Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 5η]

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 5η]


ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 
ΕΝΟΤΗΤΑ Ε’

31. Καί μολονότι μέ τή δημιουργία Του καί εὐλογία εἶχε δημιουργηθῆ καί εὐλογηθῆ νά κυριεύση τή γῆ καί ὅλα ὅσα βρίσκονται σ᾽ αὐτή, ὅμως (ὁ Θεός) τόν ἔκανε νά κατοικῆ στόν παράδεισο. Μέ τίς εὐλογίες Του ὁ Θεός ἔδειξε βέβαια τήν πρόγνωσί του. Καί μέ τόν τόπο, ὅπου τόν τοποθέτησε, ἔδειξε τήν εὔνοιά του. Βέβαια, ἄς μή λένε ὅτι ὁ παράδεισος δέν δημιουργήθηκε χάριν (τοῦ ᾽Αδάμ), διότι στόν παράδεισο τόν τοποθέτησε.
Καί ἀντιστρόφως, ἄς μή λέγεται ὅτι ὁ Θεός ἀγνοοῦσε ὅτι (ὁ ἄνθρωπος) ἐπρόκειτο νά ἁμαρτήση, (διότι) γιά τή γῆ τόν εὐλόγησε· καί τόν εὐλόγησε πρίν τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς, οὔτε τυχόν γιά νά λέγεται ὅτι μέ τήν παράβασι τοῦ εὐλογημένου (ἀνθρώπου) ἐμποδίζονταν οἱ εὐλογίες τοῦ εὐλογοῦντος (Θεοῦ), καί ὅτι (δῆθεν) ὁ κόσμος θά ἐπανερχόταν στό μηδέν ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας ἐκείνου, χάριν τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκαν ὅλα.
Δέν τόν εὐλόγησε, λοιπόν, σάν στόν παράδεισο, ἐπειδή ὁ τόπος αὐτός καί ὅσα βρίσκονταν σ᾽ αὐτόν εἶχαν εὐλογηθῆ· ἀπό πρίν τόν εὐλόγησε σάν στή γῆ, ὥστε μέ τήν εὐλογία, μέ τήν ὁποία ἀπό πρίν ἡ εὐμένειά Του ἔδινε, νά συγχωρηθῆ ἡ κατάρα τῆς Γῆς, ἡ ὁποία ἦταν καταραμένη ἀπ᾽ τή δικαιοσύνη. Μολονότι ἡ εὐλογία (τοῦ Θεοῦ) δόθηκε σάν ὑπόσχεσι, διότι ἦταν ἐκπληρωτέα μετά τήν ἔξωσι (τοῦ ᾽Αδάμ) ἀπ᾽ τόν παράδεισο, ὅμως ἡ ἀγαθότητα (τοῦ Θεοῦ) προέβη στήν ἐκπλήρωσι, ἐπειδή ἔκανε (τόν ᾽Αδάμ) πού γεννήθηκε τήν ἴδια μέρα νά κατοικῆ σέ κῆπο, καί τόν περιέβαλε μέ δόξα καί τόν ἔκανε νά κυριαρχῆ πάνω σ᾽ ὅλα τά δέντρα τοῦ παραδείσου.
32. Ἀφοῦ εἶπε γιά τά ἑρπετά καί τά κτήνη καί τά ζῶα καί γιά τούς ἀνθρώπους καί γιά τήν εὐλογία τους τήν ἕκτη ἡμέρα, πάλι ἔγραψε γιά τήν ἀνάπαυσι πού ἔκανε ὁ Θεός τήν ἑβδόμη ἡμέρα, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί συντελέσθηκαν ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί ὅλη τους ἡ ἀρετή· καί τήν ἕβδομη ἡμέρα ἀναπαύθηκε ὁ Θεός ἀπό ὅλα τά ἔργα Του”(Γεν 2, 1-2).
Καί ἀπό ποιό κόπο ἀναπαύθηκε ὁ Θεός; Διότι, ἰδού, διά νεύματος ἔγιναν τά δημιουργήματα τῆς πρώτης ἡμέρας, μέ ἐξαίρεσι τῆς σελήνης, ἡ ὁποία ἔγινε διά τοῦ λόγου· ὅμως, τά λοιπά ἔργα, πού ἔγιναν κατόπιν, ἔγιναν διά τοῦ λόγου. Ποιό βέβαια κόπο ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, λέγω μέ τό νά λέμε ἕνα λόγο κάθε μέρα, ὥστε (νά δεχθοῦμε) ὅτι ὁ Θεός εἶχε κοπιάσει ἐξαιτίας τοῦ ἑνός λόγου, πού ἔλεγε κάθε μιά ἡμέρα; Καί ἄν ὁ Μωϋσῆς, διαιρώντας μέ τό λόγο καί μέ τό ραβδί (του) τή θάλασσα, δέν κουράσθηκε· καί ἄν ὁ ᾽Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ δέν κουράσθηκε συγκρατώντας μέ τό λόγο τούς φωστῆρες, καί ποιόν ἄραγε κόπο εἶχε ὁ Θεός, νά δημιουργήση τή θάλασσα καί τούς φωστῆρες μέ τό λόγο;
33. ῎Οχι βέβαια γιά ν᾽ ἀναπαυθῆ ἐκείνη τήν ἡμέρα, αὐτός πού δέν κουράζεται· εὐλόγησε καί ἁγίασε (τήν ἡμέρα): οὔτε γιά νά τήν παραχωρήση σ᾽ ἐκεῖνο τό λαό —διότι δέν διέκριναν (τίς ἡμέρες) τότε πού ἐλευθερώθηκαν ἀπ᾽ τή σκλαβιά τους— (τήν ἔδωσε) σ᾽ αὐτούς γιά νά δώσουν ἀνάπαυσι στούς ὑπηρέτες καί στίς ὑπηρέτριές τους, ὥστε καί διά τῆς βίας νά τούς δώσουν ἀνάπαυσι. Διότι βέβαια τούς δόθηκε (ἡ ἑβδόμη ἡμέρα), γιά νά ἐξεικονισθῆ μέ τό καιρικό Σάββατο, ὅ,τι ἐπρόκειτο νά δώση (ὁ Θεός) στόν ἐπίσης καιρικό λαό, (δηλαδή) ἡ ἐξεικόνισι τοῦ ἀληθοῦς Σαββάτου, τό ὁποῖο θά δοθῆ στόν αἰώνιο κόσμο κατά τήν αἰώνια περίοδο τοῦ κόσμου.
Καί πάλι, ἐπειδή ἡ ἑβδομάδα ἀπῃτεῖτο νά εἶναι ἀκέραια (ὁ Θεός) τή ἐμεγάλυνε διά τοῦ λόγου (τήν ἡμέρα) δηλ, ἐκείνη, κατά τήν ὁποία δέν εἶχαν λαμπρυνθῆ μεγάλα ἔργα· οὕτως ὥστε χάριν τιμῆς σ᾽ αὐτή, πού παραχωρήθηκε (στόν ἄνθρωπο), συνδεθῆ (ἡ ἕβδομη ἡμέρα) μαζί μέ τούς (ὑπολοίπους) ἑταίρους της (ἡμερῶν) κι (ἔτσι) συμπληρωθῆ ὁ ἀριθμός τῆς ἀναγκαίας γιά τή λειτουργία τοῦ κόσμου ἑβδομάδος.
Τμῆμα Β´
1. Ἀφοῦ εἶπε αὐτά γιά τήν ἀνάπαυσι τοῦ Σαββάτου καί ὅτι ὁ Θεός εὐλόγησε καί ἁγίασε αὐτή τήν ἡμέρα, ἐπέστρεψε πάλι στή διήγησι περί τῆς πρώτης μορφοποιήσεως τῶν δημιουργημάτων ἔτσι, ὥστε σύντομα νά μεταβῆ σέ ὅσα εἶχε πῆ καί νά διηγηθῆ διά μακρῶν ὅσα εἶχε παραλείψει.
Γι᾽ αὐτό ἄρχισε νά γράφη ἐκ νέου τήν ἱστορία τῶν δημιουργημάτων, λέγοντας τά ἑξῆς: “Αὐτές εἶναι οἱ γενέσεις τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὅταν δημιουργήθηκαν. Τήν ἡμέρα πού ὁ Θεός ἔκανε τόν οὐρανό καί τή γῆ καί δέν ὑπῆρχε κανένα ἀπ᾽ τά δένδρα τοῦ ἀγροῦ, οὔτε εἶχε βλαστήσει τό χορτάρι, ἐπειδή (ὁ Θεός) δέν εἶχε δημιουργήσει (τή) βροχή, ἡ ὁποία νά κατέρχεται στή γῆ καί δέν βρισκόταν ὁ ᾽Αδάμ στή γῆ, γιά νά τήν καλλιεργῆ. Καίκατερχότανμία πηγή καί πότιζε ὅλη τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς”(Γεν 2, 4-6).
2. Παρατήρησε ἀκόμα ἀκροατή, ὅτι ἄν καί συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τῆς δημιουργίας, καί εὐλόγησε τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὥστε νά εἶναι ἁγιασμένη κι ἔκανε τή Γραφή νά κλείση (τήν περιγραφή), ὅμως διηγεῖται ἐκ νέου τήν ἀρχή τῶν ἔργων (τῆς δημιουργίας) καί μετά τίς συμπληρωθεῖσες ἡμέρες τῶν ἔργων (τῆς δημιουργίας).
Αὐτές εἶναι οἱ γενέσεις τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δηλαδή αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία τῆς συστάσεως τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἔκανε ὁ Κύριος τόν οὐρανό καί τή γῆ, ἡμέρα ἐπίσης κατά τήν ὁποία δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη ὅλα τά δένδρα τοῦ ἀγροῦ καί δέν βλάστησε τό χορτάρι. Καί αὐτά, ὅμως, δέν δημιουργήθηκαν τήν πρώτη ἡμέρα ἀληθινά, γιατί ἔγιναν τήν τρίτη ἡμέρα. ᾽Αλλά δέν εἰσήγαγε ματαίως στήν πρώτη ἡμέρα τή διήγησι ὅσων δημιουργήθηκαν τήν τρίτη ἡμέρα.
3. Διότι λέχθηκε: “Τά δέντρα δέν ὑπῆρχαν, οὔτε βλάστησε χορτάρι, διότι Κύριος ὁ Θεός δέν εἶχε κάνει νά κατέρχεται ἡ βροχή πάνω στή γῆ· καί πηγή ἀνερχόταν ἀπ᾽ τή γῆ πρός ἄρδευσι ὁλόκληρης τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς”. Διότι βέβαια, ἐπειδή ὅλα γεννήθηκαν ἀπό τή μίξι  ὕδατος καί χώματος ὅπως καί σήμερα γεννῶνται ἀπ᾽ τό χῶμα, φρόντισε νά δείξη ὅτι καί τά δένδρα καί τά χόρτα δέν δημιουργήθηκαν (συγχρόνως) μέ τή γῆ, διότι δέν εἶχε ἀκόμη κατεβῆ ἡ βροχή· ἀφοῦ, ὅμως, ἀνῆλθε ἡ μεγάλη πηγή τῆς μεγάλης ἀβύσσου καί ἄρδευσε ὅλη τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, τότε ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν τά ὕδατα τήν τρίτη ἡμέρα, παρήγαγε ἡ γῆ ὅλα τά εἴδη χόρτου αὐτή τήν τρίτη (ἡμέρα). Αὐτά, λοιπόν, τά ὔδατα, πάνω στά ὁποῖα ἐκτάθηκαν τά σκοτάδια τήν πρώτη ἡμέρα, εἶναι αὐτά πού ἀναπήδησαν ἀπ᾽ αὐτή τήν πηγή καί κάλυψαν ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ὁλόκληρη τή γῆ· καί ἡ ἴδια αὐτή (πηγή) εἶναι πού διανοίχθηκε στίς ἡμέρες τοῦ Νῶε καί κάλυψε ὅλα τά βουνά τῆς γῆς. Αὐτή ἡ πηγή, λοιπόν, δέν ἀνερχόταν ἀπ᾽ τά κάτω μέρη τῆς γῆς, ἀλλά ἀπ᾽ τή γῆ —τήν ἐπιφάνειά της.
Διότι λέχθηκε: “Μιά πηγή ἀναπηδοῦσε” ὄχι “ἀπό κάτω ἀπ᾽ τή γῆ”, ἀλλά “ἀπ᾽ τή γῆ” καί ὅλα αὐτά τά ὕδατα πού εἶναι στή γῆ —τά ὁποῖα αὐτή καί ἐγκλείει στά σπλάχνα της— μαρτυροῦν ὅτι δέν εἶναι ἀρχαιότερά της.
᾽Ανῆλθε, λοιπόν, “πηγή ἀπ᾽ τή γῆ”, ὅπως εἶπε ἡ Γραφή, καί πότισε τήν ἐπιφάνεια ὁλόκληρης τῆς γῆς, (ἡ ὁποία) τότε ἔδωσε δένδρα καί χόρτα καί βλαστήματα. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά κάνη τή γῆ νά παραγάγη (τά) πάντα, παρά μ᾽ αὐτό τόν τρόπο, ἀλλά ἐπειδή ὁ Θεός ἤθελε νά παραγάγη ἡ γῆ διά τοῦ ὕδατος (γι᾽ αὐτό) προέστη καί στήν ἀρχή αὐτῆς, ὥστε καί στό τέλος νά προέλθη αὐτή ἡ ἴδια.
4) Ἀφοῦ εἶπε γιά ὅσα εἶχαν παραλειφθῆ καί δέν τά εἶχε ἐξηγήσει τήν πρώτη ἡμέρα, πάλι ἔγραψε γιά τήν πλάσι τοῦ ᾽Αδάμ, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί ὁ ᾽Αδάμ δέν ὑπῆρχε, γιά νά καλλιεργῆ τή γῆ”· οὔτε ὅταν αὐτές τίς ἡμέρες πρίν ἀπ᾽ τήν ἕκτη, διότι τήν ἕκτη (ἡμέρα) δημιουργήθηκε. Καί “ἔπλασε ὁ Κύριος τήν ἕκτη (ἡμέρα) τόν ᾽Αδάμ, ἀπό λασπωμένο χῶμα καί τοῦ φύσησε στό πρόσωπο πνοή ζωῆς καί ὁ ᾽Αδάμ ἔγινε εἰς ῾ψυχήν ζῶσαν᾽” Μολονότι δέ τά ζῶα καί τά ὑποζύγια καί τά πτηνά εἶχαν συγχρόνως καί τή γονιμότητά τους καί τή βιολογική ζωή τους, ὅμως (ὁ Θεός) τιμᾶ πολλαπλῶς τόν ᾽Αδάμ· πρῶτον μέν μ᾽ αὐτό πού λέγεται, ὅτι ὁ Θεός μέ τά χέρια του τόν μορφοποίησε καί φύσησε σ᾽ αὐτόν ψυχή καί τόν κατέστησε κυρίαρχο στόν παράδεισο, καί ὅσων ἦταν ἐκτός τοῦ παραδείσου, καί τόν περιέβαλε μέ δόξα καί τοῦ ἔδωσε τό λογικό του καί τήν κρίσι, γιά νά ἀποκτήση μέσῳ αὐτῆς τή μεγαλειότητα.
5) Ἀφοῦ εἶπε γιά τήν τιμητική πλάσι τοῦ ᾽Αδάμ, πάλι ἔγραψε γιά τόν παράδεισο καί γιά τήν εἴσοδο τοῦ ᾽Αδάμ ἐκεῖ λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί φύτευσε ὁ Κύριος παράδεισο στήν ᾽Εδέμ ἀπ᾽ ἀρχῆς· καί ἔθεσε ἐκεῖ τόν ᾽Αδάμ, τόν ὁποῖο εἶχε πλάσει”(Γεν 2, 8).
Ἡ δέ ᾽Εδέμ εἶναι ἡ ἴδια ἡ γῆ τοῦ παραδείσου καί τό: “᾽Απ᾽ ἀρχῆς” λέχθηκε, ἐπειδή τόν φύτευσε τήν τρίτη ἡμέρα. Διότι αὐτό ἐξηγεῖ λέγοντας: “᾽Εξήγαγε ὁ Κύριος νά βλαστάνη ἀπ᾽ τή Γῆ κάθε δένδρο ἐπιθυμητό στήν ὅρασι καί τερπνό στή γεῦσι”. Γιά νά δείξη δέ ὅτι γιά τόν ἴδιο παράδεισο μιλᾶ, εἶπε: “Καί (ἐξήγαγε) τό δένδρο τῆς ζωῆς στό μέσο τοῦ παραδείσου· καί τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ”(Γεν 2, 9).
6) Ἀφοῦ εἶπε γιά τόν παράδεισο ποιά μέρα φυτευόταν καί γιά τήν ἐκεῖ εἰσαγωγή τοῦ ᾽Αδάμ καί γιά τό δένδρο τῆς ζωῆς καί ἄλλα, πάλι ἔγραψε γιά τό ποτάμι πού ἐξερχόταν ἀπό ᾽κεῖ καί διηρεῖτο σέ τέσσερα κεφαλάρια ἐξωτερικῶς λέγοντας τά ἑξῆς: “Ποταμός ἐξερχόταν ἀπ᾽ τήν ᾽Εδέμ πρός ἄρδευσι τοῦ παραδείσου”(Γεν 2, 10).
᾽Ιδοῦ ὅτι κι ἐδῶ ὀνομάζει ᾽Εδέμ τή γῆ τοῦ παραδείσου πού ἦταν ἄφθονη σέ τροφές. Ὁ ἴδιος δέ ποταμός, ἄν εἶχε ποτίσει τόν ἴδιο παράδεισο, δέν θά ἦταν διηρημένος σέ τέσσερεις πηγές ἐξωτερικά. Λέω δέ τάχα ὅτι καταχρηστικῶς λέγεται ὅτι ἐκεῖνος ἀρδεύει, διότι τά πνευματικά δένδρα τοῦ παραδείσου δέν εἶχαν ἀνάγκη ἀπ᾽ τήν ἄρδευσι τῶν ὑδάτων. ῎Αρα γε ὅμως, ἄν καί εἶναι πνευματικά, ἔπιναν ἀπ᾽ τά εὐλογημένα καί πνευματικά ὕδατα ἐκείνου τοῦ τόπου; Οὔτε γι᾽ αὐτό θά λογομαχήσουν.
Οἱ τέσσερεις δέ ποταμοί πού ἔρρεαν ἀπό ἐκεῖνο τό ποτάμι ἦταν ἀνόμοιοι μέ τήν πηγή ὡς πρός τή γεῦσι.· διότι ἐάν στίς γαῖες μας εἶναι τά ὕδατα, εἶναι διάφορα, ὅλα ὑπαχθέντα στήν ποινή τῆς κατάρας διαφορετικά ἀπ᾽ ὅσο διαφορετική ὑπῆρξε, λοιπόν, ἡ γεῦσι τῆς εὐλογημένης γῆς ᾽Εδέμ ἀπ᾽ τή γεῦσι τῆς γῆς, ἡ ὁποία, μέ τήν παράβασι τοῦ ᾽Αδάμ, ὑποτάχθηκε στήν κατάρα τοῦ Δικαίου (Θεοῦ). Οἱ ποταμοί, λοιπόν, ἐκεῖνοι εἶναι τέσσερεις. Ὁ Ρison εἶναι ὁ Δούναβης, ὁ Gihon ὁ Νεῖλος, ὁ Deqlat ὁ Τίγρης ἐπιπλέον καί ὁ Ρrat ὁ Εὐφράτης. ᾽Ιδού ἀνάμεσά τους (οἱ περιοχές) εἶναι κατοικημένες ἀπό μᾶς, καί, ἄν εἶναι γνωστοί οἱ τόποι ἀπ᾽ τούς ὁποίους ἀναβλύζουν, ὅμως, δέν εἶναι αὐτός ὁ τόπος ἡ κεφαλή τῆς πηγῆς τους.
Διότι, ἐπειδή ὁ παράδεισος τοποθετήθηκε πάνω σέ ἐξαίσιο ὄρος, οἱ ποταμοί πού τόν περιέβαλλαν ἀπορροφήθηκαν καί κατῆλθαν στή θάλασσα σάν ἀπό ἕνα βαθύ ποτῆρι, καί ἀφοῦ διέβησαν τή γῆ, ἐδῶ κάτω ἀπ᾽ τή θάλασσα (ἡ γῆ) ἐξήμεσε ἕνα ἀπ᾽ αὐτούς τόν Ρison στή δύσι καί τόν Gihon στό νότο, τόν Ρrat καί τόν Deqlat στό Βορρᾶ.
7) Ἀφοῦ εἶπε περί τοῦ Παραδείσου καί τῶν ποταμῶν πού διακλαδίζονται ἀπ᾽ αὐτόν, πάλι μίλησε γιά τήν εἴσοδο τοῦ ᾽Αδάμ στόν παράδεισο καί γιά τό νόμο πού τοῦ ὁρίσθηκε, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί ὁδήγησε Κύριος ὁ Θεός τόν ᾽Αδάμ καί τόν ἄφησε στόν Παράδεισο τῆς ᾽Εδέμ, γιά νά τόν καλλιεργῆ καί νά (τόν) φυλάσση”(Γεν 2, 15).
Πῶς, ἄραγε, νά καλλιεργῆ αὐτόν, μή ἔχοντας τά ἐργαλεῖα τῆς καλλιεργείας; Καί μέ ποιό τρόπο μποροῦσε νά τόν καλλιεργῆ, ἀφοῦ ἦταν ἀδύνατον νά ἐπαρκέση σ᾽ αὐτούς; ῎Η, ἀπό τί ἄραγε ἔπρεπε νά τόν ἐκκαθαρίση, ἀφοῦ τρίβολοι καί ἀγκάθια δέν ἦταν ἐκεῖ; Καί, πάλι, πῶς νά φυλᾶ αὐτόν, αὐτός ὁ ὁποῖος δέν μποροῦσε νά τόν περιδιαβαίνη; ᾽Αλλά, ἀπό ποιόν νά τόν φυλάσση, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε ληστής, γιά νά μπῆ ἐκεῖ;
Ὁ φράκτης δέ, πού ὑψώθηκε, ἔγινε μετά τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς, αὐτό μαρτυρεῖ ὅτι ἐνόσῳ ἐτηρεῖτο ἡ ἐντολή, δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη φύλακος.
Ὁ Ἀδάμ, λοιπόν, ἐκεῖ δέν εἶχε ἀνάγκη φυλάξεως, παρά μόνο τηρήσεως τοῦ νόμου, πού τοῦ ἐκυρώθη, οὔτε, ἐξάλλου (ὑπῆρχε) κόπος πρόσθετος στόν ᾽Αδάμ, παρά μόνο γιά νά τελειοποιήση τήν ἐντολή, ἡ ὁποία τοῦ ἐκυρώθη· ἄν, ὅμως, ἐκτός τῆς ἐντολῆς τοῦ προστέθηκαν αὐτά τά δύο, καί σ᾽ αὐτή (τήν ἐκδοχή) δέν ἀντιλέγω.
8) Ἀφοῦ εἶπε, γιά τήν εἴσοδο τοῦ ᾽Αδάμ στόν παράδεισο καί γιά ποιό λόγο τόν εἰσήγαγε ἐκεῖ, πάλι ἔγραψε γιά τό νόμο πού τοῦ ἐκυρώθη, πάλι ἔγραψε γιά τά ὀνόματα, πού ἀπέδωκε στά ζῶα λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί διέταξε Κύριος ὁ Θεός τόν ᾽Αδάμ: ᾽Απ᾽ ὅλα τά δένδρα τοῦ παραδείσου θά (= ἐπιτρέπεται νά) φᾶς, ἀπ᾽ τό δένδρο, ὅμως, τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δέν θά φᾶς (ἀπαγορεύεται νά φᾶς), διότι κατά τήν ἡμέρα πού θά φᾶς ἀπό ἐκεῖνο θά πεθάνης”(Γεν 2, 16-17). Αὐτή δέ ἡ ἐντολή ἦταν ἐλαφρά, ἐπειδή (ὁ Θεός) τοῦ ἔδωσε ὅλο τόν παράδεισο, καί τόν ἐμπόδισε (μόνο) ἀπό ἕνα δένδρο. Διότι, ἄν τό ἕνα ἀρκῆ γιά τήν τροφή τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος (τυχόν) ἐμποδίσθηκε ἀπ᾽ τά πολλά, ἐνισχύεται (διά τοῦ ἑνός) ἡ ἀνάγκη αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει τροφή στήν πεῖνα του. ῎Αν, λοιπόν, σέ ἐναλλαγή τοῦ ἑνός πού εἶναι ἀρκετό, τοῦ δίνωνται πολλά (δένδρα), τότε, ἄν γίνη παράβασι, (θά γίνη) ὄχι ἐξ ἀνάγκης, ἀλλ᾽ ἐκ καταφρονήσεως. Τόν ἀπέτρεψε, λοιπόν, (ὁ Θεός) ἀπ᾽ τό ἕνα δένδρο, τό ὁποῖο περιέβαλε διά τοῦ θανάτου, μέ σκοπό ἔαν ὄχι ἀπό ἀγάπη πρός τό νομοθέτη τηρήση τήν ἐντολή του, τουλάχιστον ἀπ᾽ τό φόβο τοῦ θανάτου πού περιέβαλλε τό δένδρο, τρομοκρατήση αὐτόν (τόν ᾽Αδάμ) ἀπ᾽ τήν παράβασι τοῦ νόμου.
9) Ἀφοῦ εἶπε γιά τήν εἴσοδο τοῦ ᾽Αδάμ στόν παράδεισο καί γιά τό νόμο πού τοῦ κυρώθηκε, πάλι ἔγραψε γιά τά ὀνόματα, πού ἀπέδωσε στά ζῶα, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί ἔπλασε ὁ Κύριος ἀπ᾽ ὅλη τή γῆ τά ζῶα τῆς ἐρήμου καί τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ καί τά ὁδήγησε στόν ᾽Αδάμ, γιά νά δῆ τί ὄνομα θά τούς δώση”(Γεν 2, 19).
Καί ἰδού, κάθε ἄλλο βέβαια παρά μέ τή μορφοποίησι παρήγαγε ἡ γῆ ζῶα καί τό ὕδωρ πτηνά. Καί αὐτό θέλησε νά δηλώση μέ τό “ἔπλασε” (διότι) ὅλα τά ζῶα καί τά ἑρπετά καί τά κτήνη καί τά πτηνά ἔγιναν ἀπ᾽ τή σύμμιξι γῆς καί ὕδατος. Τό δέ “τά ὁδήγησε (ὁ Θεός) στόν ᾽Αδάμ”, (τό εἶπε) γιά νά δείξη τή σοφία του, καί ποιά εἰρήνη βασίλευε ἀνάμεσα στά ζῶα καί τόν ᾽Αδάμ, πρίν ἀπ᾽ τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς. Διότι ἐκεῖνα τόν πλησίασαν σάν ἀγαπημένο ποιμένα καί κάθε ἀγέλη κατά οἰκογένεια καί κατά τά γένη τους ἦλθαν μπροστά του χωρίς φόβο, καί οὔτε τόν φοβοῦνταν οὔτε μεταξύ τους φοβόταν τό ἕνα τό ἄλλο. Πλησίασε ἡ ἀγέλη τῶν βλαπτικῶν θηρίων καί μετά ἀπ᾽ αὐτή, χωρίς φόβο, ἦλθε ἡ οἰκογένεια αὐτῶν πού γίνονται ἀντικείμενο βλάβης.

Το έργο θα δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου στην ιστοσελίδα
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου για εμπορικούς ή κερδοσκοπικούς λόγους. Τα δικαιώματα αυτά ανήκουν εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα κ.Χρίστο Βασιλειάδη.

 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
6  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2011 


Read more:http://www.egolpion.net/efraim_genesis_e.el.aspx#ixzz2kmVPZhUg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου