία ανέκαθεν απεδοκίμασε. Στο filioque βλέπει την κατάρρευση τού δικού της λόγου υπάρξεως.

             «Το σύν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον».

Με τις δύο αυτές μετοχές το ιερό Σύμβολο της Πίστεως εξαίρει την ισοτιμία και ομοτιμίαν τού αγ. Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό. Η ισοτιμία αυτή είναι φυσική απόρροια τού ομοουσίου, το οποίον το Πνεύμα έχει κοινό με τον Υιό, στις αΐδιες σχέσεις τους με τον Πατέρα. Μόνον Πρόσωπα ομοούσια μπορούν να είναι ισοσθενή και ισότιμα, χωρίς να υπάρχουν μεταξύ τους διαφορότητες κατηγορίας, όπως το μείζον και το έλασσον. Ο Πατήρ, επειδή γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα το άγιο, δεν σημαίνει ότι είναι ανώτερος αυτών. Ούτε πάλι το Πνεύμα και ο Υιός υποτάσσονται στον Πατέρα, επειδή προέρχονται απ αυτόν. Αυτά αποτελούν φληναφήματα αιρετικά. Η ομοουσιότητα επομένως είναι αυτή που διασφαλίζει την ισοτιμία των προσώπων στον Τριαδικό Θεό και στη βάση αυτή τα Πρόσωπα της Τριάδος συμπροσκυνούνται και συνδοξάζονται από την Εκκλησία. Στην περίπτωση ειδικά τού Πνεύματος που εκπορεύεται «εκ Πατρός δι' Υιού», η συμπροσκύνηση έχει ιδιαίτερη σημασία. Διότι η «δι' Υιού» εκπόρευση δεν υποτιμά το θεοπρεπές αξίωμα τού Πνεύματος, το οποίον, ένεκα κοινότητος ουσίας με τον Υιό και συμμετοχής του στο λυτρωτικό έργο του, καλείται «ίδιον».

            «Το λαλήσαν διά των Προφητών».

Η προφητεία γενικά είναι ενέργεια τού παναγίου Πνεύματος, το οποίον φωτίζει τον ανθρώπινο νου, ώστε να βλέπει τα κεκρυμμένα και αθέατα, να προλέγει τα μέλλοντα και να διδάσκει αξίως τις θείες αλήθειες. Η προφητεία, ως διακονία λειτουργική, ήταν καίρια στη ζωή της πρώτης αποστολικής Εκκλησίας. Εκδηλώθηκε κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας), με την κάθοδο τού αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους με μορφή πυρίνων γλωσσών, καθαίροντας τον νου τους στην αίσθηση τού μυστηρίου τού Θεού και διαθερμαίνοντας τις καρδιές τους με τη φωτιά της χάριτός του στο δύσκολο αποστολικό έργο, που τότε επίσημα ανελάμβαναν. Κύρια εκδήλωση της καθόδου τού Πνεύματος ήταν η γλωσσολαλία. Μόλις έλαβαν το Πνεύμα οι Απόστολοι, άρχισαν να ομιλούν στα συγκεντρωμένα πλήθη που συνέρρευσαν στα Ιεροσόλυμα για να γιορτάσουν την ιουδαϊκή Πεντηκοστή, στις γλώσσες που είχεν ο καθένας τους. Και ενώ στην παλαιά εποχή η γλωσσολαλία της Βαβέλ, απόρροια της ύβρεως των ανθρώπων να φθάσουν τον Θεό, σαν αποτέλεσμα είχε τη διασπορά τους σε όλα τα πλάτη της γης, η γλωσσολαλία της Πεντηκοστής είχε ως αποτέλεσμα τη συνένωση και το δέσιμο των λαών σε μία νέα πανανθρώπινη οικογένεια, που καθιστούσε δυνατήν η λειτουργία τού αγίου Πνεύματος στο ενοποιητικό έργο τού Χριστού. Αλλά και η προφητεία, ως ιδιαίτερο διακόνημα στη λειτουργική ευσέβεια και τη λατρεία της αρχαίας Εκκλησίας, είχε θέση σημαντική. Προϊόντος όμως τού χρόνου οι ενθουσιαστικές εκδηλώσεις και τα εκστατικά φαινόμενα που τη συνόδευαν άρχισαν να υποχωρούν. Η Εκκλησία ελάμβανε κριτική στάση έναντι αυτών. Είναι δε γνωστόν πόσον έντονα κατεδίκασε τις ποικίλες εκκεντρικότητες της Μοντανιστικής προφητείας.

Ενώ όμως στην Καινή Διαθήκη η προφητική ενέργεια τού Πνεύματος βρισκόταν στην πληρότητα και το αποκορύφωμά της σαν συνέπεια τού σωτηρίου πάθους τού Χριστού, στην Π. Διαθήκη ήταν περιορισμένη και μερική. Και εκεί λειτουργούσε η χάρη τού αγίου Πνεύματος, προετοιμάζοντας τους ανθρώπους για τον ερχομό τού Μεσσία. Ήταν όμως γενικά ενέργεια αποσπασματική και συνεσκιασμένη. Η κυριώτερή της εκδήλωση ήταν ο φωτισμός και η ανάδειξη των Προφητών στο έργο της πνευματικής καθοδηγήσεως τού λαού, καθώς και η αναφορά της στη μεσσιανική εποχή. Το Πνεύμα τού Θεού μιλούσε διά των Προφητών, επωάζοντας το μυστήριο της λυτρωτικής οικονομίας τού Θεού. Και στις δύο οικονομίες δούλευε το αυτό Πνεύμα, το εκ Πατρός «δι' Υιού» πεμπόμενο στον κόσμο, με σκοπό, τότε μεν να προπαρασκευάσει, βραδύτερα δε να τελειώσει το σχέδιο της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας.


Read more:http://www.egolpion.net/08D2A5F9.el.aspx#ixzz2k8N9hzpS

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου