Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 15η]

ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ» [ΕΝΟΤΗΤΑ 15η]


ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
«ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 
ΕΝΟΤΗΤΑ 15η

Τμῆμα ΙΖ´
1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά μετέβη ὁ ᾽Αβραάμ στούς Φιλισταίους κι ἐπειδή φοβόταν εἶπε γιά τή Σάρα, “᾽Αδελφή μου εἶναι. Καί ἀπέστειλε ὁ ᾽Αβιμέλεχ, βασιλιάς τῶν Γεράρων, ἀπεσταλμένους, καί πῆρε τή Σάρα”(Γεν 20, 2). Κι ἐπειδή εἶχε δοκιμασθῆ ἀπ᾽ τό Φαραώ κυρίως ἐπειδή ἔφερε τόν ᾽Ισαάκ στή γαστέρα της, καί ἡ προσευχή τοῦ ᾽Αβραάμ πίεζε, μέχρις ὅτου (ὁ ᾽Αβιμέλεχ) ἔπεσε στήν κλίνη (ἀσθενείας), ξαφνικά ἔπεσε σέ λήθαργο ὅπως (τό λήθαργο) τοῦ ᾽Αδάμ, καί στό ὄνειρό του τοῦ εἶπε ὁ Θεός, “Θά πεθάνης ἐξαιτίας τῆς γυναικός πού ἔλαβες, διότι εἶναι σύζυγος ἀνδρός. Καί εἶπε ὁ ᾽Αβιμέλεχ, ἄραγε δίκαιο γένος φονεύεις; ᾽Ιδού, μέ τήν ἀφέλεια τῆς καρδιᾶς μου καί μέ καθαρά τά χέρια μου τό ἔκανα. Καί τοῦ εἶπε ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό δέν σέ ἄφησα νά τήν πλησιάσης, γιά νά μήν ἁμαρτήσης σ᾽ ἐμένα”(Γεν 20, 3-6).
2. Τό πρωΐ δέ σηκώθηκε ὁ ᾽Αβιμέλεχ... καί κάλεσε τόν ᾽Αβραάμ καί τόν κατηγόρησε, ἐπειδή τόν εἰσήγαγε σ᾽ αὐτό τό ἁμάρτημα. Καί τοῦ εἶπε ὁ ᾽Αβραάμ, “Πολύ φοβήθηκα καί εἶπα ὅτι εἶναι ἀδελφή μου, ἀλλ᾽ οὔτε καί στό σημεῖο αὐτό εἶπα ψέματα, γιατί εἶναι ἀδελφή μου· θυγατέρα τοῦ πατέρα μου, ὄχι, ὅμως, τῆς μητέρας μου”. Ἦταν ἀδελφή του ἀπ᾽ τόν πατέρα, ἐπειδή ἦταν κόρη τοῦ ἀδελφοῦ (τοῦ πατέρα) του· ὄχι δέ ἀπ᾽ τή μητέρα, διότι ὁ ᾽Αράν, υἱός τοῦ Τάρεχ, δέν πῆρε (ὡς σύζυγό του) τήν ἀδελφή του, ἐπειδή εἶχε λάβει ἄλλη, θυγατέρα ἀλλοεθνῶν, ἡ ὁποία ἀγάπησε τή φυλή της περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο τούς υἱούς της καί παρέμεινε στή φυλή της καί δέν θέλησε νά ἐξέλθη καί ν᾽ ἀκολουθήση τόν υἱό της Λώτ, καί τίς θυγατέρες της Σάρα καί Μελχάμ.
3. Καί εἶπε ὁ ᾽Αβιμέλεχ... στή Σάρα: “῎Εδωσα στόν ἀδελφό σου χίλια ἀργυρά (νομίσματα) καί σέ ἀποκαθιστῶ στόν ἀδελφό σου μέ δῶρα, γιατί ἔκλεισες τούς ὀφθαλμούς ὅλων ὅσοι εἶναι μαζί μου καί ἐνώπιον ὅλων μέ ἐπέπληξες”(Γεν 20, 16), γιατί ἡ Σάρα περιῆψε ὄνειδος σέ ὅλους, ὅσοι ἦταν μαζί του, μέ δημόσια ἐπιτίμησι τόν ἐπιτίμησε μπροστά σέ ὅλους τούς δικούς του. Διότι, ἀφοῦ εἶδε (ἡ Σάρα) ὅτι ὁ Θεός τῆς προσφέρει βοήθεια παρασχεθεῖσα μέ τήν καθ᾽ ὕπνον μετάνοια τοῦ βασιλέως, τοῦ εἶπε μέ ὑψωμένη τή φωνή μπροστά σέ ὅλους: “Δέν ἅρμοζε μέ μοιχεία νά παραβῶ τήν ὁδό (καθῆκον) ἔναντι τῆς συζύγου σου, οὔτε ἐπιπλέον μέ τό νά λάβω ἄλλη σύζυγο”.
Πάντως, ἄν ἡ Σάρα δέν εἶχε προσλάβει ἄλλη νεανικότητα ἐξαιτίας τοῦ γόνου πού εἶχε συλλάβει, ὁ ᾽Αβιμέλεχ δέν θά τήν εἶχε ἐπιθυμήσει στά ἐνενῆντα της. ᾽Επειδή δέ ὁ ᾽Αβραάμ προσευχήθηκε, ὁ Θεός ἀποκατέστησε τήν ὑγεία τοῦ ᾽Αβιμέλεχ καί τή σύζυγό του καί τίς θεραπαινίδες του καί γέννησαν (Γεν 20, 17). ᾽Επειδή, ἀφότου ἦλθε στό νοῦ του νά λάβη τή Σάρα (σύζυγο) καί μέχρι νά τήν ἐπιστρέψη, πόνοι τοκετοῦ κατέλαβαν τίς γυναῖκες τοῦ οἴκου του καί στριφογυρνοῦσαν, ὅμως, δέν γεννοῦσαν.
Τμῆμα ΙΗ´
1. Ἦλθε δέ ὁ καιρός καί γεννήθηκε ὁ ᾽Ισαάκ καί ἀπό γεροντικούς μαστούς ἔρρευσε γάλα. Μετά δέ τήν περιτομή του καί τόν ἀπογαλακτισμό του, εἶδε ἡ Σάρα τόν ᾽Ισμαήλ νά γελᾶ τήν ἡμέρα τοῦ μεγάλου συμποσίου (Γεν 21, 8), πού ἔκανε ὁ ᾽Αβραάμ γιά τόν ἀπογαλακτισμό τοῦ ᾽Ισαάκ. Ἡ Σάρα δέ, πού εἶδε πόσο ὁ ᾽Ισμαήλ ἔμοιαζε μέ τή μητερά του, ἐπειδή, ὅπως ἡ ἴδια εἶχε ὑποτιμηθῆ στά μάτια τῆς ῎Αγαρ, ἔτσι καί ὁ ἴδιος ὁ ᾽Ισμαήλ περιγελοῦσε τόν υἱό της τῆς Σάρας, —ἐσκέπτετο ἐάν ἐνῶ ἐγώ ἀκόμη ζῶ φέρεται ἔτσι στόν υἱό μου, ὅταν πεθάνω—, ἰδού δέν θά τόν κάνη ὁ ᾽Αβραάμ συγκληρονόμο τοῦ υἱοῦ μου; Κι ἐπιπλέον, ἴσως τοῦ δώση δύο μερίδια, διότι βέβαια αὐτός (ὁ ᾽Ισμαήλ) εἶναι μεγαλύτερος στήν ἡλικία. ᾽Από ζῆλο, λοιπόν, ἄναψε ἡ Σάρα γιά τό συμφέρον τοῦ υἱοῦ της, ἡ ὁποία δέν φθόνησε γιά δικό της συμφέρον· διότι οὔτε τήν ῎Αγαρ —τήν ὁποία ἡ ἴδια εἶχε παραχωρήσει στό σύζυγό της— φθόνησε· ἐπειδή, ὅμως, ὑπῆρχε ἡ ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ καί νόμισε ὅτι ὁ υἱός τῆς παλλακίδος θά εἶναι συγκληρονόμος τῆς ἐλεύθερης, εἶπε ἡ Σάρα: “Διῶξε τή θεραπαινίδα καί τόν υἱό της”(Γεν 21, 10), γιατί δέν εἶναι δίκαιο νά κληρονομῆ ὁ υἱός τῆς θεραπαινίδος μαζί μέ τόν υἱό τῆς ἐπαγγελίας, στόν ὁποῖο δηλ. δόθηκε ἡ ὑπόσχεσι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Διότι δέν ἁρμόζει νά εἶσαι ἀντίπαλος τοῦ Θεοῦ καί νά καθιστᾶς κληρονόμο, ἐκεῖνο πού δέν τόν κατέστησε (κληρονόμο) ὁ Θεός.
2. Ὁ δέ ᾽Αβραάμ —στόν ὁποῖο ἀσκήθηκε πίεσι νά πράξη ἔτσι, διότι γι᾽ αὐτόν τόν ἴδιο καμμία διάκρισι δέν ὑπῆρχε ἀνάμεσα στούς υἱούς του— γράφθηκε: “῞Οτι μέ μεγάλη πικρία ἔβγαλε αὐτή τήν ἀπόφασι σχετικά μέ τόν υἱό του. Καί τοῦ εἶπε ὁ Θεός· ἄκουσε τή φωνή τῆς Σάρας γιά ὅλα ὅσα τυχόν ἔχει νά σοῦ πεῖ, ἐπειδή στό πρόσωπο τοῦ ᾽Ισαάκ θά κληθῆ σ᾽ ἐσένα σπέρμα, καί ἀκόμη θά κάνω τόν υἱό τῆς θεραπαινίδος ἔθνος μέγα, ἐπειδή εἶναι γόνος σου”(Γεν 21, 11-13).
3. Καί τό πρωΐ σηκώθηκε ὁ ᾽Αβραάμ κι ἔδωσε στήν ῎Αγαρ ἄρτο, ὕδωρ καί τόν υἱό καί τήν ἀπέλυσε. Καί αὐτή πῆγε καί περιπλανήθηκε μέσα στήν ἔρημο... καί ἄγγελος ἀπ᾽ τόν οὐρανό κάλεσε τήν ῎Αγαρ καί τῆς εἶπε, “Ὁ Θεός ἄκουσε τή φωνή τοῦ υἱοῦ... στερέωσε δέ τά χέρια σου πάνω του, διότι θά τόν κάνω μεγάλο ἔθνος. Καί ἄνοιξε ὁ Θεός τούς ὀφθαλμούς της καί εἶδε φρέαρ μέ νερό καί γέμισε ἀσκό κι ἔδωσε στό παιδί νά πιῆ”(Γεν 21, 17-19).
Τμῆμα ΙΘ´
“Μετά ἀπ᾽ αὐτά, εἶπε ὁ ᾽Αβιμέλεχ καί ὁ Φιχόλ, ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ στρατοῦ του πρός τόν ᾽Αβραάμ”(Γεν 21, 22)... ᾽Επειδή ἔβλεπε ὁ ᾽Αβιμέλεχ τό Θεό νά εἶναι μαζί του (μέ τόν ᾽Αβραάμ) καί νά τόν βοηθᾶ στούς πολέμους τῶν βασιλέων καί ἐπιπλέον νά τοῦ ὑπόσχεται τή γῆ Χαναάν, φοβήθηκε ὁ ᾽Αβιμέλεχ μήπως μετά τήν καταστροφή τῶν Χαναανιτῶν καταστρέψει καί τή γῆ του (τοῦ ᾽Αβιμέλεχ), ἀμέσως ζήτησε νά συνάψη μαζί του συνθήκη. Καί συνῆψαν συνθήκη, αὐτός μέ τόν ᾽Αβραάμ.
Τμῆμα Κ´
1. Ὁ Θεός δοκίμασε ἐκ νέου τόν ᾽Αβραάμ λέγοντάς του, “Πάρε τόν υἱό σου καί πορεύσου στήν περιοχή τῶν ᾽Αμορραίων καί νά τόν προσφέρης σάν ὁλοκαύτωμα πάνω στό λόφο πού θά σοῦ ὑποδείξω”(Γεν 22, 2). ῎Ας μή λένε (μερικοί), ὅτι ἐπειδή (ὁ ᾽Αβραάμ) θαμπώθηκε ἀπ᾽ τή λάμψι, ἀνέβαλε ἐπί τρεῖς ἡμέρες. Τό πρωΐ σηκώθηκε ὁ ᾽Αβραάμ κι ἔκοψε ξύλα καί πῆρε δύο ὑπηρέτες του καί τόν ᾽Ισαάκ καί ἀνεχώρησε. Στή Σάρα, ὅμως, δέν τό φανέρωσε, ἐπειδή ἀκόμη δέν τοῦ εἶχε δοθῆ ἡ ἐντολή νά τῆς τό ἀποκαλύψη· ἀλλά ἐκείνη τοῦ ζήτησε νά τόν συνοδεύση καί νά συμμετάσχη στή θυσία του, ὅπως ἦταν κοινωνός καί στήν ὑπόσχεσι γιά τή γέννησι τοῦ υἱοῦ της. Πάλι δέν τό ἀπεκάλυψε ὁ ᾽Αβραάμ, γιά νά μήν ξεσηκωθοῦν ἐναντίον τοῦ ἰδίου οἱ ὑπηρέτες του καί ξεσπάσουν σέ θρήνους μέσα στή σκηνή του καί συναθροίσουν τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς καί τοῦ ἁρπάσουν τό παιδί, εἴτε τόν ἀναγκάσουν ν᾽ ἀναβάλη τήν ἡμέρα τῆς θυσίας. Διότι, ἐάν οὔτε τούς δύο (ὑπηρέτες) πού πῆρε μαζί του τούς πῆρε πάνω στό ὄρος ἀπό φόβου, πόσο μᾶλλον φοβόταν τούς πολλούς, αὐτός πού ἀπό φόβο δέν θέλησε ν᾽ ἀποκαλύψη οὔτε στούς δύο;
2. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ἀνέβαιναν, ρώτησε ὁ ᾽Ισαάκ γιά τό θῦμα καί (ὁ ᾽Αβραάμ) προφήτευσε ἀνεβαίνοντας στό βουνό, ὅπως προφήτευσε στούς ὑπηρέτες, πού εἶχε ἀφήσει στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ. “᾽Αφοῦ δέ προσέδεσε τόν ᾽Ισαάκ, τόν ἔθεσε πάνω στό βωμό”(Γεν 22, 9) κι ἔβγαλε ἀπ᾽ τή θήκη τό ξίφος (καί τό ἔφερε) ἀπό πάνω του. Καί ἄγγελος Κυρίου τόν ἐμπόδισε· γιά νά μή νομίση ὁ ᾽Αβραάμ ὅτι ἀπό κάποια παράλειψι δέν ἔγινε δεκτή ἡ θυσία του, τοῦ εἶπε: “Τώρα μέ βεβαίωσες ὅτι φοβᾶσαι τό Θεό”. Διότι μέσῳ αὐτοῦ πού σοῦ εἶναι ὁ προσφιλέστατος πάντων, ἔγινε γνωστή ἡ ἀγάπη σου πρός τόν Κύριο τῶν πάντων. ῾Ο Ἀβραάμ, λοιπόν, διακρίθηκε γιά δύο πράγματα, γιά τό φόνο τοῦ υἱοῦ, πού, σημειωτέον, δέν τόν φονεύει (τελικά), καί γιά τήν πίστι ὅτι μετά τό θάνατό του ἐκεῖνος θ᾽ ἀναστηθῆ καί θά κατέλθη μαζί του. Διότι βέβαιο ἦταν σ᾽ αὐτόν καί ὅτι δέν ψεύδεται ᾽Εκεῖνος πού εἶχε πεῖ, “᾽Εν ᾽Ισαάκ κληθήσεταί σοι σπέρμα” (᾽Απ᾽ τόν ᾽Ισαάκ θά ὀνομασθοῦν οἱ ἀπόγονοί σου).
3. “Εἶδε δέ ὁ ᾽Αβραάμ τό κριάρι δεμένο στό δένδρο, τό ὁποῖο τό πῆρε καί τό προσέφερε σάν ὁλοκαύτωμα στή θέσι τοῦ υἱοῦ του”(Γεν 22, 13). ῞Οτι δέ δέν εἶχε ὑπάρξει ἐκεῖ (προηγουμένως) κριάρι, εἶναι μάρτυρας ὁ ᾽Ισαάκ μέ τό νά ρωτᾶ περί ἀμνοῦ· τό ὅτι δέ οὔτε καί δένδρο (προηγουμένως) ὑπῆρξε ἐκεῖ, βεβαιώνεται ἀσφαλῶς ἀπ᾽ τά ξύλα πάνω στούς ὤμους τοῦ ᾽Ισαάκ. Τό ὄρος βλάστησε δένδρο καί τό δένδρο κριάρι· γιά νά εἰκονίζεται μέ τόν Κριό, πού κρεμόταν ἀπ᾽ τό δένδρο κι ἔγινε πρός θυσία ἀντί τοῦ υἱοῦ τοῦ ᾽Αβραάμ, ἡ ἡμέρα ᾽Εκείνου, ὁ ὁποῖος —ὅπως ὁ κριός— κρεμάσθηκε ἀπ᾽ τό ξύλο, καί ἐπρόκειτο νά γευθῆ θάνατο ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου. Καί τοῦ εἶπε γιά δεύτερη φορά (ὁ ἄγγελος): “Ὁρκίσθηκα στόν ἑαυτό μου, λέει ὁ Θεός, ὅτι θά πληθύνω τό σπέρμα σου... καί θά εὐλογηθοῦν ἐν τῷ σπέρματί σου, τό ὁποῖο εἶναι ὁ Χριστός, ὅλα τά ἔθνη τῆς γῆς”.
Τμῆμα ΚΑ´
1. Μετά ἀπ᾽ αὐτά πέθανε ἡ Σάρα στή Χεβρών, σέ ἡλικία ἑκατόν εἴκοσι ἑπτά ἐτῶν καί τήν ἐνταφίασε ὁ ᾽Αβραάμ σέ σπήλαιο, τό ὁποῖο εἶχε ἀγοράσει ἀπ᾽ τούς υἱούς Χέθ (Γεν 23).
2. Καί μετά τρία ἔτη εἶπε ὁ ᾽Αβραάμ στόν πρεσβύτερο δοῦλο του, “Βάλε τό χέρι σου κάτω ἀπ᾽ τό μηρό μου καί θά σέ δεσμεύσω μέ ὅρκο, νά μή διαλέξης γιά τόν υἱό μου σύζυγο ἀπ᾽ τίς θυγατέρες τῶν Χαναναίων”(Γεν 24, 2-3). ᾽Εξαιτίας δέ τῆς συνθήκης τῆς περιτομῆς τόν δέσμευσε μέ ὅρκο· διότι καί, ἐπειδή ὁ Θεός εἶχε δεῖ ὅτι τό μέλος αὐτό (τοῦ σώματος) εἶχε διαφθείρει καί τούς δύο ἀρχηγέτες τῆς ἀνθρωπότητος (τόν ᾽Αδάμ καί τήν Εὔα), ἔθεσε πάνω σ᾽ αὐτό νά εἶναι σημεῖο συνθήκης, γιά νά τιμᾶται περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα τά μέλη, ὅ,τι κατεφρονεῖτο περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα τά μέλη.
Διότι τό σημεῖο τῆς συνθήκης, τό τεθέν σ᾽ αὐτό τό μέλος, τόσο μεγάλη τιμή προσφέρει σ᾽ αὐτό τό μέλος, ὥστε σ᾽ ἐκεῖνο νά ὁρκίζωνται ὅσοι δίνουν ὅρκο, καί σ᾽ ἐκεῖνο νά κάνουν τούς ἄλλους νά ὁρκίζωνται, ὅσοι ἀπαιτοῦν (ἀπ᾽ τούς ἄλλους) ὅρκο.
3. Ὁρκίσθηκε δέ ὁ ὑπηρέτης στόν κύριό του καί ξεκίνησε νά φύγη μέ ὅλα τά καλά καί ξαπόστασε κοντά στό φρέαρ καί προσευχήθηκε καί ζήτησε ἀπ᾽ τό Θεό σημεῖο. ᾽Αλλά, ἄν καί χαιρόταν γιά τό δοθέν σημεῖο, ἔκρινε σκόπιμο νά δῆ ποιό ἀπ᾽ τά δύο συνέβαινε, ἦταν ἤ ὄχι ἐκείνη ἀπ᾽ τήν ἴδια γενεά τοῦ ᾽Αβραάμ;
Μόλις δέ ἄκουσε ὅτι ἐκείνη ἦταν κόρη τῆς Βαθουέλ, υἱοῦ τοῦ Ναχώρ, εὐχαρίστησε τό Θεό καί μπῆκε καί ἀναπαύθηκε στό σπίτι τους.
4. Ἀφοῦ δέ εἶχε διηγηθῆ τόν ὅρκο, μέ τόν ὁποῖο τόν δέσμευσε ὁ ἀφέντης του καί μέ ποιό τρόπο ἐκπληρώθηκε πράγματι ἡ προσευχή, πού ἔκανε κοντά τό φρέαρ, τοῦ εἶπαν ὁ Βαθουέλ καί ὁ Λάβαν, “Ὁ δικός σου λόγος καί ἐκεῖνος τοῦ κυρίου σου ἐξῆλθε ἀπ᾽ τόν Κύριο... ᾽Ιδού ἡ Ρεβέκκα (Rapqa) μπροστά σου εἶναι, πάρε την καί πήγαινε”(Γεν 24, 50-51). Κάλεσαν δέ τήν κόρη, γιά νά μάθουν ἀπ᾽ αὐτή (τή θέλησί της), κι ἐπειδή δέν εἶχε ἀκούσει γιά τόν ὅρκο, μέ τόν ὁποῖο ὁ ᾽Αβραάμ τόν (δοῦλο) εἶχε δεσμεύσει, καί γιά τήν προσευχή, τήν ὁποία ἔκανε κοντά στό φρέαρ ὁ ὑπηρέτης, καί γιά τό σημεῖο πού ζήτησε καί τοῦ δόθηκε, φοβήθηκε νά πῆ “Δέν θά πάω”, ἐπειδή γνώριζε ὅτι ἡ θέλησι τοῦ Θεοῦ εἶναι νά πάη.
Πορεύθηκε κι ἔφθασε στόν ᾽Ισαάκ καί ἀπ᾽ τή χαρά (πού τοῦ προξενήθηκε) ἀπ᾽ τόν ἐρχομό τῆς Ρεβέκκας, παρηγορήθηκε ὁ ᾽Ισαάκ ἀπ᾽ τό πένθος γιά τό θάνατο τῆς μητέρας του (Γεν 24, 67), τό ὁποῖο (πένθος) τό κράτησε ἐπί τρία ἔτη.
Τμῆμα ΚΒ´
1. Ἐπειδή, ὅμως, δέν εἶχε δοθῆ κανένας νόμος περί παρθενίας καί ἀφιερώσεως, γιά νά μή δημιουργῆ ποτέ κηλίδα μέσα στήν ψυχή τοῦ δικαίου ἡ ἔνοχη ἐπιθυμία, κι ἐπειδή τοῦ εἰπώθηκε, “᾽Από ἐσένα θά ἐξέλθουν βασιλεῖς ἐθνῶν”(Γεν 17, 6)· καί ἐπειδή ὁ Θεός εἶπε περί ἐκείνου, “᾽Εγώ γνωρίζω τόν ᾽Αβραάμ, ἐπειδή θά παραινέση τούς υἱούς του καί τούς υἱούς τῶν υἱῶν του, νά τηροῦν τίς ἐντολές μου”(Γεν 18, 19), γι᾽ αὐτό προσέλαβε γιά τόν ἑαυτό του παλλακίδα, μετά τό θάνατο τῆς Σάρας ἔτσι, ὥστε μέ τήν πιστότητα τῶν πολλῶν του υἱῶν, πού εἶχαν διασπαρῆ σέ ὁλόκληρη τή γῆ, νά ἐξαπλώνεται ἡ γνῶσι τοῦ ἑνός Θεοῦ καί ἡ λατρεία Του. ᾽Εκεῖνος, λοιπόν, ἀπέκτησε υἱούς ἀπ᾽ τή Χεττούρα (Γεν 25, 1-4) καί τούς ἔστειλε μέ δῶρα στήν ἀνατολή. Καί πέθανε (ὁ ᾽Αβραάμ) σέ ἡλικία ἑκατόν ἑβδομῆντα πέντε ἐτῶν καί ἐνταφιάσθηκε δίπλα στή Σάρα, τή σύζυγό του (Γεν 25, 7, 9-10).
Τμῆμα ΚΓ´
1. “Καί ὁ Θεός εὐλόγησε τόν ᾽Ισαάκ”(Γεν 25, 11). “Καί ἱκέτευσε ὁ ᾽Ισαάκ τόν Κύριο ὑπέρ τῆς Ρεβέκκας, διότι αὐτή ἦταν στεῖρα”(Γεν 25, 21). Καί μετά εἴκοσι ἔτη “ὁ Θεός εἰσήκουσε αὐτόν καί ἡ Ρεβέκκα συνέλαβε καί οἱ υἱοί της μέσα στή μήτρα τηςσυνεστάλησαν· καί πῆγε ἡ Ρεβέκκα νά συμβουλευθῆ τόν Κύριο καί τῆς εἰπώθηκε, δύο λαοί εἶναι στή μήτρα σου”(Γεν 25, 23). Εἶναι δέ οἱ λαοί τῶν ᾽Ιδουμαίων καί τῶν Ἑβραίων. ῎Αραγε σέ ποιόν πῆγε γιά νά τόν συμβουλευθῆ; Τό εἴπαμε παραπάνω, πραγματευόμενοι περί τοῦ Μελχισεδέκ· πρός τό Μελχισεδέκ πορευόταν γιά συμβουλή. ᾽Αμέσως, ὅμως, ἐπέστρεψε ἐξαιτίας τῶν πόνων πού τήν ἔπιασαν καί γέννησε τόν ᾽Ησαῦ καί τόν ᾽Ιακώβ.
2. Καί εἶδε ὁ ᾽Ιακώβ ὅτι ὁ πρωτότοκος ᾽Ησαῦ καταφρονεῖ τό δικαίωμα τῆς πρωτοτοκίας κι ἔδειξε φιλότιμη ἐπιμέλεια νά τοῦ τό πάρη, πιστεύοντας στό Θεό, ὁ ὁποῖος εἶχε πεῖ: “Ὁ μεγαλύτερος θά ὑπηρετήση τό μικρότερο”. Καί ἔψησε ὁ ᾽Ιακώβ φακές καί ἦλθε καταπονημένος ἀπ᾽ τό κυνήγι ὁ ᾽Ησαῦ καί εἶπε στόν ᾽Ιακώβ, “Δός μου νά γευθῶ, ἀπ᾽ τό κόκκινο”(Γεν 25, 30), τοῦτο τό κόκκινο, δηλ. Δός μου νά δοκιμάσω ἀπ᾽ τίς φακές σου μία φακή. Καί τοῦ ἀπάντησε ὁ ᾽Ιακώβ, “Δός μου τά πρωτοτόκιά σου καί πάρε ὅλη τή φακή πρός εὐχαρίστησί σου”. “Καί τοῦ ὁρκίσθηκε ὁ ᾽Ησαῦ καί (τοῦ) πούλησε τά πρωτοτόκιά του. Καί τοῦ ἔδωσε ὁ ᾽Ιακώβ καί ἔφαγε”(Γεν 25, 31). Καί γιά νά δείξη ἡ Γραφή ὅτι ὄχι ἐξαιτίας πείνας εἶχε πωλήσει ὁ ᾽Ησαῦ τά πρωτοτόκιά του, εἶπε, “᾽Αφοῦ ἔφαγε ὁ ᾽Ησαῦ, σηκώθηκε κι ἔφυγε καταφρονώντας τά πρωτοτόκια”. Κάθε ἄλλο, λοιπόν, παρά ἐξαιτίας πείνας τά εἶχε πωλήσει, ἐπειδή αὐτός τά θεωροῦσε εὐτελῆ, σάν τιποτένια, πράγματι μέ ἀντίτιμο τιποτένιο πρᾶγμα τά πούλησε.
Τμῆμα ΚΔ´
“῎Επεσε στή γῆ λιμός... καί ὁ ᾽Ισαάκ τήν ἴδια ἐκείνη χρονιά ἔσπειρε καί θέρισε ἑκατονταπλάσια”(Γεν 26, 1, 12).
᾽Επειδή δέ ὁ βασιλιάς ᾽Αβιμέλεχ φοβήθηκε τόν ἐξόριστο, ἦλθε πρός αὐτόν μαζί μέ τόν Φιχόλ, τόν ἀρχιστράτηγό του, καί τοῦ εἶπε, “Εἴδαμε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μέ τό μέρος σου, καθώς ἦταν μαζί μέ τόν πατέρα σου, ἀπ᾽ τό ὅτι θερίζεις ἑκατονταπλάσια καί ἀπό πολλά ἄλλα σημεῖα, καί εἴπαμε, ἄς συνάψουμε συνθήκη μαζί σου, γιά νά μή μᾶς κάνης κακό, ὅταν θά πληθυνθῆτε, ὅπως δέν σέ βλάψαμε, ὅταν ἤσαστε (ἀριθμητικῶς) λίγοι. Καί ἔδωσαν ὅρκο ἀμοιβαίως καί ἀπεχώρησαν εἰρηνικά”(Γεν 26, 28-31).
Τμῆμα ΚΕ´
1. ῞Οταν γέρασε ὁ ᾽Ισαάκ, ἀμβλύνθηκε ἡ ὅρασί του, καί εἶπε στόν ᾽Ησαῦ, “Θήρευσε κυνήγι καί φτιάξε μου φαγητό· καί ἄς φάω καί ἄς σέ εὐλογήση ἡ ψυχή μου προτοῦ πεθάνω”(Γεν 27, 1, 3-4). Καί πῆγε ὁ ᾽Ησαῦ νά θηρεύση κυνήγι. Ἡ δέ Ρεβέκκα πού τό εἶχε ἀκούσει, σκεπτόμενη μήπως τά πρωτοτόκια τοῦ ᾽Ησαῦ ἀκυρώσουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε πεῖ: “Ὁ πρεσβύτερος θά ὑπηρετήση τό νεότερο”, παρακίνησε τόν ᾽Ιακώβ, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος δέν συγκατατέθηκε, φοβούμενος μήπως ἀντί τῶν εὐλογιῶν λάβει κατάρες.
2. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ Ρεβέκκα εἶχε λάβει ἐναντίον της τίς κατάρες, δέχθηκε ὁ ᾽Ιακώβ καί προσέφερε τό κυνήγι στόν πατέρα του, καί τοῦ εἶπε ὁ πατέρας του: “Ποιός εἶσαι σύ;”, καί εἶπε: “᾽Εγώ εἶμαι ὁ ᾽Ησαῦ· ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπες. Ὁ ᾽Ισαάκ, ὅμως, ἀμφέβαλλε λόγῳ τῆς φωνῆς, ἐπειδή φοβόταν μήπως τυχόν καί τίς εὐχές του, ὅπως τά πρωτοτόκια, απομακρύνει ἀπ᾽ αὐτόν”. Τοῦ εἶπε: “Πλησίασε, ἔλα, νά σέ ψηλαφήσω”(Γεν 27, 21). Κι ἐπειδή ἡ φωνή θεωρήθηκε ψευδής, εἰλικρινής, ὅμως, ἐξαιτίας τῆς ἀπάτης ὡς πρός τήν ψηλάφησι τῶν χειρῶν, εὐλογήθηκε ὁ ᾽Ιακώβ καί ἔφυγε. Ἦλθε ὁ ᾽Ησαῦ καί ἔψησε ἔδεσμα καί κάλεσε τόν πατέρα του. Θαύμασε δέ ὁ ᾽Ισαάκ, διαπιστώνοντας πῶς ἀπό ἄλλον μέ τό ὄνομα τοῦ ᾽Ησαῦ, ἐξαντλήθηκε ὁ θησαυρός τῶν εὐλογιῶν του· “Ποιός ἄραγε εἶναι ἐκεῖνος, λέει, πού θήρευσε κυνήγι καί μοῦ προσέφερε καί τόν εὐλόγησα καί θά εἶναι εὐλογημένος;”(Γεν 27, 33). Διότι ὁ ᾽Ισαάκ δέν μπόρεσε νά μετατρέψη τίς εὐλογίες του, πρῶτον, ἐπειδή γνώρισε ὅτι ἐκπληρώθηκε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶχε εἰπωθῆ στή Ρεβέκκα· καί δεύτερον, ἐπειδή εἶχε πεῖ στόν ᾽Ιακώβ, “ὅσοι σέ καταράσθηκαν νά εἶναι καταραμένοι”, φοβήθηκε νά τόν καταρασθῆ, γιά νά μή τυχόν μέ τίς δικές του κατάρες δέν βλαφθῆ ὁ ᾽Ιακώβ, ὁ ὁποῖος εὐλογήθηκε, ἀλλά οἱ κατάρες τῶν χειλέων του στραφοῦν κατά τοῦ ἴδιου του τοῦ ἑαυτοῦ.
3. “Ὁ δέ ᾽Ησαῦ βρυχήθηκε μέ μεγάλο βρυχηθμό”, τοῦτο δέ ὄχι ἐπειδή στερήθηκε τίς πνευματικές εὐλογίες, ἀλλά γιατί στερήθηκε τά ἀγαθά γεννήματα τῆς εὐλογημένης γῆς. Οὔτε ὀργίσθηκε ἔτσι ἐπειδή ἐφεξῆς δέν μποροῦσε νά δικαιωθῆ, ἀλλ᾽ ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ὑποτάξη τούς ἀδελφούς του· οὔτε ὑπῆρξε (τέτοιος) ἐπειδή δέν θά κληρονομοῦσε αἰώνια ζωή, ἀλλ᾽ ἐπειδή ἡ γῆ τῶν Χαναναίων δέν ἐπρόκειτο νά εἶναι μελλοντική (δική) του μερίδα.
Καί μίσησε ὁ ᾽Ησαῦ τόν ἀδελφό του καί σχεδίαζε νά τόν φονεύση· καί ἔπεισε ἡ Ρεβέκκα τόν ᾽Ιακώβ ν᾽ ἀναχωρήση γιά τόν οἶκο τοῦ Λάβαν, γιά νά μήν τυχόν ἀλληλοφονευθοῦν μέ τίς μεταξύ τους  διαμάχες καί στερηθῆ ἡ ἴδια καί τούς δύο ταυτόχρονα.
Τμῆμα ΚΣΤ´
1. “Εἶπε δέ ἡ Ρεβέκκα στόν ᾽Ισαάκ... καί ὁ ἴδιος εὐλόγησε τόν ᾽Ιακώβ καί τόν ἔστειλε σέ ἀναζήτησι συζύγου στή Χαρράν”(Γεν 27, 46). ῎Εδυσε δέ ὁ ἥλιος καί ὁ ᾽Ιακώβ διανυκτέρευσε ἐκεῖ· καί ἀντί γιά τά προσκεφάλια, πού τοῦ στρώνονταν στή σκηνή τῆς μητέρας του, τοποθέτησε σάν προσκεφάλι ἕνα λίθο, ἀναστενάζοντας “καί κοιμήθηκε καί εἶδε στόν ὕπνο του μία κλίμακα στηριζόμενη στή γῆ καί ἡ κορυφή της ἄγγιζε τόν οὐρανό καί ἀγγέλους νά κατεβαίνουν καί ν᾽ ἀνεβαίνουν δι᾽ αὐτῆς, καί τόν Κύριο νά στέκεται στό πάνω μέρος της”(Γεν 28, 12-13). Τήν κλίμακα δέ πού εἶδε, τήν εἶδε γιά τήν ἄνοδο καί κάθοδο τῶν ἀγγέλων. Πάλι ὁ Κύριος μέ ἀγγέλους, πού κατέβαιναν πρός αὐτόν καί ἀνέβαιναν στή διάρκεια τοῦ ὕπνου του, τοῦ ἔδειξε φανερά πόση μέριμνα ἔχει γι᾽ αὐτόν, ὁ ὁποῖος Κύριος ὄχι μόνο ἀγρυπνοῦσε, ὅταν καί αὐτός ἀγρυπνοῦσε, διότι καί στόν ὕπνο του ἄγγελοι οἱ ὁποῖοι προΐσταντο αὐτοῦ, ἀνεβαίνουν καί κατεβαίνουν πρός φύλαξί του. Διότι ὁ Θεός τοῦ ἔδειξε φανερά, διά τῆς ὁράσεως τῆς κλίμακος, ποιά κρυφή γι᾽ αὐτόν μέριμνα ἔχει. Διότι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος στόν ὕπνο του νόμιζε ὅτι κοιμᾶται σέ περιοχή ἀπομακρυσμένη ἀπ᾽ τό Θεό, ὅταν σηκώθηκε καί εἶδε πόση ἦταν ἡ μέριμνά του μέσα στήν ἔρημο, εἶπε, “Σάν νά κοιμόμουν μέσα στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ καί σάν νά εἶχα κατακλιθῆ μπροστά στήν πύλη τοῦ οὐρανοῦ”.
2. Καί γιά νά δείξη ὁ Θεός, ὅτι πρός ὑπηρέτησί του ἐκεῖνοι κατέβαιναν καί ἀνέβαιναν, τοῦ εἶπε, “᾽Ιδού, ἐγώ εἶμαι μαζί σου, γιά νά σέ φυλάω, ὅπου κι ἄν πορευθῆς· καί θά σέ ἐπαναφέρω σ᾽ αὐτή τή γῆ, οὔτε θά σέ ἀπολύσω προτοῦ ἐκπληρώσω ὅ,τι σοῦ εἶπα”. Καί εἶπε ὁ ᾽Ιακώβ, “᾽Αλήθεια, ὁ Κύριος εἶναι σ᾽ αὐτή τήν περιοχή, ὁ ὁποῖος μέ φυλᾶ κι ἐγώ τό ἀγνοοῦσα”(Γεν 28, 16). Τό λάδι δέ πού ἔχυσε πάνω στό λίθο, εἴτε τό εἶχε μαζί του εἴτε τό εἶχε φέρει ἀπ᾽ τήν ἴδια τήν πόλι. Μέ τό λάδι δέ, πού ἔχυσε πάνω στήν πέτρα, ἐξεικόνιζε τό σύμβολο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὑποσκιάσθηκε μ᾽ ἐκεῖνον τόν ᾽Ιακώβ.
3. “Καί ὀνόμασε τήν περιοχή Μπέθ-῎Ελ, δηλ. Οἶκος Θεοῦ, ὅπως προηγουμένως τήν εἶχε ὀνομάσει. Καί ἔκανε μία εὐχή πάνω στήν πέτρα, διότι, ἄν ὁ Θεός ἦταν μαζί μου καί μοῦ ἔδωσε ἄρτο καί σκέπασμα, αὐτή ἡ πέτρα θά εἶναι γιά μένα οἶκος Θεοῦ καί γιά ὅσα μοῦ ἔδωσες, θά σοῦ δώσω δεκάτες”(Γεν 28, 19-22). Καί πάλι μέ τήν πέτρα ἐσημαίνετο τό μυστήριο τῆς ᾽Εκκλησίας, διά τῆς ὁποίας θά ἔρχονταν εὐχές καί προσφορές ὅλων τῶν ἐθνῶν.
Τμῆμα ΚΖ´
“Αποχώρησε δέ ὁ ᾽Ιακώβ”(Γεν 29, 1) καί παρεξέκλινε πρός τό φρέαρ καί εἶδε τή Ραχήλ νά βόσκη τά ζῶα, ἡ ὁποία μέ τά γυμνά της πόδια, τήν αὐστηρή της ἀμφίεσι καί τήν ἡλιοκαμμένη ὄψι δέν διέφερε ἀπό δαυλό μαυρισμένο πού μόλις βγῆκε ἀπ᾽ τή φωτιά. Γνώρισε (ὁ ᾽Ιακώβ) ὅτι ᾽Εκεῖνος (ὁ Θεός), αὐτός δηλ. πού προετοίμασε τή Ρεβέκκα ὡραῖα κοντά στήν πηγή, ὁ ἴδιος προετοίμασε τή Ραχήλ μέ αὐστηρή σεμνότητα κοντά στό φρέαρ.
᾽Ενώπιόν του κάτι τό μεγάλο ἔκανε αὐτή, ἡ ὁποία δηλ. διά τοῦ Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος βρισκόταν μέσα της, ἀνεκύλησε λίθο, πού πολλοί μέ δυσκολία θά μποροῦσαν νά ὑποκινήσουν. Καί ἀφοῦ ἔδωσε στό Θεό ὑπόσχεσι γι᾽ αὐτή ἐξαιτίας τοῦ θαύματος, τότε πάλι τήν ἐγγυήθηκε στόν ἑαυτό του, διά φιλήματος.
2. “Γι᾽ αὐτή δέ ὁ ᾽Ιακώβ μόχθησε ἐπί ἑπτά ἔτη”(Γεν 29, 20) καί μόλις συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τόν ἐξαπάτησε ὁ Λάβαν καί τοῦ εἰσήγαγε ἀντί τῆς Ραχήλ τή Λεία. Ὁ Λάβαν —ἄν καί ἐξαιτίας τῆς ἀσχήμιας τῆς Λείας μᾶλλον, παρά γιά τά ἑπτά ἔτη τῆς ἐγγυήσεως γιά τή Ραχήλ κανείς δέν θά τήν νυμφευόταν, τήν ἀρραβώνιασε— τοῦτο δολίως τό ἔπραξε, ἀλλά, ἐπιπλέον, ἐπειδή εἶχε δεῖ πόσο εὐλογήθηκαν τά κτήνη του στή διάρκεια τῶν ἑπτά ἐτῶν, κατά τά ὁποῖα ὁ ᾽Ιακώβ (τά ἔβοσκε)· καί μελέτησε (ὁ Λάβαν) νά ὑπηρετήση ἐκεῖνος (ὁ ᾽Ιακώβ) ὡς ποιμένας αὐτόν ἐκ νέου ἔτσι, ὥστε μέ ἄλλη ἑπταετία, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας θά χρησιμοποιοῦσε αὐτόν ἐξαιτίας τῆς Λείας, διπλασιάσει τά κτήνη ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος τά εἶχε ἀποκτήσει κατά τά ἑπτά προηγούμενα χρόνια.
3. ῎Ελαβε δέ ὡς πρόσχημα τούς κατοίκους τοῦ τόπου καί εἶπε, “Δέν γίνεται ἔτσι στήν περιοχή μας, νά δίνουμε τή νεότερη (κόρη) πρίν τή μεγαλύτερη”. Καί τότε τοῦ πρότεινε ὅ,τι εἶχε ἀποφασίσει, καί τοῦ εἶπε, “Τελείωσε τό συμπόσιο αὐτῆς καί θά σοῦ δώσω καί τή Ραχήλ ἔναντι τῆς ἐργασίας, τήν ὁποία θά κάνης γιά μένα ἄλλα ἑπτά χρόνια”(Γεν 29, 27). Ὁ Λάβαν συγκέντρωσε γύρω του τούς γεωργούς τῆς περιοχῆς καί αὐτοί τόν ἔπεισαν (τόν ᾽Ιακώβ)· καί, ἐπειδή ἔμενε ἡ Λεία στόν οἶκο τοῦ εἰδωλολάτρη Λάβαν, γιά νά μήν ἀσπασθῆ τότε τήν εἰδωλολατρία τό σπέρμα τοῦ δικαίου καί γιά νά μήν ἁρπάση τή Ραχήλ γιά σύζυγό του, διότι αὐτή ἔχουν μόνο ὑποσχεθῆ στόν ἄνδρα ὡς σύζυγό του, ἔλαβε τή μία, γιά νά μή φέρεται ἄπιστα κατ᾽ αὐτῆς, καί τήν ἄλλη γιά νά μήν ἁμαρτάνη κατ᾽ αὐτῆς καί κατά τοῦ ἀπογόνου της. ῎Αν, ὅμως, ὁ Λάβαν δέν τοῦ εἶχε ἀρνηθῆ τή Ραχήλ καί ἄν τοῦ εἶχε πεῖ, “᾽Εργάζου μαζί μου ἑπτά ἔτη γιά τή Λεία”, οὔτε γιά ἑπτά μέρες δέν θά εἶχε συγκατατεθῆ νά ἐργάζεται γιά ἐκείνη, καί ὄχι γιά τό λόγο ὅτι ἡ Λεία ἦταν ἄσχημη, ἀλλά ἐπειδή ἀποστρεφόταν νά νυμφευθῆ δύο γυναῖκες.

Το έργο θα δημοσιευθεί εξ ολοκλήρου στην ιστοσελίδα
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου για εμπορικούς ή κερδοσκοπικούς σκοπούς. Τα δικαιώματα αυτά ανήκουν εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα κ.Χρίστο Βασιλειάδη.
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
26  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2011 


Read more:http://www.egolpion.net/efraim_genesis_15.el.aspx#ixzz2kmYa7xm4

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου